scholarly journals Όψεις και μορφές της μεταμυθοπλασίας και της μεταϊστορίας στο ελληνικό μυθιστόρημα κατά το δεύτερο μισό του 20ού και τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα

2020 ◽  
Author(s):  
Ειρήνη Χατζοπούλου

Η παρούσα διατριβή έχει ως αντικείμενο να διερευνήσει αν και σε ποιο βαθμό η ελληνική πεζογραφική παραγωγή των ετών 1960-2010 έχει επηρεαστεί από τα θεωρητικά σχήματα της Μεταμυθοπλασίας και της Μεταϊστορίας, τόσο σε επίπεδο μορφής, τεχνικές και στρατηγικές, όσο και σε επίπεδο ιδεολογικών στοχεύσεων. Τα σχήματα αυτά θεμελιώθηκαν θεωρητικά και μεθοδολογικά περίπου σε αυτή τη χρονική περίοδο και έδωσαν μια αξιοσημείωτη ώθηση στην παραγωγή μυθιστορημάτων στον διεθνή δυτικό χώρο, τον αγγλοσαξονικό κυριότερα, αλλά όχι μόνο. Τα μυθιστορήματα που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι τα παρακάτω: Η κάθοδος των εννιά του Θ. Βαλτινού (1978), Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου (1975), … από το στόμα της παλιάς Remington του Γιάννη Πάνου (1981), Ο εχθρός του ποιητή του Γ. Χειμωνά (1990), Το ελληνικό σταυρόλεξο του Θ. Σκάσση (2000), Η μέρα με τις δεκατέσσερις νύχτες του Κ. Βούλγαρη (2007). Κρίθηκε επίσης σκόπιμο να εξεταστούν και κάποια πρωιμότερα ελληνικά παραδείγματα, καθώς οι θεωρητικοί της Μεταμυθοπλασίας έχουν ήδη επισημάνει ότι αντίστοιχες στρατηγικές έχουν παρατηρηθεί πρώιμα σε έργα πολύ προγενέστερα από τον 20ό αιώνα, όπως ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες (1604) ή ο Tristram Shandy του Laurence Sterne (1760). Επιλέχθηκαν έτσι ως ερευνητικό αντικείμενο τα έργα των Ν. Μαυροκορδάτου, Φιλοθέου Πάρεργα (1716-1718), του Αδ. Κοραή, ο Παπατρέχας (1811-1820) και του Εμμανουήλ Ροΐδη, η Πάπισσα Ιωάννα (1866). Τα έργα αυτά, όπως διαπιστώθηκε, εκφράζουν πρώιμα και σπερματικά το πνεύμα και την ιδεολογία της νεωτερικότητας, εφόσον συστήνουν και αξιοποιούν πολλαπλές αυτοαναφορικές-ναρκισσιστικές στρατηγικές, οι οποίες συνειδητά εφαρμόζονται και πυκνώνουν πολύ αργότερα, σε έργα του 20ου αι.. Τα θεωρητικά εργαλεία που αποτελούν τη βάση της εργασίας είναι οι μελέτες των Patricia Waugh Metafiction, The theory and practice of self-concious fiction, (1984), τα δύο εμβληματικά έργα της Linda Hutcheon για τη μεταμυθοπλασία, Narcissistic Narrative: The Metafictional Paradox (1980) και το νεότερό της, A Poetics of Postmodernism (2004), όπως και το έργο του Brian McHale, Postmodernist fiction (2004). Για το πεδίο της Μεταϊστορίας αξιοποιήθηκε το έργο του θεμελιωτή της αντίστοιχης Σχολής, George R. Collingwood The Idea of History (1946), αλλά κυριότερα οι μελέτες του συνεχιστή του, θεωρητικού ιστορικού επιστήμονα, Hayden White, Metahistory, The Historical Imagination in Nineteenth Century Europe (1973), The content of the form (1987) και πολλά ακόμη αντίστοιχα άρθρα. Από τα μυθιστορήματα που μελετήθηκαν προκύπτει ότι Η κάθοδος των εννιά, Το Κιβώτιο, …από το στόμα της παλιάς Remington, Το Ελληνικό Σταυρόλεξο και Η Μέρα με τις δεκατέσσερις νύχτες, αξιοποιούν αρκετές μεταμυθοπλαστικές στρατηγικές με συνειδητή πρόθεση να αυτοπαρουσιαστούν ως κειμενικές και γλωσσικές κατασκευές, διαλύοντας έτσι την «ψευδαίσθηση της άμεσης αναφορικότητας» για τα έργα μυθοπλασίας. Αξιοποιώντας ποικίλες και προωθημένες αυτοαναφορικές στρατηγικές, εκθέτουν μέσα στον μυθοπλαστικό τους σύμπαν μαζί με τον μύθο και την διαδικασία κατασκευής τους. Ταυτόχρονα θέτουν –άλλα περισσότερο άλλα λιγότερο– και μεταϊστορικούς προβληματισμούς, καθώς διατηρούν μια κοινή δυσπιστία ως προς την πιστότητα και αντικειμενικότητα που μπορεί να διασφαλίσει ο αφηγηματικός τρόπος στην απεικόνιση και αναπαράσταση του παρελθόντος και πειραματίζονται με νέους και αναθεωρητικούς τρόπους αναπαράστασης της Ιστορίας. Η περίπτωση του Χειμωνά κινείται περισσότερο στον χώρο της μεταμυθοπλασίας, επιχειρώντας, ταυτόχρονα, να πειραματιστεί με κάποια μεταμοντέρνα αισθητικά και ιδεολογικά προτάγματα. Το αξιοσημείωτο εύρημα είναι ότι η ελληνική μυθοπλασία –στο πλαίσιο πάντα των έργων που μελετήθηκαν– χαρακτηρίζεται από ευελιξία και δεκτικότητα στα ρεύματα των καιρών, καθώς δεν σταματά να δοκιμάζει και να πειραματίζεται με τα όριά της, αναζητώντας νέους εκφραστικούς τρόπους, ώστε να ανανεώνεται και να εκφράζει τη σύνθετη εμπειρία από τον κόσμο και τη διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα.

2019 ◽  
pp. 93-125
Author(s):  
Jeanne M. Britton

This chapter describes the fictional forms by which Laurence Sterne’s Tristram Shandy and A Sentimental Journey present confrontations between characters separated by differences of ethnicity, race, and species, particularly in episodes that were frequently republished in popular anthologies. Around the turn of the nineteenth century, readers encountered a version of Sterne’s sentimental fiction that is incompatible with a critical consensus about his novels. While Sterne has been understood to base subject-formation on the appropriation of another’s sentiments through the experience of sympathy, popular anthologized forms of his works, by contrast, emphasize emotional disturbance and preclude the return to a stable, narrating self. Anthologized versions of Sterne mobilize aspects of his original works—the structure of the frame tale, an interest in giving voice to figures of radical difference (including animals and former slaves), and the experience of shared affect and narrative—and specify Romantic-era fiction’s revision of sympathy.


Semiotica ◽  
2018 ◽  
Vol 2018 (225) ◽  
pp. 167-183
Author(s):  
Brendon Vayo

Abstract In this essay, I argue that the apparent historical inaccuracies contained within Lewis Nordan’s Wolf Whistle (Nordan, Lewis. 2003 [1993]. Wolf Whistle. Chapel Hill: Algonquin) represent a systematic repeal of the controversial history surrounding the murder of Emmett Till in 1955. Nordan reconstitutes the principle characters to function as iconoclasms of the historical record. As iconoclasms, these representations undermine our culture’s accepted model of history, what Hayden White terms the “historical account” (White, Hayden. 1975. Metahistory: The historical imagination in nineteenth-century Europe. Baltimore: Johns Hopkins University Press: 30).


2019 ◽  
Vol 124 (4) ◽  
pp. 1337-1350
Author(s):  
Carolyn J. Dean

Abstract Hayden White’s 1973 Metahistory tossed the entire concept of historical science out the window, claiming that historians are fundamentally artists who imbue historical action with aesthetic and ethical purpose. The book urged historians to grapple with whether and how their writing creates rather than reflects reality. It also celebrated the ethics and art of history-writing and diminished historians’ empirical claims. There were two receptions of White’s work: the first, amply documented, was among intellectual historians and others in humanities’ disciplines, especially literary theory; the second took place within the mainstream of the discipline and has received little attention. This essay assesses how mainstream historians’ reception of Metahistory unfolded from the 1970s, and with what consequences. Historians focused on White’s purported conflation of language and reality and neglected his argument about how and why historians resist theory. In so doing, he demonstrated—and the reception of his work demonstrates in turn—that historians most effectively resist theory when they seem most to engage it.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document