scholarly journals Ανοσοϊστοχημική έκφραση των μεταλλοπρωτεϊνασών 2 και 9 (MMP-2, MMP-9), σε συνδυασμό με την έκφραση των μορίων καντχερίνης 2 (CADH 2) και κολλαγόνου IV (COL IV), στο βλεννοεπιδερμοειδές και αδενοκυστικό καρκίνωμα των σιελογόνων αδένων

2016 ◽  
Author(s):  
Αντώνιος Τσέκος

Η γέννηση και η ανάπτυξη του καρκίνου είναι γνωστό ότι αποτελεί μιαπολυσύνθετη βιολογική διεργασία, που χαρακτηρίζεται από επιμέρους εξελικτικέςδιαδικασίες όπως ο κυτταρικός πολλαπλασιασμός, η κυτταρική κινητικότητα,η απόπτωση, η μετανάστευση, η αποδόμηση της μεσοκυττάριαςουσίας, η επιθηλιακή προς μεσεγχυματική μετάδοση, η αγγειογένεση. Αυτέςοι επιμέρους διαδικασίες επιτελούνται από αλληλεπιδράσεις τόσο μεταξύτων κυττάρων, όσο και μεταξύ κυττάρων και μεσοκυττάριας ουσίας, πουελέγχονται και ρυθμίζονται διαμέσου πολλαπλών μονοπατιών σηματοδότησης.Οι Μεταλλοπρωτεϊνάσες 2 και 9 ( MMP-2, MMP-9), η Kαντχερίνη 2 (CADH 2) ή Kαντχερίνη Ν, το Kολλαγόνο IV ( COL IV), ως μικρομοριακέςδομές που δραστηριοποιούνται στο μικροπεριβάλλον του καρκίνου, διαδραματίζουνεπιμέρους κρίσιμους, πολυεστιακούς ρόλους, αναφορικά με τηναποδόμηση της μεσοκυττάριας ουσίας, την κυτταρική αποκόλληση και μετανάστευση,την επιθηλιακή προς μεσεγχυματική μετάδοση, την σηματοδότησηκαι την αγγειογένεση.Σκοπός της έρευνας ήταν η διερεύνηση της ανοσοϊστοχημικής έκφρασηςτων Μεταλλοπρωτεϊνασών 2 και 9 (MMP-2,MMP-9), σε συνδυασμό μετην έκφραση των μορίων Καντχερίνης 2 (CADH 2) και Κολλαγόνου IV (COLIV) στο Βλεννοεπιδερμοειδές ( ΒΕΚ) και Αδενοκυστικό Καρκίνωμα ( ΑΚΚ)των σιελογόνων αδένων. Οι εκφράσεις των ανωτέρω μικρομορίων (εξαρτημένεςμεταβλητές) καθώς και οι πιθανοί συνδυασμοί τους συσχετίζονται μεπαραμέτρους (ανεξάρτητες μεταβλητές) όπως πρωτίστως ο βαθμός κακοήθειαςτων δύο όγκων και δευτερευόντως η εντόπιση του όγκου, ο τύπος τουαδένα, το μέγεθος του όγκου και η ηλικία και το φύλο του ασθενούς.Πρόκειται για μια αναδρομική μελέτη 30 περιπτώσεων Βλεννοεπιδερμοειδώνκαι 30 περιπτώσεων Αδενοκυστικών Καρκινωμάτων των σιελογόνωναδένων, που αντιμετωπίστηκαν από τις Κλινικές της Στοματικής και ΓναθοπροσωπικήςΧειρουργικής του Α.Π.Θ. και της ΩΡΛ Κλινικής του Γ.Π. Νοσοκομείου«Παπανικολάου» Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο 1994 έως 2010. Μετά την ανοσοϊστοχημική χρώση τα περιστατικά που κατέδειξαν θετικότητασε περισσότερο του 5% των καρκινικών κυττάρων θεωρήθηκαν ωςθετικά. Οι χρώσεις αξιολογήθηκαν χρησιμοποιώντας μία αυθαίρετη τετραβάθμιακλίμακα που συσχέτιζε αδρά τον αριθμό των θετικών κυττάρων (επιθηλιακώνή στρωματικών) με την ένταση της χρώσης. Η διαβάθμιση ήταν από 0 έως 3, όπου στο βαθμό 0 δεν υπήρχε κανένα κύτταρο θετικό, στοβαθμό 1 το ποσοστό των θετικών κυττάρων κυμαινόταν από 1-30% τουπληθυσμού τους με ήπια έως μέτρια ένταση της χρώσης, στο βαθμό 2 τοποσοστό ήταν από 31-65% του πληθυσμού των κυττάρων με μέτρια έωςέντονη ένταση της χρώσης ενώ στο βαθμό 3 το ποσοστό ήταν από 65-100%με έντονη θετική χρώση.Σε ότι αφορά την στατιστική ανάλυση, πέρα από τις εξαρτημένες μεταβλητέςτης έκφρασης των τεσσάρων μελετούμενων μικρομορίων (MMP-2,MMP-9 , CADH 2, COL IV), καθορίστηκαν και ποιοτικές ανεξάρτητες μεταβλητέςπου περιελάμβαναν το φύλο και την ηλικία του ασθενούς, την εντόπισητου όγκου, τον τύπο του προσβεβλημένου αδένα ( μείζων- ελάσσων),το μέγεθος του όγκου (Τ στάδιο) και το βαθμό κακοήθειας του όγκου. Συσχετισμοίμεταξύ των ανεξάρτητων και εξαρτημένων μεταβλητών, καθώς επίσηςκαι μεταξύ των ανεξάρτητων μεταβλητών διερευνήθηκαν με την χρήση τουσυντελεστή συσχέτισης του Kendall , καθώς στα ζεύγη των συσχετισμώνμεταξύ των μεταβλητών τουλάχιστον η μία ήταν ποιοτική.Επίσης εφαρμόστηκε και μέθοδος της Ανάλυσης του Λειτουργικού ΧαρακτηριστικούΔείκτη ( Receiver Operating Characteristic Analysis- ROC) μεστόχο τον έλεγχο της πιθανότητας ύπαρξης κρίσιμης τιμής (cut off value) γιατην ποσοτική μεταβλητή της ηλικίας πάνω από την οποία κρίσιμη τιμή θααναμένεται θετική χρώση για το καθένα από τα τέσσερα μελετώμενα μικρομόρια.Τα αποτελέσματα -συμπεράσματα που προκύπτουν από την παρούσαμελέτη συνοψίζονται επιγραμματικά ως εξής: Καμιά συσχέτιση μεταξύ των MMP2, MMP9, CADH 2, COL IV και τωνσυνδυασμών τους και των ανεξάρτητων μεταβλητών δε βρέθηκε σημαντικήστα ΒΕΚ. Στα ΒΕΚ βρέθηκε θετική σημαντική συσχέτιση μεταξύ ηλικίας του ασθενή και του Τ σταδίου, δηλ. αυξανομένης της ηλικίας του ασθενή αυξάνεται τοστάδιο Τ δηλαδή η διάμετρος- το μέγεθος του όγκου . Στα ΒΕΚ βρέθηκε θετική σημαντική συσχέτιση μεταξύ του τύπου τουσιελογόνου αδένα (μείζων - ελάσσων) και του βαθμού κακοήθειας τουόγκου, δηλ ο βαθμός κακοήθειας του όγκου είναι μεγαλύτερος όταν οόγκος εντοπίζεται στους μείζονες αδένες. Στα ΑΚΚ βρέθηκε μια στατιστικά σημαντική συσχέτιση, ανάμεσα στοMMP9 και το βαθμό κακοήθειας του όγκου (p-value = 0,004). Η συσχέτισηείναι θετική (συντελεστής συσχέτισης = 0,475), δηλαδή αυξανομένουτου βαθμού κακοήθειας του όγκου, αυξάνεται η τιμή άρα η έκφραση τηςMMP9. Άρα η έκφραση της MMP 9 στο ΑΚΚ των σιελογόνων αδένωναποτελεί προγνωστικό δείκτη βαθμού κακοήθους συμπεριφοράς. Καμιά συσχέτιση μεταξύ των ανεξάρτητων μεταβλητών ( ηλικία και φύλοασθενούς, εντόπιση του όγκου, τύπος σιελογόνου αδένα, βαθμός κακοήθειαςτου όγκου, διάμετρος-μέγεθος όγκου) δε βρέθηκε σημαντική σταΑΚΚ. Δεν υπάρχει κρίσιμη τιμή για την ηλικία, για την οποία να αναμένουμεθετική χρώση για κανέναν από τους δύο όγκους της μελέτης.

2020 ◽  
Vol 7 (Supplement_1) ◽  
pp. S277-S277
Author(s):  
Katherine C Jankousky ◽  
Peter Hyson ◽  
Jin Huang ◽  
Daniel B Chastain ◽  
Carlos Franco-Paredes ◽  
...  

Abstract Background Accurate, rapid, inexpensive biomarkers are needed to differentiate COVID-19 from bacterial pneumonia, allowing effective treatment and antibiotic stewardship. We hypothesized that the ratio of ferritin to procalcitonin (F/P) reflects greater viral activity and host response with COVID-19 pneumonia, while bacterial pneumonia would be associated with less cytolysis (lower ferritin) and more inflammation (higher procalcitonin), thus a lower F/P ratio. Methods We conducted a retrospective study of adult patients admitted to a single University hospital in the US through May 2020, during the COVID-19 pandemic. We compared F/P ratio of patients diagnosed with COVID-19 or bacterial pneumonia, excluding patients with COVID-19 and bacterial co-infections. In a logistic regression, we controlled for age, sex, body mass index (BMI), diabetes (DM), and hypertension (HTN). We used a receiver operating characteristic analysis to calculate the sensitivity and specificity of F/P values for the diagnosis of COVID-19 versus bacterial pneumonia. Results Of 218 patients with COVID-19 and 17 with bacterial pneumonia, COVID-19 patients were younger (56 vs 66 years, p=0.04), male (66% vs 24%, p=0.009), had higher BMI (31 vs 27 kg/m2, p=0.03), and similar rates of HTN (59% vs 45%, p=0.3) and DM (32% vs 18%, p=0.2). The median F/P ratio was significantly higher in patients with COVID-19 (3195 vs 860, p=0.0003, Figure 1). An F/P ratio cut-off of ≥ 1250 generated a sensitivity of 78% and a specificity of 59% to correctly classify a COVID-19 case (Figure 2). When adjusted for age, gender, BMI, DM, and HTN, a ratio ≥ of 1250 was associated with significantly greater odds of COVID-19 versus bacterial pneumonia (OR: 4.9, CI: 1.5, 16.1, p=0.009). Figure 1. Ferritin to Procalcitonin Ratios of patients with COVID-19 and patients with Bacterial Pneumonia (controls). Figure 2. Receiver Operating Characteristic Analysis of Ferritin to Procalcitonin Ratio Cut-off Values Predicting COVID-19 Diagnosis. Conclusion We observed an elevated F/P ratio in patients with COVID-19 compared to those with bacterial pneumonia. A F/P ratio ≥ 1250 provides a clinically relevant increase in pre-test probability of COVID-19. Prospective studies evaluating the discriminatory characteristics of F/P ratio in larger cohorts is warranted. Disclosures All Authors: No reported disclosures


Rheumatology ◽  
2020 ◽  
Vol 59 (11) ◽  
pp. 3193-3200
Author(s):  
Serena Fasano ◽  
Luciana Pierro ◽  
Alessia Borgia ◽  
Melania Alessia Coscia ◽  
Ranieri Formica ◽  
...  

Abstract Objective Recent evidence suggests that some urinary biomarkers, namely Vascular Cell Adhesion Molecule-1 (VCAM-1), Intercellular Adhesion Molecule-1 (ICAM-1), Monocyte Chemoattractant Protein 1 (MCP-1), Neutrophil Gelatinase Associated Lipocalcin and Lipocalin-type Prostaglandin D-Synthetase (L-PGDS), might discriminate SLE patients with ongoing renal activity from those with stable disease. The objective of this study was to assess the role of these markers in predicting renal flares in comparison with conventional biomarkers and to derive a biomarker panel which may improve diagnostic accuracy. Methods Eligible participants were SLE patients prospectively followed at our clinic. Urinary biomarker levels were measured in urinary sample by ELISA assay and were compared by the unpaired Student’s t test or the Mann–Whitney U test as appropriate. Receiver operating characteristic analysis was used to calculate the area under the curve. Cox regression was used to identify independent factors associated with disease flares. Results Urine was collected from 61 patients. During 8 months’ follow-up, eight patients experienced a renal flare. Urinary L-PGDS, ICAM-1 and VCAM-1 levels were significantly increased in the patients who subsequently experienced a renal flare with respect to the remaining 53. At Cox regression analysis, L-PGDS, ICAM-1, VCAM-1, hypocomplementemia and anti-dsDNA antibodies were factors associated with renal flares. Based on receiver operating characteristic analysis, a combination of novel and conventional biomarkers demonstrated an excellent ability for accurately identifying a flare. Conclusion This study might suggest the usefulness of a novel biomarker panel in predicting a renal flare in SLE.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document