Η αναπαραγωγική ικανότητα του παρασιτοειδούς P. pectinicornis βρέθηκε να είναι υψηλότερη στους 20°C (110,05 ωά/θηλυκό). Η αναπαραγωγική ικανότητα του παρασιτοειδούς μειωνόταν με την αύξηση της θερμοκρασίας όπου στους 25 και στους 30°C ο συνολικός αριθμός των ωών ανά θηλυκό βρέθηκε να είναι 34,57 και 33,52 ωά/θηλυκό αντίστοιχα.Η μέση ημερήσια αναπαραγωγική ικανότητα του Ρ. pectinicornis βρέθηκε γενικά μικρότερη σε σχέση με άλλα παρασιτοειδή και ήταν υψηλότερη στους 20°C (1,23 ωά /ημέρα) και μικρότερη στους 30°C (0,71 ωά / ημέρα).Η διάρκεια ζωής των θηλυκών του Ρ. pectinicornis βρέθηκε να επηρεάζεται από τη θερμοκρασία και να είναι σημαντικά μεγαλύτερη στη θερμοκρασία των 20°C (71,68 ημέρες) από ότι στους 25°C (39,71 ημέρες) και 30°C (39,29 ημέρες).Ο ημερήσιος ρυθμός διατροφής από τον ξενιστή (host feeding) του Ρ. pectinicornis ήταν σημαντικά υψηλότερος στους 25°C (0,57 προνύμφες/ημέρα) σε σχέση με αυτό στους 20°C (0,28 προνύμφες/ημέρα) και στους 30°C (0,31 προνύμφες/ημέρα).Οι τιμές του καθαρού ρυθμού αναπαραγωγής (Ro) και της μέσης διάρκειας γενιάς (Τ) του Ρ. pectinicornis βρέθηκαν να είναι μεγαλύτερες στους 20°C (18,82 θηλυκά/θηλυκό/γενιά και 51,36 ημέρες αντίστοιχα) ενώ μειωνόταν με την αύξηση της θερμοκρασίας. Ο ενδογενής ρυθμός αύξησης του πληθυσμού (rm) του Ρ. pectinicornis βρέθηκε να είναι υψηλότερος στους 20°C (0,0735 θηλυκά ωά/θηλυκό/ημέρα) ενώ η μικρότερη τιμή του σημειώθηκε στους 30°C (0,0159 θηλυκά ωά/θηλυκό/ημέρα). Οι τιμές της παραμέτρου αυτής ήταν γενικά παρόμοιες όταν υπολογίστηκαν λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό ημερήσιο αριθμό ωών ανά θηλυκό και τον ημερήσιο αριθμό ‘αποτελεσματικών’ ωών στις θερμοκρασίες των 20 και 25°C ενώ στους 30°C η τιμή που βρέθηκε για το rm βάσει του συνολικού ημερήσιου αριθμού ωών ανά θηλυκό ήταν τριπλάσια από εκείνη που βρέθηκε βάσει του ημερήσιου αριθμού ‘αποτελεσματικών’ ωών.Το ποσοστό των θηλυκών ατόμων του S. petiolatus βρέθηκε να μη διαφέρει σημαντικά μεταξύ των θερμοκρασιών που μελετήθηκαν και ήταν 0,48 στους 20°C 0,45 στους 25°C και 0,46 στους 30°C.Η διάρκεια της περιόδου προωτοκίας του S. petiolatus βρέθηκε ότι δεν επηρεάζεται σημαντικά από τη θερμοκρασία και βρέθηκε να είναι 1,86, 1,90 και 2,38 ημέρες στους 20, 25 και 30°C αντίστοιχα. Η διάρκεια ωοτοκίας βρέθηκε ότι επηρεάζεται σημαντικά από τη θερμοκρασία, στην παρούσα μελέτη, με τη μεγαλύτερη τιμή να παρατηρείται στους 30°C (21,05 ημέρες) διαφέροντας από αυτή των 20°C (2,25 ημέρες) όχι όμως και από αυτή των 25°C (16,38 ημέρες). Η διάρκεια της περιόδου μεταωτοκίας του S. petiolatus δεν επηρεάστηκε σημαντικά από τη θερμοκρασία και βρέθηκε να είναι 2,33, 2,28 και 2,22 ημέρες στους 20, 25 και 30 °C ημέρες αντίστοιχα.Η αναπαραγωγική ικανότητα του παρασιτοειδούς S. petiolatus βρέθηκε να είναι σημαντικά υψηλότερη στους 30°C (176 ωά/θηλυκό) σε σχέση με αυτή στους 20 °C (3,5 ωά/θηλυκό) όχι όμως από αυτή των 25 °C (143 ωά/θηλυκό).Η μέση ημερήσια αναπαραγωγική ικανότητα του S. petiolatus βρέθηκε να είναι υψηλότερη στους 25°C όπου έφθασε το 6,41 ωά/ημέρα και χαμηλότερη στους 20°C (0,68 ωά/ημέρα).Η διάρκεια ζωής των θηλυκών του S. petiolatus βρέθηκε να είναι σημαντικά μεγαλύτερη στη θερμοκρασία των 30°C (25,4 ημέρες) από αυτή των 20°C (5,77Οημέρες) αλλά όχι από αυτή των 25 C (20,57 ημέρες).Ο ημερήσιος ρυθμός διατροφής από τον ξενιστή (host feeding) του S. petiolatus ήταν σημαντικά υψηλότερος στους 25°C (0,26 προνύμφες/ημέρα) από αυτόν στους 20°C (0,15 προνύμφες/ημέρα) αλλά όχι από αυτόν στους 30°C (0,21 προνύμφες/ημέρα).Οι τιμές του καθαρού ρυθμού αναπαραγωγής (R^) και της μέσης διάρκειας γενιάς (Τ) του S. petiolatus βρέθηκαν να είναι μεγαλύτερες στους 30°C (50,84 θηλυκά/θηλυκό/γενιά και 23,40 ημέρες αντίστοιχα) ενώ μειωνόταν με την αύξηση της θερμοκρασίας. Ο ενδογενής ρυθμός αύξησης του πληθυσμού (rm) του S. petiolatus βρέθηκε να είναι υψηλότερος στους 30°C (0,2162 θηλυκάωά/θηλυκό/ημέρα) ενώ η μικρότερη τιμή του σημειώθηκε στους 20°C (0,0064 θηλυκά ωά/θηλυκό/ημέρα). Για το S. petiolatus οι τιμές της παραμέτρου (rm) αυτής ήταν γενικά παρόμοιες όταν υπολογίστηκαν λαμβάνοντας υπόψη τον συνολικό ημερήσιο αριθμό ωών ανά θηλυκό και τον ημερήσιο αριθμό αποτελεσματικών ωών στις θερμοκρασίες 25 και 30 °C ενώ στη θερμοκρασία των 20°C η τιμή του rm ήταν δεκαπλάσια όταν υπολογίστηκε λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό αριθμό των ωών/θηλυκό σε σχέση με αυτή λαμβάνοντας υπόψη τον ημερήσιο αριθμό ‘αποτελεσματικών’ ωών.Η μελέτη της αποτελεσματικότητας των παρασιτοειδών του φυλλορύκτη των εσπεριδοειδών, ιθαγενών ή εισαγόμενων, που βρέθηκαν σε δύο από τα σπουδαιότερα είδη εσπεριδοειδών της χώρας μας, την πορτοκαλιά (Citrus sinensis) και τη μανταρινιά (Citrus reticulata), έγινε το 1999 σε βιολογικό εσπεριδοειδώνα του νομού Χανίων.Από τα εξωτικά παρασιτοειδή που εγκαταστάθηκαν (C. phyllocnistoides, S. petiolatus και Quadrastichus sp.) σημαντικά πολυπληθέστερο βρέθηκε να είναι το C. phyllocnistoides το οποίο εξαπλώθηκε ταχύτατα από τον πρώτο χρόνο της εξαπόλυσης του σε περιοχές πολύ μακρύτερα από τα σημεία εξαπόλυσής του και σημείωσε τα υψηλότερα ποσοστά παρασιτισμού σε σχέση με τα υπόλοιπα κυρίως το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Και το παρασιτοειδές του S. petiolatus εγκαταστάθηκε αλλά σημειώθηκαν μικρά ποσοστά παρασιτισμού κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου. Και τα δύο παραπάνω εξωτικά είδη προτιμούν να παρασιτούν κυρίως προνύμφες 2ου και 3ου σταδίου του φυλλορύκτη και το γεγονός αυτό οδηγεί πιθανώς σε ανταγωνισμό μεταξύ τους με αποτέλεσμα την επικράτηση του C. phyllocnistoides. Το πολυπληθέστερο ιθαγενές ήταν το P. pectinicornis το οποίο βρέθηκε αρκετά νωρίς, τέλη Μάΐου και τον Ιούνιο, όμως σε μικρούς πληθυσμούς, σημειώνοντας χαμηλά ποσοστά παρασιτισμού.Συμπερασματικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι στο νομό Χανίων αν και σε ορισμένα χρονικά διαστήματα κυρίως στις αρχές καλοκαιριού η πυκνότητα του φυλλορύκτη ήταν αυξημένη παρόλα αυτά τα σχετικά υψηλά επίπεδα παρασιτισμού, από τη δράση κυρίως των εξωτικών παρασιτοειδών, κράτησαν τα επίπεδα του φυλλορύκτη σε χαμηλά επίπεδα με μέσο όρο μικρότερο από 0,1 άτομα /φύλλο.