scholarly journals Αλιευτική δραστηριότητα και στρατηγικές διαχείρισης της μικρής παράκτιας αλιείας στα Δωδεκάνησα

2020 ◽  
Author(s):  
Κυριακούλα Ροδίτη

Παραδοσιακά, η μικρή παράκτια αλιεία συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες των παράκτιων και νησιωτικών περιοχών της Μεσογείου. Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για την εξασφάλιση της βιώσιμης εκμετάλλευσης και βιωσιμότητάς της. Η παρούσα έρευνα περιγράφει την μικρή παράκτια αλιεία στα Δωδεκάνησα (Κάλυμνος, Κως, Λέρος, Πάτμος, Σύμη), που φιλοξενεί τον μεγαλύτερο παράκτιο στόλο στην ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον, αυτή η έρευνα στοχεύει στην αξιολόγηση της οικονομικής βιωσιμότητας του αλιευτικού στόλου της μικρής παράκτιας αλιείας, με βάση τον υπολογισμό οικονομικών δεδομένων. Μια πολυπαραγοντική ανάλυση χρησιμοποιήθηκε για τον προσδιορισμό των ενασχολήσεων, εισάγοντας τους κύριους πόρους και τα δεδομένα αλιευτικών εργαλείων, που καταγράφηκαν κατά την εκφόρτωση. Οι πιο σημαντικές ενασχολήσεις που αφορούσαν τα αλιευτικά εργαλεία και τα είδη-στόχους είναι: απλάδια δίχτυα, Boops boops, μανωμένα δίχτυα, Scorpaena porcus and Mullus surmuletus, στάσιμα παραγάδια, Pagellus erythrinus, Pagrus pagrus, Diplodus sargus, παρασυρόμενα παραγάδια, Xiphias gladius και μπραγκαρόλα, Octopus vulgaris. Η οικονομική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με στόχο την παρουσίαση μιας μεθοδολογίας για την αναγνώριση της σημασίας του αλιευτικού στόλου της μικρής παράκτιας αλιείας, βάσει οικονομικών δεδομένων και τεχνικών χαρακτηριστικών του αλιευτικού στόλου. Το νησί της Καλύμνου αξίζει ιδιαίτερη προσοχή καθώς φιλοξενεί τον μεγαλύτερο και πιο ενεργό παράκτιο αλιευτικό στόλο. Η παρούσα έρευνα αναλύει την αλιεία με παραγάδια και δίχτυα, όπου αυτή δραστηριοποιείται στο νησί της Καλύμνου. Για την αναγνώριση των ενασχολήσεων χρησιμοποιήθηκε πολυπαραγοντική ανάλυση. Οι οικονομικοί δείκτες στο νησί της Καλύμνου υπολογίστηκαν για τις ενασχολήσεις όπου ταυτοποιήθηκαν. Έξι κύριες ενασχολήσεις αναγνωρίστηκαν με τη χρήση των αλιευτικών εργαλείων: στάσιμα παραγάδια, παρασυρόμενα παραγάδια, μπραγκαρόλα και καλαμαριέρα και στόχευαν στα είδη P. pagrus, Diplodus vulgaris, P. erythrinus, Sparus aurata, X. gladius, O. vulgaris και Loligo vulgaris. Όλες οι ενασχολήσεις παρουσίασαν θετική ακαθάριστη ταμειακή ροή, ειδικά όταν στόχευαν στα είδη X. gladius, P. pagrus, D. vulgaris, P. erythrinus και S. aurata. Τέσσερεις κύριες ενασχολήσεις παρατηρήθηκαν με τη χρήση των αλιευτικών εργαλείων απλάδια και μανωμένα δίχτυα, με είδη στόχου Mullus barbatus, B. boops, M. surmuletus, S. porcus και Sepia officinalis. Οι δυο από τις τέσσερεις κύριες ενασχολήσεις, όπου στόχευαν στα είδη B. boops S. porcus και S. officinalis ήταν οικονομικά αποδοτικότερες. Τα αποτελέσματα παρείχαν ουσιαστικές πληροφορίες για την ανάπτυξη και την εφαρμογή σχεδίων διαχείρισης που αφορουν τη βιωσιμότητα της μικρής παράκτιας αλιείας.

2018 ◽  
Author(s):  
Μαρία Μαϊδανού

Η παρούσα μελέτη ερευνά τη δομή και την εποχιακή διακύμανση των βενθικών μακροπανιδικών κοινοτήτων που σχετίζονται με ένα πυκνό μονοειδικό λιβάδι του μακροχλωροφύκους C. prolifera σε ενα ρηχό ημίκλειστο παράκτιο θαλάσσιο οικοσύστημα της ανατολικής Μεσογείου (Κόλπος Ελούντας, Κρήτη). Τα δείγματα συλλέχθηκαν εποχιακά, (Μάιο, Σεπτέμβριο και Νοέμβριο του 2006, Φεβρουάριο και Απρίλιο του 2007) με τη χρήση ενός επιβενθικού ελκήθρου (με μέγεθος ματιού 0.5 mm). Η ανάλυση της μακροπανίδας έδειξε ότι υπάρχουν 319 τάξα με πυκνότητες που κυμαίνονται από 71-410 άτομα ανά m2. Οι ομάδες ζώων που εμφάνισαν τη μεγαλύτερη ποικιλότητα ήταν οι πολύχαιτοι, τα γαστερόποδα και τα αμφίποδα. Τα καρκινοειδή ήταν η πιο άφθονη ομάδα, με την πυκνότητά τους να ανέρχεται στο 50% της συνολικής μακροπανιδικής αφθονίας κατά τη διάρκεια της περιόδου μελέτης. Τα κυρίαρχα είδη όσον αφορά στα αμφιπόδα είναι τα είδη: Caprella acanthifera acanthifera, C. rapax και Microdeutopus stationis, το γαστερόποδο Pusillina lineolata, το ταναϊδώδες Leptochelia sp. και το δίθυρο Abra alba. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν μία σχετικά υψηλά ποικίλη αλλά και άφθονη βενθική πανίδα, η οποία υποστηρίζεται από την παρουσία του πυκνού και συνεχούς λιβαδιού της C. prolifera σε αυτή τη ρηχή προστατευμένη από τον κυματισμό περιοχή που χαρακτηρίζεται από την παρουσία υψηλών συγκεντρώσεων οργανικής ύλης.Επίσης μελετήθηκε για πρώτη φορά στην ανατολική Μεσόγειο η σύσταση, η πυκνότητα, η υγρή βιομάζα και το σωματικό μέγεθος των πληθυσμών ψαριών και κεφαλόποδων που σχετίζονται με το λιβάδι του χλωροφύκους Caulerpa prolifera στο ρηχό, ημίκλειστο και παράκτια οικοσύστημα της Ελούντας στην Κρήτη. Η δειγματοληψία των ψαριών με τη χρήση πεζότρατας ανέδειξε την παρουσία 34 ειδών ψαριών τα οποία ανήκουν σε 22 οικογένειες καθώς και 3 είδη κεφαλοπόδων. Ο αριθμός και η πυκνότητα των ειδών εμφάνισε έντονη αύξηση κατά τη διάρκεια της θερινής δειγματοληπτικής περιόδου λόγω του υψηλού αριθμού νεαρών ατόμων, ενώ η υψηλότερη υγρή βιομάζα παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου. Τα είδη Boops boops, Spicara smaris, Mullus barbatus καθώς και το αλλόχθονο είδος Siganus luridus κυριάρχησαν, αποτελώντας το μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής ιχθυοπανίδας της περιοχής μελέτης. Όοσν αφορά στα κεφαλόποδα, το είδος Sepia officinalis αποτέλεσε το κυρίαρχο συστατικό από άποψη τόσο πυκνότητας όσο και υγρής βιομάζας. Στη ίδια μελέτη πραγματοποιήθηκε η σύγκριση της δομής και της δυναμικής των ψαριών και κεφαλόποδων που σχετίζονται με την Caulerpa prolifera και με τα λιβάδια της P. oceanica στην εξωτερική λεκάνη του κόλπου της Ελούντας. Η ανάλυση της ιχθυοπανίδας στην εξωτερική λεκάνη του Κόλπου ανέδειξε την παρουσία 39 ειδών ψαριών που σχετίζονται με τα λιβάδια της P. oceanica, καθώς και τα ίδια είδη κεφαλόποδων που βρέθηκαν και στην εσωτερική λεκάνη. Τα είδη Boops boops και Spicara smaris ήταν κυρίαρχα και στις δύο λεκάνες. Η κουτσομούρα και το κεφαλόποδο Sepia officinalis, καθώς και τα ψάρια Pagellus acarne και Pagrus pagrus ήταν επίσης κυρίαρχα στην εσωτερική και εξωτερική λεκάνη του Κόλπου αντίστοιχα. Η συνολική βιομάζα των ψαριών ήταν σχεδόν η ίδια και στις δύο λεκάνες (80 και 90 kg) καθ 'όλη τη διάρκεια της μελέτης. Η χαμηλότερη πυκνότητα της υγρής βιομάζας των ψαριών που σχετίζονται με το λιβάδι της P. oceanica παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι το παράκτιο οικοσύστημα της Ελούντας που καλύπτεται από ένα πυκνό, μονοειδικό λιβάδι της C. prolifera χαρακτηρίζεται από βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες που μπορούν να θεωρηθούν σημαντικοί για διαφορετικά είδη ψαριών και κεφαλοπόδων, συμβάλλοντας έτσι καθοριστικά στη διατήρηση και τη συντήρηση των βιολογικών πόρων της περιοχής. Η παρούσα μελέτη διερευνά επίσης, για πρώτη φορά στην ανατολική Μεσόγειο, τις διατροφικές συνήθειες της κοινότητας ψαριών που σχετίζονται με το λιβάδι της Caulerpa prolifera το ίδιο χρονικό διάστημα (Μάιος 2006, Ιούλιος 2006, Σεπτέμβριος 2006, Νοέμβριος 2006, Φεβρουάριος 2007 και Απρίλιος 2007) στο ημίκλειστο παράκτιο θαλάσσιο οικοσύστημα του όρμου της Ελούντας. Τα πρότυπα διατροφής που προέκυψαν από την ανάλυση του στομαχικού περιεχομένου των βενθοπελαγικών ψαριών στο σύνολο τους περιγράφονται με βάση τη σχετική αφθονία και τη συχνότητα εμφάνισης των ειδών λείας. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι τα ψάρια που εξετάστηκαν είχαν υψηλό ποσοστό πρόσληψης τροφής και το κάθε είδος ψαριού τρέφονταν με συγκεκριμένη ποικιλία ειδών τροφής. Πέντε διαφορετικές ομάδες ψαριών ανάλογα με τον τρόπο διατροφής τους διακρίθηκαν: τα βενθικά, τα πελαγικά, τα βενθοπελαγικά, τα φυτοφάγα και τα ιχθυοφάγα ψάρια. Στην ίδια μελέτη διερευνήθηκε και πραγματοποιήθηκε η σύγκριση των διατροφικών συνηθειών των ψαριών που ζουν στην εσωτερική λεκάνη με αυτών που βρέθηκαν στην εξωτερική λεκάνη του όρμου της Ελούντας η οποία καλύπτεται κατά ένα μεγάλο μέρος από το φανερόγαμο Posidonia oceanica. Η σύνθεση των ειδών, ως προς την αφθονία και τη συχνότητα εμφάνισης αυτών στη διατροφή των ψαριών έδειξε σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο λεκανών. Παρατηρήθηκαν επίσης και εποχικές διακυμάνσεις στη διατροφή των ψαριών. Τα πρότυπα τροφικής ποικιλίας των ειδών ψαριών που μελετήθηκαν συγκρίθηκαν επίσης με τα δείγματα της μακροπανίδας και του μακροζωοπλαγκτού που συλλέχθηκαν με τη χρήση του επιβενθικού ελκήθρου και ενός πλαγκτονικού διχτυού αντίστοιχα στην ίδια περιοχή. Η παρουσία του λιβαδιού της C. prolifera σε αυτή την ρηχή προστατευμένη από τον κυματισμό περιοχή χαρακτηριζόμενη από υψηλή παρουσία οργανικής ύλης, ευνόησε την παρουσία μιας ιδιαίτερα ποικίλης μακροπανιδικής κοινότητας που φαίνεται να αποτελεί ταυτόχρονα σημαντικό τροφικό συστατικό τόσο για τα μεγάλα όσο και για τα νεαρά είδη ψαριών που ζουν στον συγκεκριμένο βιότοπο. Η συνύπαρξη των διαφόρων ειδών ψαριών στον κόλπο της Ελούντας δείχνει ότι υπάρχει μια τροφική ευελιξία όσον αφορά στους διαθέσιμους τροφικούς πόρους. Το ευρύ φάσμα λείας, ωστόσο, αντικατοπτρίζει σε κάποιο βαθμό την ευκαιριακή συμπεριφορά των ψαριών, που αποτελεί πιθανότατα τον τρόπο επιβίωσης σε αυτό το ιδιαίτερο θαλάσσιο οικοσύστημα. Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης υποδηλώνουν την αξία προστασίας αυτού του συγκεκριμένου οικοτόπου, η οποία είναι απαραίτητη για την εφαρμογή μιας πολύπλευρης προσέγγισης όσον αφορά στη λήψη αποφάσεων αλλά και στη διαχείριση των αλιευτικών πόρων της ευρύτερης περιοχής.


1975 ◽  
Vol 62 (3) ◽  
pp. 579-588 ◽  
Author(s):  
M. J. Wells ◽  
J. Wells

1. Optic glands transplanted from one Octopus vulgaris into another cause enlargement of the gonads and ducts of the recipient. 2. Enlargement occurs whether or not the gland was secreting when implanted and regardless of the sex of the donor or recipient. 3. Glands derived from Eledone moschata or Octopus macropus implanted into O. vulgaris are as effective as glands derived from O. vulgaris. 4. Implants derived from Sepia officinalis or Loligo vulgaris appear to be ineffective.


2005 ◽  
Vol 386 (2) ◽  
pp. 331-340 ◽  
Author(s):  
Salvatore D'ANIELLO ◽  
Patrizia SPINELLI ◽  
Gabriele FERRANDINO ◽  
Kevin PETERSON ◽  
Mara TSESARSKIA ◽  
...  

In the present study, we report the finding of high concentrations of D-Asp (D-aspartate) in the retina of the cephalopods Sepia officinalis, Loligo vulgaris and Octopus vulgaris. D-Asp increases in concentration in the retina and optic lobes as the animal develops. In neonatal S. officinalis, the concentration of D-Asp in the retina is 1.8±0.2 μmol/g of tissue, and in the optic lobes it is 5.5±0.4 μmol/g of tissue. In adult animals, D-Asp is found at a concentration of 3.5±0.4 μmol/g in retina and 16.2±1.5 μmol/g in optic lobes (1.9-fold increased in the retina, and 2.9-fold increased in the optic lobes). In the retina and optic lobes of S. officinalis, the concentration of D-Asp, L-Asp (L-aspartate) and L-Glu (L-glutamate) is significantly influenced by the light/dark environment. In adult animals left in the dark, these three amino acids fall significantly in concentration in both retina (approx. 25% less) and optic lobes (approx. 20% less) compared with the control animals (animals left in a diurnal/nocturnal physiological cycle). The reduction in concentration is in all cases statistically significant (P=0.01–0.05). Experiments conducted in S. officinalis by using D-[2,3-3H]Asp have shown that D-Asp is synthesized in the optic lobes and is then transported actively into the retina. D-aspartate racemase, an enzyme which converts L-Asp into D-Asp, is also present in these tissues, and it is significantly decreased in concentration in animals left for 5 days in the dark compared with control animals. Our hypothesis is that the dicarboxylic amino acids, D-Asp, L-Asp and L-Glu, play important roles in vision.


Development ◽  
1978 ◽  
Vol 46 (1) ◽  
pp. 111-118
Author(s):  
Samir K. Brahma

The ontogeny of the lens crystallin antigens throughout development of three marine cephalopod embryos, Loligo vulgaris, Sepia officinalis and Octopus vulgaris has been investigated using the indirect immuno-cytochemical staining against respective homologous anti-total lens protein antiserum. The cellular mechanism of lens development appears to be the same in all species investigated and so does the ontogeny of the lens crystallins. The first positive immunofluorescence reaction appears simultaneously and in equal intensities over the lens and lentigenic area confirming the relationship between the two.


2002 ◽  
Author(s):  
Πασχαλίτσα Τρυφινοπούλου

Η εντατική αλίευση και η ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της παραγωγής των ιχθύων. Ως επακόλουθο ζήτημα της εμπορίας τους, τίθεται η διασφάλιση της ποιότητας των προϊόντων αυτών. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, χρειάζεται να βελτιώσουμε τόσο την εφαρμογή των κανόνων υγιεινής, των μεθόδων συντήρησης και διανομής όσο και τη γνώση μας για την ποιότητα των ιχθύων. Είναι γνωστό ότι οι ιχθύες είναι ευαλλοίωτα προϊόντα και η αλλοίωσή τους οφείλεται κατά κύριο λόγο στη δράση της μικροβιακής χλωρίδας που φέρουν. Σε μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί έχουν διαπιστωθεί διαφορές στη σύνθεση της μικροβιακής χλωρίδας των ιχθύων της εύκρατης ζώνης, τόσο για τους ιχθύες που συντηρούνται σε αερόβιες όσο και σε τροποποιημένες ατμόσφαιρες συσκευασίας. Εκτεταμένη μελέτη της σύνθεσης της μικροβιακής χλωρίδας των ιχθύων μεσογειακής προέλευσης, δεν έχει αναφερθεί έως τώρα στη βιβλιογραφία (Κεφάλαιο 1).Για την επίτευξη του σκοπού αυτού μελετήθηκε η σύνθεση και μεταβολή της μικροβιακής χλωρίδας σε τρία διαφορετικά είδη ιχθύων Sparus aurata, Boops boops και Oreochromis niloticus, με οικονομική σημασία για την Ελληνική οικονομία (Κεφάλαιο 2). Η επίδραση των συνθηκών συντήρησης είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της σύνθεσης της μικροβιακής χλωρίδας. Ειδικότερα παρατηρήθηκε μεγαλύτερη διάρκεια ζωής για τους ιχθύες που συντηρήθηκαν σε τροποποιημένη ατμόσφαιρα συσκευασίας. Η κυρίαρχη μικροχλωρίδα των ιχθύων αυτών αποτελούνταν κυρίως από τους θετικούς κατά Gram μικροοργανισμούς (Br. thermosphacta, γαλακτικά βακτήρια) ενώ μικρότερη ήταν η συμμετοχή της Sh. putrefaciens. Σε αντίθεση με την αερόβια συντήρηση των ιχθύων όπου οι αρνητικοί κατά Gram μικροοργανισμοί Pseudomonas spp. και Sh. putrefaciens ήταν οι κυρίαρχοι μικροοργανισμοί. Ανεξάρτητα από την αέρια σύνθεση της συσκευασίας σε θερμοκρασία συντήρησης 20 °C, οι Pseudomonas spp., Sh. putrefaciens και τα Enterobacteriaceae, ήταν οι κυρίαρχοι μικροοργανισμοί.Διαφορές παρατηρήθηκαν τόσο στις ομάδες των μικροοργανισμών (οικογένειες, γένη) όσο και στα ιδιαίτερα είδη που σχετίσθηκαν με την αλλοίωση των ιχθύων (Κεφάλαιο 3). Τα Ps lundensis και Ps. fluorescens ήταν τα είδη που απαντήθηκαν περισσότερο μεταξύ του πληθυσμού των Pseudomonas. Τα δύο αυτά είδη συσχετίσθηκαν τόσο με τη σύνθεση της αρχικής όσο και της τελικής μικροβιακής χλωρίδας των ιχθύων που συντηρήθηκαν αερόβια σε θερμοκρασία 0 και 10 °C. Μεταξύ των μικροοργανισμών της Sh. putrefaciens, αναγνωρίσθηκαν τρεις υποομάδες που όμως δεν συσχετίσθηκαν περαιτέρω με τις συνθήκες συντήρησης. Οι υποομάδες αυτές είναι δυνατό να διαχωριστούν με τη μέθοδο της ηλεκτροφόρεσης αλλά και βάση των φαινοτυπικών τους χαρακτηριστικών.Τα Proteus vulgaris/mirabilis, Morgane lia morganii, Providencia spp., Serratia marcescens και Enterobacter spp., ήταν τα είδη των Enterobacteriaceae, ανεξάρτητα από τις συνθήκες συντήρησης. Οι μικροοργανισμοί που χαρακτηρίσθηκαν ως Brochothrix thermosphacta συνέθεσαν μία ομογενή ομάδα που είχε τα τυπικά χαρακτηριστικά του στελέχους αναφοράς. To Carnobacterium piscicola και ο Lactobacillus plantarum, ήταν τα κυριότερα είδη των γαλακτικών βακτηρίων, ενώ οι ζύμες σε όλες τις συνθήκες συντήρησης που εξετάσθηκαν, αποτελούσαν μικρό μέρος της σύνθεσης της μικροβιακής χλωρίδας.Τέλος μελετήθηκε η συμπεριφορά των Pseudomonas spp., Sh. putrefaciens, και Br. thermosphacta σε μόνο και συνδυασμένες καλλιέργειες, σε πρότυπα τρόφιμα (Κεφάλαιο 4). Ο ρυθμός ανάπτυξης και τα μεταβολικά προϊόντα ήταν τα επιμέρους θέματα της μελέτης. Η ανάπτυξη των Pseudomonas spp., συσχετίσθηκε με την μείωση της συγκέντρωσης της γλυκόζης, και του γαλακτικού οξέος, την ανάπτυξη των α-αμινομάδων και την ανάπτυξη της τιμής του pH. Στα δείγματα που ενοφθαλμίστηκαν με τα στελέχη της Sh. putrefaciens, η παραγωγή του μυρμηγκικού οξέος και ενός άγνωστου οργανικού οξέος, ήταν οι σημαντικότερες παρατηρήσεις. Αντίστοιχα, στα δείγματα που ενοφθαλμίστηκαν με τον Br. thermosphacta, η τιμή του pH και η συγκέντρωση του γαλακτικού οξέος μεταβλήθηκαν λιγότερο από ότι στα άλλα δείγματα. Η ισταμίνη και η πουτρεσκίνη θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες ποιότητας των ιχθύων, ενώ η τριμεθυλαμίνη όχι αφού δεν ανιχνεύθηκε σε κανένα από τα εξεταζόμενα δείγματα.


1981 ◽  
Vol 92 (1) ◽  
pp. 23-35
Author(s):  
R. SCHIPP ◽  
F. HEVERT

It is shown that ultrafiltration could be the first step in urine formation in Sepia officinalis and Octopus vulgaris. The organization of the podocytes indicates that ultrafiltration can occur through these cells. They have a thick basal lamina in contact with the peripheral blood lacunae, and the cell apices lie in infoldings of the lumen of the appendage. Comparison between the colloid-osmotic and the hydrostatic pressures of the fluids in the branchial heart and the pericardial coelom shows that an ultrafiltration can take place during the branchial heart systole as well as during a long phase of the diastole. Comparison of the osmolalities of blood, coelomic fluid, renal-sac fluid, and sea water shows that these species are hypoosmotic regulators.


Author(s):  
F. Caridi ◽  
G. Belmusto

Background and Objectives: In this article a comprehensive study was carried out for the determination of natural radioactivity in Mediterranean sea fishes and the evaluation of radiological health risks due to their ingestion. All analyzed samples came from the Calabria region, southern Italy, and, in particular, from the district of Reggio Calabria. Method: A total of seventy representative samples, five for each investigated species (Sardina Pilchardus, Mugil Cephalus, Scomber Scombrus, Sparus Aurata, Dicentrarchus Labrax, Tonnus Thynnus, Thunnus Alalunga, Xiphaias Gladius, Pagellus Erythrinnus, Engraulis Encrasicholus, Belone Belone, Solea Solea, Merluccius Merluccius, Mullus Surmuletus) were analyzed through HPGe gamma spectrometry. The evaluation of dose levels and lifetime cancer risks for adult members of the population due to the fishes ingestion was also performed. Results: The specific activity of 40K was investigated and its mean value was found to be: (157 ± 17) for Sardina Pilchardus, (138 ± 14) for Mugil Cephalus, (118 ± 13) for Scomber Scombrus, (128 ± 14) for Sparus Aurata, (146 ± 17) for Dicentrarchus Labrax, (93 ± 11) for Tonnus Thynnus, (137 ± 15) for Thunnus Alalunga, (98 ± 10) for Xiphaias Gladius, (105 ± 12) for Pagellus Erythrinnus, (132 ± 14) for Engraulis Encrasicholus, (113 ± 12) for Belone Belone, (34 ± 5) for Solea Solea, (76 ± 9) for Merluccius Merluccius and (96 ± 11) for Mullus Surmuletus, respectively. Conclusions: The committed effective dose and the lifetime cancer risks for adult members of the population due to the consumption of the investigated samples are lower than the average world value, the maximum acceptable level and the allowed range, respectively. It can then be concluded that the Mediterranean sea fishes consumed in the study area pose no significant health risks to the population from a radiological point of view.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document