Από το 1992 έως και το 2000, διενεργήθηκαν στην Ορθοπαιδική κλινική του Αχιλλοπούλειου Γενικού Νοσοκομείου Βόλου 117 ολικές αρθροπλαστικές γόνατος τύπου Genesis I, σε 95 ασθενείς. Όλοι οι ασθενείς έπασχαν από ιδιοπαθή οστεοαρθρίτιδα. Από την αρχική ομάδα των 95 ασθενών δεν βρέθηκαν, και επομένως δεν μελετήθηκαν στην εργασία, οκτώ ασθενείς με οκτώ γόνατα, καθώς και δεκατρείς ασθενείς με δεκαοκτώ γόνατα, οι οποίοι πέθαναν από άσχετους με την χειρουργική επέμβαση λόγους. Οι υπόλοιποι, 74 ασθενείς με 91 γόνατα, αποτελούν την βάση για τη μελέτη αυτή. Ο μέσος χρόνος παρακολούθησης ήταν 21,5 ± 2,97 έτη (εύρος από 18 έως 26 έτη). Ο μέσος όρος ηλικίας των ασθενών κατά την επέμβαση ήταν 69,2 ± 5,34 έτη, με εύρος από 58 έως 83 έτη και ο μέσος όρος ηλικίας κατά την παρακολούθηση ήταν 85,47 ± 4,97 έτη, με εύρος από 73 έως 94 έτη. Η πρόθεση που χρησιμοποιήθηκε είναι η αρθροπλαστική τύπου Genesis I (Smith and Nephew Richards Inc), για χρήση με τη διατήρηση του οπίσθιου χιαστού συνδέσμου, η οποία αποτελείται από μηριαίο στέλεχος, από κνημιαίο στέλεχος, από ξεχωριστό πολυαιθυλένιο που προσαρμόζεται στο κνημιαίο στέλεχος και επιγονατίδα από πολυαιθυλένιο. Η μηριαία πρόθεση αποτελείται από κράμα κοβαλτίου-χρωμίου (ASTM F75). Διαθέτει μια ευρεία, βαθιά και επεκτεινόμενη αρκετά μακριά αύλακα, η οποία εξασφαλίζει σωστή κύλιση στην επιγονατίδα. Η κνημιαία πρόθεση αποτελείται από κράμα τιτανίου (6AL-4V). Οι ασύμμετροι κνημιαίοι κόνδυλοι επιτρέπουν την καλύτερη εφαρμογή της κνηµιαίας προθέσεως, η οποία παρέχει μεγαλύτερη οστική κάλυψη, πιο κοντά στην ανατομία της κνηµιαίας επιφάνειας. Το πολυαιθυλένιο UHMWP (ASTM F 648) έχει επιφάνειες με μερική εφαρμογή. Τα γόνατα τα οποία χειρουργήθηκαν είχαν ραιβότητα μικρότερη από 15° και σύγκαμψη από 0° έως 5°. Η επέμβαση γινόταν υπό ραχιαία αναισθησία και με την χρήση ίσχαιμου περίδεσης. Η τομή του δέρματος ήταν μέση επιμήκης και η προσπέλαση έσω παραεπιγονατιδική. Αντικατάσταση της επιγονατίδας σε πρώτο χρόνο έγινε σε δεκατέσσερεις (14) περιπτώσεις, όπου υπήρχε βαρειά αρθρίτιδα της επιγονατιδομηριαίας άρθρωσης. Σε όλους τους ασθενείς τοποθετήθηκε σύστημα αυτομετάγγισης εξοικονομώντας με αυτό τον τρόπο αρκετή ποσότητα αίματος. Σε όλους τους ασθενείς ακολουθήθηκε το ίδιο πρωτόκολλο χημειοπροφύλαξης και αντιθρομβωτικής προφύλαξης. Το πρωτόκολλο μετεγχειρητικής κινητοποίησης ήταν κοινό για όλους τους ασθενείς. Για τις ανάγκες της μελέτης αυτής η τελική εκτίμηση πραγματοποιήθηκε την περίοδο Αυγούστου – Σεπτεμβρίου 2017, όταν και συγκεντρώθηκαν και αναλύθηκαν οι αποτυχίες και οι επιπλοκές που εμφανίστηκαν στην παρούσα σειρά. Η τελική εκτίμηση έγινε από δύο ειδικούς ορθοπαιδικούς ειδικευμένους στο γόνατο και από έναν ανεξάρτητο ειδικευόμενο ορθοπαιδικό σε κοινή σύσκεψη. Για τη κλινική αξιολόγηση των ασθενών χρησιμοποιήθηκαν δυο συστήματα, το Knee Society Pain and Functional Scores και το Oxford Knee Score Rating System. Το Knee Society Knee Score προεγχειρητικά ήταν 39,67 ± 9,44 το οποίο χαρακτηρίζεται ως φτωχό και μετεγχειρητικά βελτιώθηκε σημαντικά έτσι ώστε να φτάσει 92,63 ± 7,49, το οποίο χαρακτηρίζεται ως άριστο (p < 0.001, t test). Το Function score προεγχειρητικά ήταν 42,47 ± 16,61 το οποίο χαρακτηρίζεται επίσης ως φτωχό. Μετεγχειρητικά το Function Score έφθασε 72,9 ± 22,66, το οποίο χαρακτηρίζεται ως μέτριο (p < 0.001, t test). Το Oxford Knee Score ήταν 25,1 ± 4,9 , το οποίο χαρακτηρίζεται ως πολύ καλό. Από τις προεγχειρητικές μετρήσεις ύψους και βάρους των ασθενών, που συμμετείχαν στην μελέτη υπολογίστηκε ο μέσος όρος του δείκτη μάζας σώματος να είναι 32,5, που αντιστοιχεί στην κατηγορία της παχυσαρκίας. Η πλειοψηφία των ασθενών που χειρουργήθηκαν, το 59,52% (50 ασθενείς) κατατάσσονταν στην κατηγορία των παχύσαρκων, ενώ μόλις το 9,52% (οκτώ ασθενείς) είχαν φυσιολογικό βάρος. Η κάμψη του γόνατος κυμαίνονταν προεγχειρητικά στις 98,85⁰, και έφθασε μετεγχειρητικά στις 105⁰ (p < 0.001, t test). Στην δική μας σειρά δεν καταφέραμε να συσχετίσουμε το σωματικό βάρος με το εύρος κίνησης του γόνατος. Η ακτινολογική αξιολόγηση περιλάμβανε προσθοπίσθια ακτινογραφία του γόνατος σε όρθια θέση, πλάγια ακτινογραφία του γόνατος και ακτινογραφία επιγονατίδας κατ΄εφαπτομένη. Κατά την επανεξέταση, αξιολογήθηκε κάθε ακτινολογική μεταβολή σε σχέση με τις αρχικές ακτινογραφίες. Για την ακτινολογική αξιολόγηση χρησιμοποιήθηκε το Knee Society Roentgenographic Evaluation System. Τα ακτινολογικά αποτελέσματα ανέδειξαν την ύπαρξη ακτινοδιαυγαστικών γραμμών μεταξύ κνηµιαίας πρόθεσης και οστού σε ποσοστό 13,20% (δεκατέσσερα γόνατα) καθώς και δύο περιπτώσεις ακτινοδιαυγαστικών γραμμών κάτω από την μηριαία πρόθεση σε δύο γόνατα (ποσοστό 1,88%), στις ζώνες Ι, ΙΙ και ΙΙΙ. Τα υπόλοιπα παθολογικά ακτινολογικά ευρήματα, αφορούν επτά ασθενείς με επτά γόνατα (6.6%) και αποτελούν περιπτώσεις επιπλοκών. Οι επιπλοκές αρθροιστικά για την εργασία μας ανέρχονται σε επτά τον αριθμό και ποσοστό 6,6% και πρόκειται για τέσσερις περιπτώσεις φθοράς του ένθετου πολυαιθυλενίου, δύο περιπτώσεις υπεξαρθρήματος της επιγονατίδας και μια περίπτωση αντικατάστασης της προσθετικής επιγονατίδας λόγω φθοράς.Με βάση την διεθνή βιβλιογραφία η εργασία μας φαίνεται να έχει από τα μεγαλύτερα διαστήματα μετεγχειρητικής παρακολούθησης ασθενών με ολική αρθροπλαστική γόνατος τύπου Genesis I, που φτάνει τα 21,5 (18-26) έτη. Ο μέσος όρος επιβίωσης της αρθροπλαστικής φτάνει το 93,53% στα 20 και 25 έτη. Μακροπρόθεσμα αποτελέσματα ολικών αρθροπλαστικών γόνατου για περισσότερα από 15 και 20 έτη είναι σχετικά λίγα στην ορθοπαιδική βιβλιογραφία. Τα αποτελέσματα μας είναι συγκρίσιμα με εκείνα της βιβλιογραφίας για την συγκεκριμένη πρόθεση καθώς και με αυτά που αφορούν παρόμοιες προθέσεις τόσο με συμμετρικό όσο και με ασύμμετρο κνημιαίο στέλεχος. Πιστεύουμε ότι ο μεγάλος αριθμός ασθενών ο οποίος χάθηκε από την παρακολούθηση οφείλεται στο γεγονός ότι οι ασθενείς που συμμετείχαν στην εργασία μας ήταν είδη προχωρημένης ηλικίας κατά την επέμβαση.