Το σύνδρομο γνωστικής δυσλειτουργίας του σκύλου (CCDS) είναι ένα προοδευτικά εξελισσόμενο νευροεκφυλιστικό νόσημα, το οποία εάν και είναι συχνό στους παρήλικους σκύλους, είναι σημαντικά υποδιαγνωσμένο. Το CCDS έχει πολλές ομοιότητες με το πρώιμο στάδιο της νόσου Alzheimer. Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει ειδικό πολυπαραμετρικό πρωτόκολλο για τη διάγνωση της νόσου και πολλές βασικές πτυχές του συνδρόμου δεν έχουν διασαφηνιστεί. Ο στόχος αυτής της μελέτης ήταν: πρώτον, ο ποσοτικός προσδιορισμός των πεπτιδίων Αβ42 και Αβ40, στο αίμα και το εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ) και η διερεύνηση της συμβολής αυτών στη διάγνωση σκύλων με CCDS. Δεύτερον, η επιβεβαίωση της κλινικής διάγνωσης καθώς και η επικύρωση της αξιοπιστίας των παραπάνω παραμέτρων ως βιοδείκτες του CCDS, μέσω της ιστοπαθολογικής και ανοσοϊστοχημικής διερεύνησης των εγκεφάλων των σκύλων της μελέτης, αφού, η παθολογοανατομική διερεύνηση αποτελεί τη μέθοδο εκλογής για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας ενός βιοδείκτη. Στη μελέτη συμμετείχαν 61 σκύλοι χωρισμένοι σε τέσσερις ομάδες: i) Νεαροί (Υoung-YG, 0-4 ετών) ii) Μέσης Ηλικίας (Middle Aged, MA, 4-8 ετών) iii) Γνωστικά υγιείς παρήλικοι (Cognitive unimpaired-CU, >8 ετών) iv) Παρήλικοι με γνωστικές διαταραχές (Cognitive Impaired-CI, >8 ετών). Για την αξιολόγηση του γνωστικού προφίλ των παρήλικων σκύλων χρησιμοποιήθηκε βαθμολογική κλίμακα με τη μορφή ερωτηματολογίου που πρέπει να απαντάται από τον κηδεμόνα του κάθε ζώου. Με βάση τη βαθμολογία της κλίμακας, η ομάδα των CI παρήλικων σκύλων διακρίθηκε σε δύο υποομάδες: 1) Σκύλοι με ήπια γνωστική διαταραχή (Mild Cognitive Impairment, MCI) 2) Σκύλοι με σοβαρή γνωστική διαταραχή (Severe Cognitive Impairment, SCI). Tα επίπεδα των Αβ40 και Αβ42 προσδιορίστηκαν σε τρία κλάσματα του πλάσματος (ολικό στο πλάσμα-ΤΡ, ελεύθερο στο πλάσμα-FΡ, δεσμευμένο σε συστατικά του πλάσματος-CP) και στο ΕΝΥ χρησιμοποιώντας δύο επικυρωμένες δοκιμές (AΒtest, Araclon Biotech). Από τους σκύλους της μελέτης συλλέχθηκαν οι εγκέφαλοι. Οι εγκέφαλοι μονιμοποιούνταν σε διάλυμα φορμόλης 10% και στη συνέχεια, από κάθε εγκέφαλο λαμβάνονταν ιστοτεμάχια από όλες τις ανατομικές περιοχές ενδιαφέροντος. Ακολούθως, σε τομές παραφίνης έγινε ιστοπαθολογική και ανοσοϊστοχημική (Αβ40, Αβ42, p-tauSer396, ApoE4 και GFAP) διερεύνηση. Τα επίπεδα των ΤP42 και CP42 ήταν σημαντικά υψηλότερα στους ΜCI σκύλους σε σύγκριση με τις άλλες ομάδες των παρήλικων σκύλων. Τα επίπεδα του Αβ42 στο ΕΝΥ συσχετίστηκαν μόνο με το κλάσμα CP42 και το CP40. Ο ΤΡ42/40 επέτρεψε τη διάκριση των CU από τους MCI σκύλους. Στους CU και ΜCI σκύλους, ο ΤΡ42 ήταν ο πιο ευαίσθητος για να τεθεί υποψία παρουσίας εναποθέσεων του Αβ42 στον εγκεφάλο. Ο ΤΡ42/40 ήταν ο καταλληλότερος για την ανίχνευση πρώιμων εναποθέσεων της p-tau και ο CP42 ήταν ο πιο χρήσιμος για την εκτίμηση της συνολικής εναπόθεσης της p-tau πρωτεΐνης. Συμπερασματικά, ο ρόλος της p-tau στην παθογένεια του CCDS θα πρέπει να επανεξεταστεί. Ο βιοδείκτης TP42/40 μπορεί να δημιουργήσει, μια νέα στρατηγική εντόπισης των παρήλικων σκύλων που εμφανίζουν περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν, ανεξαρτήτως της διακριτικής ικανότητας του κηδεμόνα τους. Η συνδυαστική αξιολόγηση μιας ομάδας βιοδεικτών ( TP42/40, ΤP42, CP42, CP42/40 στο πλάσμα και του Aβ42 στο ΕΝΥ ) σε μεγάλη κλίμακα θα μπορούσε να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για την πρώιμη διάγνωση και τον ακριβή ορισμό των αρχικών σταδίων του CCDS.