scholarly journals Optimization of Terminal-Restriction Fragment Length Polymorphism Analysis for Complex Marine Bacterioplankton Communities and Comparison with Denaturing Gradient Gel Electrophoresis

1999 ◽  
Vol 65 (8) ◽  
pp. 3518-3525 ◽  
Author(s):  
Markus M. Moeseneder ◽  
Jesús M. Arrieta ◽  
Gerard Muyzer ◽  
Christian Winter ◽  
Gerhard J. Herndl

ABSTRACT The potential of terminal-restriction fragment length polymorphism (T-RFLP) and the detection of operational taxonomic units (OTUs) by capillary electrophoresis (CE) to characterize marine bacterioplankton communities was compared with that of denaturing gradient gel electrophoresis (DGGE). A protocol has been developed to optimize the separation and detection of OTUs between 20 and 1,632 bp by using CE and laser-induced fluorescence detection. Additionally, we compared T-RFLP fingerprinting to DGGE optimized for detection of less abundant OTUs. Similar results were obtained with both fingerprinting techniques, although the T-RFLP approach and CE detection of OTUs was more sensitive, as indicated by the higher number of OTUs detected. We tested the T-RFLP fingerprinting technique on complex marine bacterial communities by using the 16S rRNA gene and 16S rRNA as templates for PCR. Samples from the Northern and Middle Adriatic Sea and from the South and North Aegean Sea were compared. Distinct clusters were identifiable for different sampling sites. Thus, this technique is useful for rapid evaluation of the biogeographical distribution and relationships of bacterioplankton communities.

2013 ◽  
Author(s):  
Καλλιόπη-Σταυρούλα Χατζηγεωργίου

Εισαγωγή: Οι σταφυλόκοκκοι συγκαταλέγονται μεταξύ των μικροοργανισμών που απομονώνονται συχνότερα στο Εργαστήριο Κλινικής Μικροβιολογίας. Εκτός από τον S. aureus, ένας αυξανόμενος αριθμός κοαγκουλάση αρνητικών ειδών, αναδεικνύονται τις τελευταίες δεκαετίες ως αίτια σημαντικών λοιμώξεων καθιστώντας επιτακτική την ορθή ταυτοποίηση του είδους.Σκοπός: Η παρούσα διδακτορική διατριβή εστιάσθηκε στη μελέτη της φαινοτυπικής και μοριακής ταυτοποίησης των κλινικά σημαντικότερων σταφυλοκοκκικών ειδών. Αξιολογήθηκε η απόδοση των, ευρέως διαδεδομένων, ταυτοποιητικών συστημάτων Vitek 2 (bioMérieux) και Phoenix (Becton Dickinson), συγκριτικά με πρότυπη μοριακή μεθοδολογία. Αναπτύχθηκαν μια απλή PCR για την αναγνώριση του S. lugdunensis, καθώς και μια πολυπλεκτική PCR για την ταυτόχρονη ανίχνευση οκτώ σημαντικών ειδών (S. aureus, S. epidermidis, S. hominis, S. haemolyticus, S. saprophyticus, S. lugdunensis, S. capitis και S. simulans) και τμήματος του mecA γονιδίου. Τέλος, μελετήθηκε εργαστηριακά και κλινικά το είδος S. lugdunensis, ως ο πλέον παθογόνος σταφυλόκοκκος μετά τον S. aureus.Υλικό: Χρησιμοποιήθηκαν 206 επιλεγμένα κλινικά στελέχη σταφυλοκόκκων των ειδών S. aureus, S. epidermidis, S. lugdunensis, S. haemolyticus, S. hominis, S. cohnii, S. saprophyticus, S. capitis, S. simulans και S. sciuri, τα οποία ταυτοποιήθηκαν με τις πρότυπες μεθόδους RFLP (restriction fragment length polymorphism) ανάλυσης του γονιδίου tuf ή και προσδιορισμού της αλληλουχίας του γονιδίου 16S rRNA, ενώ το γονίδιο mecA αναζητήθηκε με απλή PCR. Ως μάρτυρες συμπεριλήφθηκαν, 17 τυχαία επιλεγμένα κλινικά στελέχη άλλων γενών και 20 πρότυπα στελέχη.Μέθοδοι: Τα κλινικά στελέχη των σταφυλοκόκκων ταυτοποιήθηκαν φαινοτυπικά με τα συστήματα Vitek 2 και Phoenix. Για το τελευταίο δοκιμάστηκε και το νεότερο πρωτόκολλο του εναιωρήματος θολερότητας 0,25 McFarland. Η στατιστική σημαντικότητα των αποτελεσμάτων σύγκρισης των μεθόδων προσδιορίστηκε με τη δοκιμασία χ2. Αναπτύχθηκε πρωτόκολλο αναγνώρισης του S. lugdunensis με απλή PCR επιλέγοντας το γονίδιο fbl, και πρωτόκολλο πολυπλεκτικής αντίδρασης στοχεύοντας τα γονίδια femA (S. aureus και S. saprophyticus), fbl (S. lugdunensis), sodA (S. haemolyticus, S. capitis και S. simulans), ένα χρωμοσωμικό τμήμα άγνωστης κωδικής σημασίας (S. epidermidis), τμήμα του 16S rRNA (S. hominis) και το γονίδιο mecA (αντοχή στη μεθικιλλίνη). Για την απευθείας εφαρμογή της πολυπλεκτικής αντίδρασης σε φιάλες θετικών αιμοκαλλιεργειών δοκιμάστηκαν πέντε πρωτόκολλα απομόνωσης βακτηριακού γενετικού υλικού (έκπλυσης με αλκαλικό διάλυμα και θερμικής λύσης, έκπλυσης με απεσταγμένο νερό, έκπλυσης με BSA, οργανικής εκχύλισης με βενζυλική αλκοόλη και θειοκυανιούχο γουανιδίνη και το High Pure PCR Template Preparation Kit [Roche]). Τέλος, για τη μελέτη του είδους S. lugdunensis αναζητήθηκαν αναδρομικά τα στελέχη που είχαν απομονωθεί στη διάρκεια μιας τριετίας στο Εργαστήριο Κλινικής Μικροβιολογίας του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου «ΑΤΤΙΚΟΝ». Μετά την οριστική ταυτοποίησή τους (προσδιορισμός αλληλουχίας 16S rRNA), τα στελέχη εξετάστηκαν με τα συστήματα Phoenix και API Staph (bioMérieux), καθώς και με απλές βιοχημικές δοκιμασίες, ελέγχθηκε η ευαισθησία τους, αναζητήθηκε η κλινική τους σημασία και προσδιορίστηκε η γενετική τους ποικιλομορφία (μέθοδος PFGE [pulsed-field gel electrophoresis]).Αποτελέσματα: Τα ποσοστά σωστής ταυτοποίησης για τον S. aureus, τον S. epidermidis και τα υπόλοιπα κοαγκουλάση αρνητικά είδη υπολογίστηκαν στο 100%, 100% και 93,3% για το Vitek 2, στο 100%, 86% και 82,2% για το καθιερωμένο πρωτόκολλο του Phoenix και στο 100%, 92% και 82,2% για το πρωτόκολλο του εναιωρήματος των 0,25 McFarland, αντίστοιχα. Αναφορικά με το σύνολο των κοαγκουλάση αρνητικών ειδών, το σύστημα Vitek 2 υπερείχε και των δύο πρωτοκόλλων του Phoenix (p=0,002 και p=0,007, αντίστοιχα), ενώ η σύγκριση των τελευταίων μεταξύ τους δεν ανέδειξε διαφορά (p=0,467). H PCR που σχεδιάστηκε για την αναγνώριση του S. lugdunensis ανίχνευσε το γονίδιο fbl μόνο στα στελέχη του είδους, ενώ και η πολυπλεκτική αντίδραση πολλαπλασίασε ειδικά τα αναμενόμενα προϊόντα από όλα τα κλινικά και πρότυπα στελέχη και προσδιόρισε ορθά την αντοχή τους στη μεθικιλλίνη. Η απευθείας εφαρμογή της πολυπλεκτικής PCR σε υλικό θετικών αιμοκαλλιεργειών κατέστη δυνατή μόνο με την οργανική μέθοδο εκχύλισης βακτηριακού DNA. Αναφορικά με τον S. lugdunensis, η ταυτοποίηση 14 στελεχών του είδους αποδείχθηκε προβληματική με το σύστημα Phoenix. Τα ποσοστά αντοχής στα αντιμικροβιακά δεν ξεπέρασαν το 21% για την πενικιλλίνη και το 7% για τη μεθικιλλίνη, τη γενταμικίνη και τις κινολόνες. Τουλάχιστον στα μισά περιστατικά ο S. lugdunensis συνδέθηκε με κλινικά σημαντικές λοιμώξεις, εκ των οποίων τα δύο περιστατικά ενδοκαρδίτιδας παρουσίασαν άριστη έκβαση. Η PFGE κατέδειξε χαμηλή γενετική ποικιλομορφία για το είδος. Συμπεράσματα: Η ορθή ταυτοποίηση των κοαγκουλάση αρνητικών σταφυλοκόκκων χρησιμοποιώντας τα αυτοματοποιημένα φαινοτυπικά συστήματα δεν είναι δεδομένη. Η κλινική εφαρμογή μοριακών τεχνικών ταυτοποίησης, όπως αυτές που αναπτύχθηκαν στην παρούσα μελέτη, αναμένεται να βελτιώσει την αναγνώριση του είδους των κοαγκουλάση αρνητικών σταφυλοκόκκων συμβάλλοντας στον ακριβέστερο προσδιορισμό του παθογενετικού τους ρόλου.


1996 ◽  
Vol 42 (11) ◽  
pp. 1121-1130 ◽  
Author(s):  
Bruce E. Urtz ◽  
Gerald H. Elkan

Symbiotic gene diversity and other measures of genetic diversity were examined in Bradyrhizobium isolates that form an effective symbiosis with peanut (Arachis hypogaea). Initially, restriction fragment length polymorphism (RFLP) analysis using a nitrogenase (nif) gene probe was performed on 33 isolates along with one Bradyrhizobium elkanii and two Bradyrhizobium japonicum strains. Considerable diversity was observed among the RFLP patterns of many of the isolates, especially those from South America. Some isolates, however, were found to have similar nif and subsequent nod (nodulation) gene RFLP patterns, indicating symbiotic gene relatedness. With some noted exceptions, symbiotic gene relatedness correlated with relatedness based on total DNA homology and ribotyping analyses. Symbiotic gene relatedness also correlated with symbiotic effectiveness. The RFLP and DNA homology analyses indicate that bradyrhizobia effective with peanut are genetically diverse and consist of at least three different species. This diversity, however, was not particularly evident with partial 16S rRNA gene sequencing. Sequences obtained from the isolates were very similar to each other as well as to sequences previously reported for other Bradyrhizobium strains.Key words: Bradyrhizobium, nif, peanut, restriction fragment length polymorphism, 16S rRNA.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document