Τροφοδυναμική μελέτη της κοινότητας των ψαριών και διαθεσιμότητα τροφής σε ένα ενδιαίτημα του χλωροφύκους Caulerpa prolifera στην Ανατολική Μεσόγειο
Η παρούσα μελέτη ερευνά τη δομή και την εποχιακή διακύμανση των βενθικών μακροπανιδικών κοινοτήτων που σχετίζονται με ένα πυκνό μονοειδικό λιβάδι του μακροχλωροφύκους C. prolifera σε ενα ρηχό ημίκλειστο παράκτιο θαλάσσιο οικοσύστημα της ανατολικής Μεσογείου (Κόλπος Ελούντας, Κρήτη). Τα δείγματα συλλέχθηκαν εποχιακά, (Μάιο, Σεπτέμβριο και Νοέμβριο του 2006, Φεβρουάριο και Απρίλιο του 2007) με τη χρήση ενός επιβενθικού ελκήθρου (με μέγεθος ματιού 0.5 mm). Η ανάλυση της μακροπανίδας έδειξε ότι υπάρχουν 319 τάξα με πυκνότητες που κυμαίνονται από 71-410 άτομα ανά m2. Οι ομάδες ζώων που εμφάνισαν τη μεγαλύτερη ποικιλότητα ήταν οι πολύχαιτοι, τα γαστερόποδα και τα αμφίποδα. Τα καρκινοειδή ήταν η πιο άφθονη ομάδα, με την πυκνότητά τους να ανέρχεται στο 50% της συνολικής μακροπανιδικής αφθονίας κατά τη διάρκεια της περιόδου μελέτης. Τα κυρίαρχα είδη όσον αφορά στα αμφιπόδα είναι τα είδη: Caprella acanthifera acanthifera, C. rapax και Microdeutopus stationis, το γαστερόποδο Pusillina lineolata, το ταναϊδώδες Leptochelia sp. και το δίθυρο Abra alba. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν μία σχετικά υψηλά ποικίλη αλλά και άφθονη βενθική πανίδα, η οποία υποστηρίζεται από την παρουσία του πυκνού και συνεχούς λιβαδιού της C. prolifera σε αυτή τη ρηχή προστατευμένη από τον κυματισμό περιοχή που χαρακτηρίζεται από την παρουσία υψηλών συγκεντρώσεων οργανικής ύλης.Επίσης μελετήθηκε για πρώτη φορά στην ανατολική Μεσόγειο η σύσταση, η πυκνότητα, η υγρή βιομάζα και το σωματικό μέγεθος των πληθυσμών ψαριών και κεφαλόποδων που σχετίζονται με το λιβάδι του χλωροφύκους Caulerpa prolifera στο ρηχό, ημίκλειστο και παράκτια οικοσύστημα της Ελούντας στην Κρήτη. Η δειγματοληψία των ψαριών με τη χρήση πεζότρατας ανέδειξε την παρουσία 34 ειδών ψαριών τα οποία ανήκουν σε 22 οικογένειες καθώς και 3 είδη κεφαλοπόδων. Ο αριθμός και η πυκνότητα των ειδών εμφάνισε έντονη αύξηση κατά τη διάρκεια της θερινής δειγματοληπτικής περιόδου λόγω του υψηλού αριθμού νεαρών ατόμων, ενώ η υψηλότερη υγρή βιομάζα παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου. Τα είδη Boops boops, Spicara smaris, Mullus barbatus καθώς και το αλλόχθονο είδος Siganus luridus κυριάρχησαν, αποτελώντας το μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής ιχθυοπανίδας της περιοχής μελέτης. Όοσν αφορά στα κεφαλόποδα, το είδος Sepia officinalis αποτέλεσε το κυρίαρχο συστατικό από άποψη τόσο πυκνότητας όσο και υγρής βιομάζας. Στη ίδια μελέτη πραγματοποιήθηκε η σύγκριση της δομής και της δυναμικής των ψαριών και κεφαλόποδων που σχετίζονται με την Caulerpa prolifera και με τα λιβάδια της P. oceanica στην εξωτερική λεκάνη του κόλπου της Ελούντας. Η ανάλυση της ιχθυοπανίδας στην εξωτερική λεκάνη του Κόλπου ανέδειξε την παρουσία 39 ειδών ψαριών που σχετίζονται με τα λιβάδια της P. oceanica, καθώς και τα ίδια είδη κεφαλόποδων που βρέθηκαν και στην εσωτερική λεκάνη. Τα είδη Boops boops και Spicara smaris ήταν κυρίαρχα και στις δύο λεκάνες. Η κουτσομούρα και το κεφαλόποδο Sepia officinalis, καθώς και τα ψάρια Pagellus acarne και Pagrus pagrus ήταν επίσης κυρίαρχα στην εσωτερική και εξωτερική λεκάνη του Κόλπου αντίστοιχα. Η συνολική βιομάζα των ψαριών ήταν σχεδόν η ίδια και στις δύο λεκάνες (80 και 90 kg) καθ 'όλη τη διάρκεια της μελέτης. Η χαμηλότερη πυκνότητα της υγρής βιομάζας των ψαριών που σχετίζονται με το λιβάδι της P. oceanica παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι το παράκτιο οικοσύστημα της Ελούντας που καλύπτεται από ένα πυκνό, μονοειδικό λιβάδι της C. prolifera χαρακτηρίζεται από βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες που μπορούν να θεωρηθούν σημαντικοί για διαφορετικά είδη ψαριών και κεφαλοπόδων, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στη διατήρηση και τη συντήρηση των βιολογικών πόρων της περιοχής. Η παρούσα μελέτη διερευνά επίσης, για πρώτη φορά στην ανατολική Μεσόγειο, τις διατροφικές συνήθειες της κοινότητας ψαριών που σχετίζονται με το λιβάδι της Caulerpa prolifera το ίδιο χρονικό διάστημα (Μάιος 2006, Ιούλιος 2006, Σεπτέμβριος 2006, Νοέμβριος 2006, Φεβρουάριος 2007 και Απρίλιος 2007) στο ημίκλειστο παράκτιο θαλάσσιο οικοσύστημα του όρμου της Ελούντας. Τα πρότυπα διατροφής που προέκυψαν από την ανάλυση του στομαχικού περιεχομένου των βενθοπελαγικών ψαριών στο σύνολο τους περιγράφονται με βάση τη σχετική αφθονία και τη συχνότητα εμφάνισης των ειδών λείας. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι τα ψάρια που εξετάστηκαν είχαν υψηλό ποσοστό πρόσληψης τροφής και το κάθε είδος ψαριού τρέφονταν με συγκεκριμένη ποικιλία ειδών τροφής. Πέντε διαφορετικές ομάδες ψαριών ανάλογα με τον τρόπο διατροφής τους διακρίθηκαν: τα βενθικά, τα πελαγικά, τα βενθοπελαγικά, τα φυτοφάγα και τα ιχθυοφάγα ψάρια. Στην ίδια μελέτη διερευνήθηκε και πραγματοποιήθηκε η σύγκριση των διατροφικών συνηθειών των ψαριών που ζουν στην εσωτερική λεκάνη με αυτών που βρέθηκαν στην εξωτερική λεκάνη του όρμου της Ελούντας η οποία καλύπτεται κατά ένα μεγάλο μέρος από το φανερόγαμο Posidonia oceanica. Η σύνθεση των ειδών, ως προς την αφθονία και τη συχνότητα εμφάνισης αυτών στη διατροφή των ψαριών έδειξε σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο λεκανών. Παρατηρήθηκαν επίσης και εποχικές διακυμάνσεις στη διατροφή των ψαριών. Τα πρότυπα τροφικής ποικιλίας των ειδών ψαριών που μελετήθηκαν συγκρίθηκαν επίσης με τα δείγματα της μακροπανίδας και του μακροζωοπλαγκτού που συλλέχθηκαν με τη χρήση του επιβενθικού ελκήθρου και ενός πλαγκτονικού διχτυού αντίστοιχα στην ίδια περιοχή. Η παρουσία του λιβαδιού της C. prolifera σε αυτή την ρηχή προστατευμένη από τον κυματισμό περιοχή χαρακτηριζόμενη από υψηλή παρουσία οργανικής ύλης, ευνόησε την παρουσία μιας ιδιαίτερα ποικίλης μακροπανιδικής κοινότητας που φαίνεται να αποτελεί ταυτόχρονα σημαντικό τροφικό συστατικό τόσο για τα μεγάλα όσο και για τα νεαρά είδη ψαριών που ζουν στον συγκεκριμένο βιότοπο. Η συνύπαρξη των διαφόρων ειδών ψαριών στον κόλπο της Ελούντας δείχνει ότι υπάρχει μια τροφική ευελιξία όσον αφορά στους διαθέσιμους τροφικούς πόρους. Το ευρύ φάσμα λείας, ωστόσο, αντικατοπτρίζει σε κάποιο βαθμό την ευκαιριακή συμπεριφορά των ψαριών, που αποτελεί πιθανότατα τον τρόπο επιβίωσης σε αυτό το ιδιαίτερο θαλάσσιο οικοσύστημα. Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης υποδηλώνουν την αξία προστασίας αυτού του συγκεκριμένου οικοτόπου, η οποία είναι απαραίτητη για την εφαρμογή μιας πολύπλευρης προσέγγισης όσον αφορά στη λήψη αποφάσεων αλλά και στη διαχείριση των αλιευτικών πόρων της ευρύτερης περιοχής.