scholarly journals Spatial urban and peri - urban biodiversity patterns

2018 ◽  
Author(s):  
Όλγα Τζωρτζακάκη

Η αστικοποίηση αποτελεί μία από τις κυριότερες αιτίες αλλαγής χρήσεων γης, κατακερματισμού των ενδιαιτημάτων και απώλειας βιοποικιλότητας. Παρ’ όλα αυτά, οι αστικές περιοχές δεν πρέπει να θεωρούνται «οικολογικές έρημοι». Αντιθέτως, μπορούν να υποστηρίξουν πλούσιες βιοκοινότητες, υπό την προϋπόθεση ότι διατηρούνται ψηφίδες κατάλληλων ενδιαιτημάτων. Προκειμένου να σχεδιάσουμε κατάλληλες πρακτικές διαχείρισης με στόχο τη μείωση της απώλειας της βιοποικιλότητας στις αστικές περιοχές, απαιτείται πρώτα να προσδιορίσουμε τους κύριους παράγοντες που διαμορφώνουν τις βιοκοινότητες.Στην παρούσα διατριβή μελετήθηκε η απόκριση της βιοποικιλότητας στην αστικοποίηση στην Πάτρα, σε μία μεσαίου μεγέθους πυκνοδομημένη Μεσογειακή πόλη. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις αποκρίσεις ειδών που ανήκουν σε διαφορετικές ταξινομικές ομάδες και συνεπώς, διαφέρουν ως προς τον τρόπο που χρησιμοποιούν το περιβάλλον τους, μελετήθηκαν οι ομάδες των πουλιών, των πεταλούδων και των νυχτερίδων, καθώς θεωρούνται καλοί δείκτες των περιβαλλοντικών αλλαγών. Μελετήθηκαν τα πρότυπα ποικιλότητας και η δομή της βιοκοινότητας, με σκοπό να προσδιοριστεί πώς αυτά επηρεάζονται από τη σύνθεση του τοπίου (κάλυψη γης) και από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του ενδιαιτήματος.Το αστικό τοπίο περιγράφηκε με μία διαβάθμιση της αστικοποίησης: η περιοχή μελέτης στρωματοποιήθηκε σε τρεις ζώνες μειούμενης αστικοποίησης και συγκεκριμένα, στην αστική (δόμηση > 50%), την ημιαστική (30-50% δόμηση) και την περιαστική ζώνη (δόμηση < 30%). Η εκτίμηση της δομημένης επιφάνειας βασίστηκε στη χρήση των δεδομένων του Urban Atlas.Οι θέσεις καταγραφής επιλέχθηκαν με τυχαίο τρόπο και ήταν ισότιμα κατανεμημένες κατά μήκος της διαβάθμισης της αστικοποίησης. Οι καταγραφές των πουλιών πραγματοποιήθηκαν την άνοιξη και το χειμώνα, σε 90 θέσεις, με σημειακές καταγραφές διάρκειας 10 λεπτών. Οι καταγραφές των πεταλούδων πραγματοποιήθηκαν την άνοιξη σε 45 θέσεις, με τη μέθοδο των γραμμικών διαδρομών μήκους 300m. Ομοίως, για τις νυχτερίδες χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος των γραμμικών διαδρομών μήκους 300m στις ίδιες θέσεις όπως και για τις πεταλούδες, και οι καταγραφές έγιναν μετά την αναπαραγωγική τους περίοδο για δύο συναπτά έτη.Η σύνθεση του τοπίου (κάλυψη γης) υπολογίστηκε εντός μίας ζώνης επιρροής γύρω από κάθε θέση καταγραφής, χρησιμοποιώντας ως υπόβαθρο το Google Earth. Οι κύριοι τύποι κάλυψης γης στην περιοχή μελέτης ήταν τα κτήρια, οι αδιαπέρατες επιφάνειες (καλυμμένεςαπό τσιμέντο), η ξυλώδης βλάστηση, οι ανοιχτές εκτάσεις που καλύπτονται από γρασίδια και πόες και τα υδάτινα σώματα. Επιπλέον, για τις πεταλούδες καταγράφηκαν και χαρακτηριστικά του ενδιαιτήματος που είναι γνωστό ότι τις επηρεάζουν, όπως ο αριθμός των φυτικών ειδών, η αφθονία των ανθέων και των φυτών-ξενιστών, καθώς και το ύψος της βλάστησης. Αντιστοίχως, για τις νυχτερίδες καταγράφηκαν η θερμοκρασία, η σχετική υγρασία, ο αριθμός των στύλων φωτισμού και η απόσταση από το κοντινότερο υδάτινο σώμα, καθώς αυτές οι παράμετροι μπορεί να επηρεάζουν τη δραστηριότητα των νυχτερίδων.Η σύγκριση της ποικιλότητας μεταξύ των ζωνών αστικοποίησης πραγματοποιήθηκε με μη παραμετρικούς ελέγχους. Η επίδραση της κάλυψης γης και των χαρακτηριστικών του ενδιαιτήματος στην ποικιλότητα των πουλιών και των πεταλούδων εξετάστηκε με Γενικευμένα Γραμμικά Μοντέλα (GLMs), ενώ στην ποικιλότητα των νυχτερίδων με Γενικευμένα Γραμμικά Μικτά Μοντέλα (GLMMs). Η σχέση μεταξύ της δομής της βιοκοινότητας και της κάλυψης γης και των χαρακτηριστικών του ενδιαιτήματος διερευνήθηκε με Διακρίνουσα Ανάλυση Πλεονασμού (RDA).Η αστικοποίηση είχε αρνητική επίδραση στα πουλιά, τις πεταλούδες και τις νυχτερίδες κατά αύξουσα σειρά. Η ποικιλότητα των πουλιών αυξήθηκε κατά μήκος της διαβάθμισης της αστικοποίησης και ήταν μέγιστη στην περιαστική ζώνη. Η ποικιλότητα ήταν σημαντικά υψηλότερη το χειμώνα σε σχέση με την άνοιξη. Οι ανοιχτές πράσινες εκτάσεις βρέθηκαν ότι είναι πολύ σημαντικές για τα πουλιά και ιδιαίτερα για τα φωλεάζοντα είδη, πιθανώς λόγω του μεγάλου αριθμού ειδών των αγροτικών πουλιών που καταγράφηκαν στην περιοχή μελέτης κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Επίσης, η κάλυψη από ξυλώδη βλάστηση είχε θετική επίδραση στη βιοκοινότητα το χειμώνα, πιθανότατα επειδή αποτελείται κυρίως από δασικά είδη. Οι αδιαπέρατες επιφάνειες ήταν επίσης σημαντικές για τα διαχειμάζοντα πουλιά, ενδεχομένως επειδή το χειμώνα τα πουλιά σχηματίζουν μεγαλύτερες και πιο κινητικές ομάδες προς αναζήτηση τροφής.Η ποικιλότητα των πεταλούδων ήταν γενικώς χαμηλή στην αστική και την ημιαστική ζώνη, ενώ παρουσίασε σημαντική αύξηση στην περιαστική ζώνη. Η σύνθεση του τοπίου είχε ισχυρή επίδραση στην ποικιλότητα, ενώ η επίδραση των χαρακτηριστικών του ενδιαιτήματος ήταν αμελητέα. Συγκεκριμένα, η ποικιλότητα και η δομή της βιοκοινότητας είχε αρνητική σχέση με τις δομημένες επιφάνειες, αλλά θετική με την κάλυψη από ξυλώδη βλάστηση. Ωστόσο, η αύξηση της κάλυψης από ξυλώδη βλάστηση δεν συνεπάγεται και ταυτόχρονη αύξηση στην ποικιλότητα των πεταλούδων. Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν ότι πιθανώς υπάρχουν άλλοι περιοριστικοί παράγοντες για τις πεταλούδες, που ενδεχομένωςσχετίζονται με το μέγεθος και την απομόνωση των πράσινων ψηφίδων στην αστική και την ημιαστική ζώνη, ή ότι τα υπάρχοντα ενδιαιτήματα δεν είναι κατάλληλα γι’ αυτές.Η αστικοποίηση βρέθηκε ότι επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις νυχτερίδες, καθώς η ποικιλότητα στην περιοχή μελέτης ήταν γενικώς χαμηλή. Το ανθρωπόφιλο είδος Pipistrellus kuhlii κυριαρχούσε στη βιοκοινότητα, καθώς αποτέλεσε το 70% της συνολικής δραστηριότητας. Βρέθηκε μία θετική σχέση μεταξύ της δομημένης επιφάνειας και της δραστηριότητας των νυχτερίδων, προφανώς επειδή το είδος P. kuhlii τρέφεται γύρω από στύλους φωτισμού σε αστικές περιοχές. Άλλα είδη ήταν γενικώς σπάνια και καταγράφηκαν κυρίως κοντά σε σώματα νερού, γεγονός που υποδεικνύει τη σημασία των τελευταίων ως περιοχές τροφοληψίας για τις νυχτερίδες. Επιπλέον, η δραστηριότητα των νυχτερίδων ήταν σημαντικά υψηλότερη κατά το δεύτερο έτος της μελέτης. Ωστόσο, επειδή τα πρότυπα δραστηριότητας μπορεί να επηρεάζονται από χωρικές και χρονικές διακυμάνσεις διαφόρων περιβαλλοντικών παραμέτρων και της αφθονίας των εντόμων, περαιτέρω έρευνα αναμένεται να αυξήσει τη γνώση μας για την παρουσία των υπόλοιπων ειδών στην περιοχή και τους παράγοντες που τα επηράζουν.Τα αποτελέσματα της διατριβής αυτής επισημαίνουν τις αρνητικές επιπτώσεις των πυκνά δομημένων περιοχών στη βιοποικιλότητα, καθώς και την ανάγκη για αποτελεσματική διαχείριση των υπαρχόντων αστικών χώρων πρασίνου. Είναι επείγον να παραχθεί ένα ξεκάθαρο και επικαιροποιημένο σχέδιο πόλης, το οποίο θα δύναται να ελέγξει αποτελεσματικά και να παρεμποδίσει την άναρχη επέκταση των δομημένων εκτάσεων. Τα μέτρα διαχείρισης θα πρέπει πρωτίστως να στοχεύουν στην αύξηση του μεγέθους των πράσινων ψηφίδων, της συνδεσιμότητάς τους και της καταλληλότητας των ενδιαιτημάτων, καθώς και στην αποκατάσταση των υδάτινων σωμάτων και τη διατήρηση των φυσικών χαρακτηριστικών τους.

2020 ◽  
Vol 12 (6) ◽  
pp. 2565 ◽  
Author(s):  
Moritz von der Lippe ◽  
Sascha Buchholz ◽  
Anne Hiller ◽  
Birgit Seitz ◽  
Ingo Kowarik

Urban biodiversity conservation requires an understanding of how urbanization modulates biodiversity patterns and the associated ecosystem services. While important advances have been made in the conceptual development of urban biodiversity research over the last decades, challenges remain in understanding the interactions between different groups of taxa and the spatiotemporal complexity of urbanization processes. The CityScapeLab Berlin is a novel experimental research platform that allows the testing of theories on how urbanization affects biodiversity patterns and biotic interactions in general and the responses of species of conservation interest in particular. We chose dry grassland patches as the backbone of the research platform because dry grasslands are common in many urban regions, extend over a wide urbanization gradient, and usually harbor diverse and self-assembled communities. Focusing on a standardized type of model ecosystem allowed the urbanization effects on biodiversity to be unraveled from effects that would otherwise be masked by habitat- and land-use effects. The CityScapeLab combines different types of spatiotemporal data on (i) various groups of taxa from different trophic levels, (ii) environmental parameters on different spatial scales, and (iii) on land-use history. This allows for the unraveling of the effects of current and historical urban conditions on urban biodiversity patterns and the related ecological functions.


2011 ◽  
Vol 1223 (1) ◽  
pp. 69-81 ◽  
Author(s):  
Stanley H. Faeth ◽  
Christofer Bang ◽  
Susanna Saari

Author(s):  
Mauricio Vega-Araya

La Tierra y su biosfera están cambiando constantemente, por lo tanto, es fundamental detectar los cambios con el fin de entender su impacto en los ecosistemas terrestres. Los esquemas de monitoreo de ecosistemas han evolucionado rápidamente en las ultimas décadas. En el caso del monitoreo forestal, los métodos y herramientas que facilitan la utilización de imágenes satelitales permiten realizar este monitoreo con el cual se puede detectar donde y cuando un bosque es eliminado o afectado debido a un evento de deforestación o bien de fuego, lo anterior casi en tiempo real. Estas nuevas herramientas están disponibles para su implementación, sin embargo, ningún paı́s de la región centroamericana y el Caribe ha implementado un sistema como herramienta de decisión dentro de una estructura de gobierno central o federal debido a la ausencia de programas de transferencia de tecnologı́a o programas de capacitación de talento local. Los sensores remotos proporcionan mediciones consistentes y repetibles que permiten la captura de los efectos de muchos procesos que causan el cambio, incluyendo, por ejemplo, incendios, ataques de insectos, agentes de cambio naturales y antropogénicas como por ejemplo, la deforestación, la urbanización, la agricultura, etc. Las series temporales de imágenes de satélite proporcionan maneras para detectar y vigilar cambios en el tiempo y en el espacio, esto consistentemente durante los últimos 30 años a nivel mundial. Los incendios forestales afectan el proceso de sucesión del bosque, no obstante, es muy limitada la existencia de estudios locales que relacionen el efecto de los incendios forestales con las diferencias en la información espectral a partir de sensoramiento remoto. En el presente estudio se plantea y propone la utilización y aprovechamiento de lo que se ha denominado grandes datos, especialmente con el advenimiento muchas plataformas de sensores remotos como Landsat, MODIS y recientemente Sentinel, para identificar cuál es el efecto de los incendios forestales en la sucesión y sus elementos perturbadores, como por ejemplo, la presencia de lianas. Se procesaron las series temporales se usó la plataforma digital Google Earth Engine, que permitió la selección y reducción de la información espacial de los ı́ndices de vegetación en tendencia, estacionalidad y residuos. Se analizó la respuesta de estos ı́ndices en sitios con diferente afectación por incendios forestales. Con estos índices se pretende desarrollar modelos de clasificación de series espaciales de tiempo de los ı́ndices y poder ası́ comprender los cambios en el tiempo y el espacio de los ecosistemas afectados por incendios forestales. Preliminarmente, se encontró una relación entre la incidencia de los incendios forestales y el fenómeno del Niño-Oscilación del Sur para el índice de vegetación denominado índice de área foliar. Además, la evidencia indica que el índice normalizado de vegetación si presenta diferencias respecto a los sitios que tienen un historial de fuegos diferente. El establecer esta relación implica estudiar también los regı́menes de precipitación y temperatura. El descomponer las series de tiempo facilitó la correlación con otras series de tiempo, permitiendo establecer las bases de un monitoreo y a su vez, relacionar las índices de vegetación y su variación con otros elementos climáticos, como por ejemplo, el efecto ENOS.


Author(s):  
Achmad Fanany Onnilita Gaffar ◽  
Agusma Wajiansyah ◽  
Supriadi Supriadi

The shortest path problem is one of the optimization problems where the optimization value is a distance. In general, solving the problem of the shortest route search can be done using two methods, namely conventional methods and heuristic methods. The Ant Colony Optimization (ACO) is the one of the optimization algorithm based on heuristic method. ACO is adopted from the behavior of ant colonies which naturally able to find the shortest route on the way from the nest to the food sources. In this study, ACO is used to determine the shortest route from Bumi Senyiur Hotel (origin point) to East Kalimantan Governor's Office (destination point). The selection of the origin and destination points is based on a large number of possible major roads connecting the two points. The data source used is the base map of Samarinda City which is cropped on certain coordinates by using Google Earth app which covers the origin and destination points selected. The data pre-processing is performed on the base map image of the acquisition results to obtain its numerical data. ACO is implemented on the data to obtain the shortest path from the origin and destination point that has been determined. From the study results obtained that the number of ants that have been used has an effect on the increase of possible solutions to optimal. The number of tours effect on the number of pheromones that are left on each edge passed ant. With the global pheromone update on each tour then there is a possibility that the path that has passed the ant will run out of pheromone at the end of the tour. This causes the possibility of inconsistent results when using the number of ants smaller than the number of tours.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document