Μέσω πειραματικής μεθόδου μελετήθηκε η αντιληπτική ικανότητα παιδιών ηλικίας 6-8 ετών να οργανώνουν σε μικρότερες ενότητες ένα μουσικό κομμάτι τη στιγμή της ακρόασής του. Ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να τεμαχίσουν το μουσικό ερέθισμα σε μικρότερα τμήματα σε σημεία τα οποία ορίζουν, σύμφωνα με την κρίση τους, ένα τέλος στην πορεία της μουσικής. Τα σημεία κατάτμησης που επέλεξαν οι συμμετέχοντες της έρευνας χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με το εάν συνέπιπταν ή όχι με σημεία τα οποία ορίζουν όρια των τμημάτων που απαρτίζουν την ομαδοποιητική δομή του μουσικού κομματιού (Τσούγκρας, 2003), όπως αυτή προκύπτει από την ανάλυσή της με τη χρήση της Γενετικής Θεωρίας της Τονικής Μουσικής (ΓΘΤΜ) (Lerdahl & Jackendoff, 1983), και η οποία δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο θα οργανώσει το μουσικό κομμάτι σε επιμέρους ενότητες ένας έμπειρος στο μουσικό ιδίωμα του κομματιού ακροατής. Στην έρευνα πήραν μέρος 105 μαθητές και μαθήτριες Α΄, Β΄ και Γ΄ τάξης Δημοτικού σχολείου (n=35 άτομα για κάθε τάξη) και 50 ενήλικες (25 μουσικοί και 25 μη μουσικοί). Επίσης, μετρήθηκε ο βαθμός ακουστικότητας των παιδιών με τη χρήση της συστοιχίας δοκιμασιών «Στοιχειώδεις Μετρήσεις Μουσικής Ακουστικότητας» του Edwin Gordon (1979).Οι στόχοι της έρευνας είναι τρεις. Ο πρώτος έχει να κάνει με τη μελέτη της επίδρασης της ηλικίας των παιδιών στην τιμή της συχνότητας επιλογής σημείων κατάτμησης τα οποία συμπίπτουν ή όχι με τα σημεία της ομαδοποιητικής δομής του μουσικού κομματιού. Ο δεύτερος αφορά στη διερεύνηση της επίδρασης της επανάληψης της ακρόασης του μουσικού κομματιού στη συχνότητα επιλογής σημείων κατάτμησης τα οποία συμπίπτουν ή όχι με τα σημεία της ομαδοποιητικής δομής του μουσικού κομματιού για τα παιδιά της κάθε ηλικιακής ομάδας, και, ο τρίτος μελετά την ύπαρξη ή όχι συσχέτισης ανάμεσα στο βαθμό ακουστικότητας των παιδιών, όπως αυτός προκύπτει από τη βαθμολογία τους στο Τονικό και το Ρυθμικό τεστ των «Στοιχειωδών Μετρήσεων Μουσικής Ακουστικότητας» του Gordon, και τη συχνότητα επιλογής σημείων κατάτμησης τα οποία συμπίπτουν ή όχι με τα σημεία της ομαδοποιητικής δομής του μουσικού κομματιού.Οι ακροατές ηλικίας 6 ετών παρουσίασαν το μικρότερο αριθμό επιλογών κατάτμησης σε σημεία τα οποία συμπίπτουν με σημεία αναφοράς ορίων της ομαδοποιητικής δομής και το μεγαλύτερο αριθμό επιλογών κατάτμησης σε σημεία τα οποία διαφοροποιούνται από αυτά. Προϊούσης της ηλικίας, παρατηρήθηκε σταδιακή μείωση της τιμής της συχνότητας επιλογής σημείων κατάτμησης τα οποία διαφοροποιούνται από σημεία αναφοράς ορίων της ομαδοποιητικής δομής και σταδιακή αύξηση της τιμής της συχνότητας επιλογής σημείων τα οποία συμπίπτουν με αυτά. Με την επανάληψη των ακροάσεων παρατηρήθηκε αύξηση των επιλογών κατάτμησης σε σημεία που συμπίπτουν με σημεία αναφοράς ορίων της ομαδοποιητικής δομής και στις τρεις ηλικιακές ομάδες. Η αύξηση αυτή ήταν μεγαλύτερη στους ακροατές ηλικίας 8 ετών. Δεν βρέθηκε, όμως, στατιστικώς σημαντική επίδραση της επανάληψης της ακρόασης στην τιμή της επιλογής κατάτμησης σε σημεία τα οποία διαφοροποιούνται από σημεία αναφοράς ορίων της ομαδοποιητικής δομής. Τέλος, βρέθηκε ότι ο δείκτης ακουστικότητας των παιδιών που πήραν μέρος στην έρευνα επηρέαζε την τιμή της συχνότητας επιλογής τους σημείων κατάτμησης που συνέπιπταν ή διαφοροποιούνταν από σημεία αναφοράς ορίων της ομαδοποιητικής δομής, ανάλογα με την ηλικία τους. Στους ακροατές ηλικίας 6 ετών παρατηρήθηκε θετική συσχέτιση ανάμεσα στη βαθμολογία που έλαβαν στο Ρυθμικό και το Τονικό τεστ και την τιμή συχνότητας επιλογής σημείων κατάτμησης που ανήκαν και στις δύο κατηγορίες σημείων. Στους ακροατές ηλικίας 7 ετών παρατηρήθηκε συσχέτιση, η οποία ήταν θετική, μόνο ανάμεσα στη βαθμολογία στο Τονικό και το Ρυθμικό τεστ και την τιμή συχνότητας επιλογής σημείων κατάτμησης τα οποία συνέπιπταν με σημεία αναφοράς ορίων της ομαδοποιητικής δομής. Τέλος, στους ακροατές ηλικίας 8 ετών βρέθηκε θετική συσχέτιση ανάμεσα στη βαθμολογία στο Τονικό και το Ρυθμικό τεστ και την τιμή συχνότητας επιλογής σημείων κατάτμησης τα οποία συνέπιπταν με σημεία αναφοράς ορίων της ομαδοποιητικής δομής και αρνητική συσχέτιση ανάμεσα στη βαθμολογία στο Τονικό και το Ρυθμικό τεστ και την τιμή συχνότητας επιλογής σημείων κατάτμησης τα οποία διαφοροποιούνται από σημεία αναφοράς ορίων της ομαδοποιητικής δομής. Σε όλες τις ηλικιακές ομάδες ο βαθμός συσχέτισης και το μέγεθός της έπαιρνε μεγαλύτερες τιμές για το Τονικό τεστ. Συνοψίζοντας τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης, διαπιστώθηκε ότι στις ηλικίες 6, 7 και 8 ετών η ικανότητα κατασκευής της ομαδοποιητικής δομής ενός μουσικού κομματιού, όπως αυτή ορίζεται από τη ΓΘΤΜ, ενδυναμώνεται με την πρόοδο της ηλικίας και με την επανάληψη των ακροάσεων του κομματιού. Επιπλέον, η θετική σχέση που βρέθηκε ανάμεσα στο βαθμό ακουστικότητας των παιδιών και την ικανότητά τους εύρεσης ορίων που συμπίπτουν με τα όρια της ομαδοποιητικής δομής, επιβεβαιώνει την παρατήρηση του Gordon (2003α), ότι σημαντική λειτουργία της ακουστικότητας κατά τη μουσική ακρόαση είναι η οργάνωση της προσλαμβανόμενης μουσικής πληροφορίας σε μουσικές φράσεις. Τα αποτελέσματα σχολιάζονται και συζητώνται ως προς την προσφορά τους στις γνώσεις για την αναπτυξιακή βάση της λειτουργίας της ακρόασης στις ηλικίες των 6-8 ετών και τις πιθανές εκπαιδευτικές πρακτικές που μπορούν να προταθούν για την περαιτέρω ενίσχυσή της.