scholarly journals Λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή και διεγχειρητική ενδοσκοπική σφιγκτηροτομή στην αντιμετώπιση της χολολιθίασης-χοληδοχολολιθίασης σε ένα χρόνο

2012 ◽  
Author(s):  
Ιωάννης Μπαλογιάννης
2016 ◽  
Author(s):  
Θεμιστοκλής Φλώρος

ΣΚΟΠΟΣ: Είναι γνωστό ότι η συμβατική χειρουργική επέμβαση οδηγεί σε επιζήμιες ανοσολογικές και καταβολικές αντιδράσεις, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ενδιαφέρον για την επίδραση των ελάχιστα επεμβατικών τεχνικών στην μετεγχειρητική ενδοκρινική και ανοσολογική λειτουργία. Στόχος αυτής της προοπτικής μελέτης ήταν η αξιολόγηση του άξονα αυξητικής ορμόνης (GH) / ινσουλινοειδούς αυξητικού παράγοντα 1 (IGF-1) / IGF-3 (IGFBP-3) και οξείας φάσης (ιντερλευκίνη-6, , και C-αντιδρώσα πρωτεΐνη, CRP) σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε λαπαροσκοπική χολοκυστοεκτομή.ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ: Είκοσι εννέα ασθενείς (16 γυναίκες, 13 άνδρες, ηλικία: 58 + 8 έτη) με ιστορικό απλής συμπτωματικής χολολιθίασης συμμετείχαν στη μελέτη. Τα δείγματα αίματος συλλέχθηκαν πριν και στις 24 ώρες και 48 ώρες μετά τη λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή. Οι συγκεντρώσεις ορού των GH, IGF-1, IGFBP-3 και IL-6 προσδιορίστηκαν με πρότυπη ανοσοπροσροφητική δοκιμασία ενζυμικού συνδέσμου σάντουιτς (ELISA), ενώ η CRP μετρήθηκε με νεφελομετρία. H repeated ANOVA και η post-hoc ανάλυση Tukey χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση των αλλαγών στις μετρήσεις του ορού.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Η λαπαροσκοπική χολοκυστοεκτομή είχε ως αποτέλεσμα σημαντική μετεγχειρητική αύξηση των επιπέδων κυκλοφορίας της IL-6 (p = 0,031), που είναι η κύρια κυτοκίνη υπεύθυνη για την επαγωγή της οξείας φλεγμονώδους απόκρισης και της CRP οξείας φάσης πρωτεΐνης (ρ = 0,005). Παρατηρήθηκε επίσης σημαντική αύξηση των επιπέδων GH σε 24 ώρες (p = 0,034) και μείωση του IGF-1 και στις δύο μετεγχειρητικές ημέρες (p = 0,045, 0,044), ενώ δεν παρατηρήθηκαν αλλαγές στα επίπεδα IGFBP-3. Σημαντικές συσχετίσεις αποκαλύφθηκαν μεταξύ των μετεγχειρητικών επιπέδων των πρωτεϊνών οξείας φάσης και των ορμονών του άξονα ανάπτυξης (ρ <0,05-0,001).ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι η λαπαροσκοπική χολοκυστοεκτομή προκαλεί οξεία φάση ενδοκρινικών και ανοσολογικών αποκρίσεων. Αυτές οι αλλαγές μπορεί να αντιπροσωπεύουν κατάσταση συστημικής φλεγμονής και αντίστασης GH, συμβατή με πιθανά αντι-αναβολικά ή καταβολικά επαγόμενα από κυτοκίνη αποτελέσματα ακόμη και μετά από αυτήν την ελάχιστα επεμβατική χολοκυστεκτομή.


2016 ◽  
Author(s):  
Ελένη Μελίδη

Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της ενδοπεριτοναϊκής έγχυσης λεβοβουπιβακαΐνης στο μετεγχειρητικό πόνο και το stress μετά από προγραμματισμένη λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή.Στην παρούσα προοπτική, τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή μελέτη, 73 ασθενείς, κατόπιν έγγραφης συγκατάθεσης, τυχαιοποιήθηκαν σε δύο ομάδες. Μετά την ολοκλήρωση της χολοκυστεκτομής, τοποθετήθηκε ένας καθετήρας nelaton 10Fr στη δεξιά άνω οπή των Trocar σε όλους τους ασθενείς. Στην ομάδα του τοπικού αναισθητικού (ΤΑ), 36 ασθενείς έλαβαν ενδοπεριτοναϊκά 10 ml Λεβοβουπιβακαΐνης 0.5% στο τέλος της επέμβασης και 4 ώρες μετεγχειρητικά. Αμέσως μετά το τέλος της 2ης έγχυσης ακολούθησε αφαίρεση του καθετήρα nelaton σε όλους τους ασθενείς. Στην ομάδα εικονικού φαρμάκου (placebo) 37 ασθενείς έλαβαν 10 ml normal saline 0.9%, αντίστοιχα. Πραγματοποιήθηκε καταγραφή του μετεγχειρητικού πόνου με την κλίμακα μέτρησης κατά VAS, της εντόπισης του πόνου, της κατανάλωσης αναλγητικών, των ζωτικών σημείων, καθώς και της εμφάνισης επιπλοκών στις 0, 2, 6, 12, 18 και 24 ώρες μετεγχειρητικά. Επίσης, λήφθηκαν δείγματα αίματος μισή ώρα πριν και 24 ώρες μετά το πέρας της επέμβασης και προσδιορίστηκαν τα επίπεδα δεικτών φλεγμονής στο πλάσμα (CRP, IL-6, κορτιζόλη και λευκά αιμοσφαίρια). Τέλος, αξιολογήθηκε ο βαθμός ικανοποίησης των ασθενών κατά την έξοδό τους.Οι δύο ομάδες είχαν συγκρίσιμα δημογραφικά χαρακτηριστικά. Η ομάδα ΤΑ εμφάνισε σημαντικά μειωμένο σκορ πόνου κατά VAS, σε σχέση με την ομάδα placebo, τόσο στην ηρεμία (p=0.012), όσο και στην κίνηση (p<0.001), καθ΄ όλη τη διάρκεια του πρώτου 24ώρου. Επιπλέον, στην ομάδα ΤΑ σημειώθηκε σημαντικά μικρότερη κατανάλωση οπιοειδών στις 0 και 2 ώρες μετεγχειρητικά (p<0.001). Αναφορικά με τις μετρήσεις των λευκών αιμοσφαιρίων, της CRP, της IL-6 και της κορτιζόλης, τόσο προεγχειρητικά, όσο και μετεγχειρητικά, δεν αναδείχθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες. Μόνο σε κάθε ομάδα ξεχωριστά, σημειώθηκε σημαντική μεταβολή στα επίπεδα των λευκών αιμοσφαιρίων και της CRP, μεταξύ των τιμών πριν και 24 ώρες μετά την επέμβαση (p<0.001), κάτι που άλλωστε ήταν αναμενόμενο λόγω του χειρουργικού τραύματος.Συμπερασματικά, η ενδοπεριτοναϊκή έγχυση 10 ml λεβοβουπιβακαΐνης 0.5%, χορηγούμενης στο τέλος και 4 ώρες μετά από προγραμματισμένη λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή, συσχετίστηκε σημαντικά με μείωση του μετεγχειρητικού πόνου κατά τη διάρκεια του πρώτου 24ώρου, αλλά και με μείωση της κατανάλωσης οπιοειδών για τις πρώτες 2 μετεγχειρητικές ώρες. Σημαντικές μεταβολές στις τιμές των δεικτών φλεγμονής 24 ώρες μετά τη διενέργεια της λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής, συγκριτικά με τις προεγχειρητικές τιμές δεν παρατηρήθηκε στον υπό μελέτη πληθυσμό.


2013 ◽  
Author(s):  
Νίκη Πάλλη

Σκοπός: Η μετεγχειρητική ναυτία και ο έμετος (ΜΝΕ) αποτελεί συχνό πρόβλημα στις επεμβάσεις λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής. Η μελέτη μας έχει σαν στόχο τη σύγκριση εμφάνισης ΜΝΕ όταν η γρανισετρόνη χορηγηθεί πριν την εισαγωγή στην αναισθησία ή πριν το πέρας της επέμβασης.Υλικό και Μέθοδος: Πενήντα τρεις ασθενείς κατηγορίας ASA I-II, που επρόκειτο να υποβληθούν σε λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή, υπό γενική αναισθησία, μετά από έγγραφη συγκατάθεση τυχαιοποιήθηκαν με τη μέθοδο του κλειστού φακέλου σε 2 ομάδες. Η ομάδα Α (n=31) έλαβε γρανισετρόνη 40 μg/kg πριν την εισαγωγή στην αναισθησία, ενώ η ομάδα Β (n=22) έλαβε 40 μg/kg γρανισετρόνης 30min πριν το πέρας της επέμβασης. Τα κριτήρια αποκλεισμού ήταν ηπατική, νεφρική ή καρδιακή ανεπάρκεια, λήψη ψυχοτρόπων/αντιεμετικών φαρμάκων, όγκος εγκεφάλου, επιληψία, κύηση και θηλασμός. Καταγράφηκαν η παρουσία ναυτίας και εμέτου στο πρώτο μετεγχειρητικό 24ωρο, ο χρόνος εμφάνισης και η βαρύτητά της ναυτίας (οπτική κλίμακα 0-100), καθώς και η ανάγκη χορήγησης αντιεμετικής θεραπείας διάσωσης.Αποτελέσματα: Τα δημογραφικά στοιχεία και η διάρκεια της επέμβασης δεν διέφεραν μεταξύ των ομάδων. Αν και η συχνότητα εμφάνισης εμέτου και ο χρόνος εμφάνισης της ναυτίας δεν διέφεραν μεταξύ των ομάδων, η ναυτία ήταν λιγότερο συχνή στην ομάδα Β. Επίσης, διέφερε η ανάγκη χρήσης επιπλέον αντιεμετικού (ονδασετρόνη) στο πρώτο μετεγχειρητικό 24ωρο (Α:22,6% vs. B:0%, p=0.032). Σε καμία ομάδα δεν χρειάστηκε προσθήκη τρίτου αντιεμετικού. Η παρατηρηθείσα ισχύς της μελέτης ήταν 0.81. Συμπέρασμα: Η χορήγηση της γρανισετρόνης πριν το πέρας της επέμβασης φαίνεται ότι υπερέχει έναντι της χορήγησής της πριν την εισαγωγή στην αναισθησία σε ότι αφορά την εμφάνιση ναυτίας, καθώς και την ανάγκη χορήγησης επιπρόσθετης αντιεμετικής αγωγής.


2013 ◽  
Author(s):  
Βασίλειος Αλεξόπουλος

Το οξύ τραύμα μιας χειρουργικής επέμβασης προκαλεί μια σειρά από μεταβολικές και ορμονικές αλλαγές, οι οποίες χαρακτηρίζουν τη μεταβολική και νευροενδοκρινική απάντηση του οργανισμού.Η ενεργοποίηση του φλοιοεπινεφριδιακού άξονα και του συμπαθητικού νευρικού συστήματος προκαλούν την έκκριση κορτιζόλης και κατεχολαμινών. Οι ορμόνες αυτές αποτελούν τις κυριότερες παραμέτρους της ανταπόκρισης του οργανισμού στο τραύμα και η αύξησή τους είναι συνήθως ανάλογη της βαρύτητας της κάκωσης.Η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή αποτελεί την σύγχρονη θεραπεία εκλογής για την χολολιθίαση και χαρακτηρίζεται από συντομότερη κινητοποίηση, ανάρρωση και επάνοδο του ασθενούς στις φυσιολογικές δραστηριότητες.Υποστηρίζεται ότι το χειρουργικό της τραύμα είναι μικρότερο και κατά συνέπεια υπάρχει μικρότερος βαθμός χειρουργικού stress και αποδεικνύεται από την περιορισμένη έκκριση των προαναφερθεισών ορμονών, σε σχέση με την ανοικτή χολοκυστεκτομή.Με την παρούσα μελέτη αυτή διερευνήθηκε η μεταβολική και νευροενδοκρινική απάντηση του ζωικού προτύπου στο τραύμα της ανοικτής και λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής, με την χρησιμοποίηση χοίρων εκ των οποίων τρεις υποβλήθηκαν σε ανοικτή χολοκυστεκτομή και πέντε σε λαπαροσκοπική.Στις δυο ομάδες αξιολογήθηκαν οι τιμές της κορτιζόλης και των κατεχολαμινών κατά την έναρξή της (κατά την διάρκεια της αρχικής τομής του δέρματος), ανά 15 λεπτά κατά την διάρκεια της επέμβασης καθώς και το πρωί της πρώτης μετεγχειρητικής μέρας.Παρατηρήθηκε ότι στην ανοικτή χολοκυστεκτομή οι τιμές της κορτιζόλης ορού ήταν μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες της λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής σε όλους τους χρόνους της επέμβασης χωρίς όμως στατιστική διαφορά μεταξύ τους. Οι τιμές της επινεφρίνης και της νορεπινεφρίνης ορού ήταν μεγαλύτερες στην ανοικτή χολοκυστεκτομή από αυτές της λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής σε όλους τους χρόνους της επέμβασης με στατιστική διαφορά στους χρόνους 0΄ και 15΄ όσον αφορά την πρώτη και στον χρόνο 0΄ όσον αφορά την δεύτερη. Δεν παρατηρήθηκαν στις μετεγχειρητικές τιμές της κορτιζόλης ορού μεταξύ των δύο ομάδων. Οι μετεγχειρητικές τιμές της επινεφρίνης ήταν μεγαλύτερες στην ανοικτή συγκριτικά με την λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή ενώ η μετεγχειρητική τιμή της νορεπινεφρίνης ήταν μικρότερη στην ομάδα της ανοικτής χολοκυστεκτομής. Οι διαφορές όμως αυτές δεν ήταν στατιστικά σημαντικές.Από τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής είναι ενδεικτικό ότι η μεταβολική και νευροενδοκρινική απάντηση του οργανισμού μετά από λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή σε ζωικά πρότυπα είναι μικρότερη σε σύγκριση με την ανοικτή χειρουργική επέμβαση.


2012 ◽  
Author(s):  
Ειρήνη Σιδηροπούλου

Σκοπός της μελέτης μας ήταν να καταγράψει τις αιμοδυναμικές και ορμονικές μεταβολές, που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής και να συσχετίσει τις μεταβολές με το είδος αναισθησίας που χορηγήθηκε στους ασθενείς, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η εφαρμογή της συνδυασμένης αναισθησίας (γενικής με επισκληρίδιο αναισθησία) πλεονεκτεί έναντι της γενικής στην ελάττωση της "stress-απάντησης" κατά τη διάρκεια του χειρουργείου. Μελετήσαμε συνολικά 60 ασθενείς ASA I και II που υποβλήθηκαν σε λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή. Τριάντα από αυτούς έλαβαν γενική αναισθησία ενώ οι υπόλοιποι συνδυασμένη αναισθησία. Στη μελέτη μας έγινε καταγραφή και αξιολόγηση των αιμοδυναμικών (ΣΑΠ, ΜΑΠ, ΔΑΠ, ΚΣ) και αναπνευστικών παραμέτρων (etCO₂), της ισογκαιμίας (Hb) όπως επίσης και της ηλεκτρολυτικής (K⁺, Na⁺), και οξεοβασικής ισορροπίας (pH, PaO₂, PaCO₂, SBE). O έλεγχος της ενδοκρινικής-μεταβολικής απάντησης έγινε με τον προσδιορισμό της συγκέντρωσης της προλακτίνης, της κορτιζόλης, της αυξητικής ορμόνης και της ομοιόστασης της γλυκόζης στον ορό του αίματος των ασθενών. Ταυτόχρονα εκτιμήθηκε και το μέγεθος της φλεγμονώδους αντίδρασης με τον προσδιορισμό της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης. Η μετεγχειρητική εκτίμηση του ασθενούς έγινε με την αξιολόγηση του πόνου με τη χρήση της οπτικής αναλογικής κλίμακας VAS και τον προσδιορισμό της συνολικής ποσότητας της μετεγχειρητικής αναλγησίας που έλαβαν οι ασθενείς το πρώτο 24ωρο. Από την επεξεργασία των μετρήσεων μας προκύπτει ότι η εφαρμογή της συνδυασμένης αναισθησίας στην ομάδα ΙΙ επέφερε στατιστικά σημαντική ελάττωση της συστηματικής αρτηριακής πίεσης (ΣΑΠ, ΔΑΠ, ΜΑΠ) κατά τη διάρκεια της επέμβασης. Στατιστικά σημαντική είναι και η ελάττωση της χορηγούμενης αναλγησίας (φεντανύλης) στην ΟΜ ΙΙ κατά τη διεγχειρητική περίοδο ως αποτέλεσμα των μειωμένων απαιτήσεων σε αναλγησία. Οι επιπτώσεις της αναισθησίας στη νευροορμονική απάντηση του οργανισμού στο χειρουργείο, φαίνονται ότι είναι ουσιώδεις αφού η αύξηση της συγκέντρωσης της κορτιζόλης που παρατηρείται και στις δύο ομάδες είναι σημαντικά μικρότερη στην ομάδα της συνδυασμένης αναισθησίας συγκριτικά με αυτή της γενικής αναισθησίας. Οι τιμές των άλλων ορμονών δεν εμφανίζουν στατιστικά σημαντική διαφορά στις δύο ομάδες. Σημαντικός αποδεικνύεται και ο συνδυασμός της γενικής με την περιοχική αναισθησία, με τη χρήση τοπικών αναισθητικών, στον περιορισμό της υπεργλυκαιμικής αντίδρασης του οργανισμού στο χειρουργείου. Οι διακυμάνσεις της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης ήταν παραπλήσιες και στις δύο ομάδες χωρίς την εμφάνιση στατιστικά σημαντικής διαφοράς μεταξύ τους. Από την αξιολόγηση της κλίμακα VAS προέκυψε ότι ο μετεγχειρητικός πόνος ελέγχονταν ικανοποιητικά και στις δύο ομάδες. Παρόλα αυτά η διακύμανση των τιμών της VAS ήταν σαφώς πιο ήπια και η ένταση του πόνου μικρότερη στην ομάδα της συνδυασμένης αναισθησίας. Συμπερασματικά, είναι σαφές ότι η εφαρμογή της συνδυασμένης αναισθησίας κατά τη λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή άμβλυνε τις αιμοδυναμικές μεταβολές που απορρέουν από την εμφύσηση του πνευμοπεριτοναίου και την αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση, περιόρισε σημαντικά τη νευροορμονική-μεταβολική απάντηση κατά το χειρουργείο ελαττώνοντας τις συγκεντρώσεις της κορτιζόλης και της γλυκόζης στον ορό των ασθενών, μείωσε τις ανάγκες σε αναλγησία κατά τη διεγχειρητική περίοδο οδηγώντας σε σημαντική ελάττωση της χορηγούμενης φεντανύλης και ελάττωσε την ένταση του πόνου μετεγχειρητικά σύμφωνα με την αξιολόγηση της κλίμακας VAS.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document