H σοβαρή σήψη και η σηπτικής αιτιολογίας οξεία πνευμονική βλάβη (Αcute Lung Injury/ARDS) σχετίζονται με σοβαρή ενδοθηλιακή βλάβη, η οποία οδηγεί σε διαταραχή της μικροκυκλοφορίας και εν τέλει σε οργανική δυσλειτουργία. Η ανθρώπινη ενεργοποιημένη πρωτεΐνη C (rhAPC), η οποία χαρακτηρίζεται από ενδοθηλιοπροστατευτική δράση χορηγούταν μέχρι προσφάτως, σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες του Surviving Sepsis Guidelines ως θεραπεία διάσωσης σε ασθενείς με σοβαρή σήψη. Στη σήψη, η πρώιμη διάγνωση της ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας, που αποτελεί δείκτη οργανικής δυσλειτουργίας, θα μπορούσε να συντελέσει στην έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση. Αν και πολυάριθμες κλινικές και βιοχημικές παράμετροι έχουν ελεγχθεί ως πιθανοί βιοδείκτες στη σήψη, κανείς δεν έχει αποδειχθεί αξιόπιστος και κλινικά εύχρηστος. H δραστικότητα του συνδεδεμένου με το πνευμονικό ενδοθήλιο (Pulmonary Capillary Endothelium Bound - PCEB) αγγειομετατρεπτικού ενζύμου (Angiotensin Converting Enzyme - ACE) έχει δειχθεί ότι συνιστά έναν άμεσο και ευαίσθητο δείκτη της πνευμονικής ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας, σε οξείες και χρόνιες παθήσεις του πνεύμονα.Στην παρούσα μελέτη εκτιμήθηκε η δραστικότητα του PCEB-ACE σε δεκαεννέα (19) ασθενείς με σηπτικής αιτιολογίας οξεία πνευμονική βλάβη. Με την εφαρμογή της μεθόδου αραίωσης του δείκτη, εκτιμήθηκε ο ποσοστιαίος μεταβολισμός (%Μ) και η υδρόλυση (v) του συνθετικού, βιολογικά μη δραστικού και απολύτως ειδικού υποστρώματος του ACE, 3H-benzoyl-Phe-Ala-Pro (BPAP) στη διάρκεια μιας μόνο διέλευσης από την πνευμονική κυκλοφορία, υπό συνθήκες πρώτης τάξης αντίδρασης, ενώ υπολογίστηκε και ο δείκτης της λειτουργικής τριχοειδικής επιφάνειας (FCSA), πριν και κατά τη διάρκεια της χορήγησης rhAPC. Διαπιστώθηκε σημαντικά μειωμένη δραστικότητα του PCEB=ACE, στους ασθενείς με σηπτικής αιτιολογίας ARDS, ενώ δε φάνηκε αυτή να επηρεάζεται από τη χορήγηση της rhAPC. Επιπλέον, σοβαρότερη διαταραχή στη δραστικότητα του ενζύμου φάνηκε να σχετίζεται με κακή έκβαση (θάνατος στις 28 ημέρες). Οι δείκτες δραστικότητας του ACE ήταν στατιστικά σημαντικά μειωμένοι στους μη επιζήσαντες σε σύγκριση με τους επιζήσαντες (ο %M του BPAP διακυμάνθηκε από 32.7±3.4% στην αρχική μέτρηση έως 25.6±2.9% στο τέλος της μελέτης στους επιζήσαντες, ενώ στους μη επιζήσαντες από 20.8±2.8% έως 15.5±5%, αντίστοιχα (p=0.044), ενώ η υδρόλυση (v) διακυμάνθηκε από 0.41±0.06 στην αρχική μέτρηση έως 0.30±0.04 στο τέλος της μελέτης στους επιζήσαντες, ενώ στους μη επιζήσαντες από 0.24±0.04 σε 0.18±0.06, αντίστοιχα (p=0.049). Συμπερασματικά οι δείκτες της δραστικότητας του PCEB-ACE θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν για την πρώιμη ανίχνευση της ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας στη σήψη με σκοπό την έγκαιρη θεραπευτική παρέμβαση.