Αφορμή για το θέμα της παρούσας διατριβής υπήρξε η αυξημένη αβεβαιότητα για την οικονομική πολιτική κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, και ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση και την κρίση στην Ευρωζώνη. Στόχος της διατριβής είναι να ερευνήσει τον δείκτη Αβεβαιότητας για την Οικονομική Πολιτική (Economic Policy Uncertainty, EPU) και τη διάχυσή του (spillover) μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης κατά τη διάρκεια της κρίσης, τις επιδράσεις του στην Ελληνική οικονομία, και τη σχέση του με το χρηματιστήριο. Πιο συγκεκριμένα, ακρογωνιαίος λίθος της παρούσας διατριβής είναι η κατασκευή του δείκτη EPU για την Ελλάδα, σαν μία προσπάθεια ποσοτικοποίησης της ελληνικής οικονομικής αβεβαιότητας. Ο δείκτης EPU κατασκευάστηκε ακολουθώντας τη μεθοδολογία των Baker, Bloom και Davis (2016) και βασίζεται στη συχνότητα δημοσίευσης άρθρων σε εφημερίδες με συγκεκριμένες λέξεις-κλειδιά. Ο ελληνικός δείκτης EPU φαίνεται να αυξάνεται κατά τη διάρκεια σημαντικών διεθνών γεγονότων πριν την κρίση, ενώ μετά την κρίση οι αυξήσεις του δείκτη συνδέονται κυρίως με εγχώρια γεγονότα. Το δεύτερο κεφάλαιο επικεντρώνεται στη διάχυση της αβεβαιότητας μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης. Αναλύοντας 7 χώρες της Ευρωζώνης και αξιοποιώντας τον δείκτη μεταβλητότητας (spillover index) και τους αντίστοιχους δείκτες δυναμικής καθαρής διάχυσης (dynamic net spillover indices), τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι η συνολική συνδεσιμότητα της αβεβαιότητας (uncertainty connectedness) μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης από 50,5% προ κρίσης μειώνεται στο 30,6% μετά την κρίση. Επίσης, κατά τη διάρκεια της κρίσης οι χώρες της περιφέρεια της Ευρωζώνης «εξάγουν» περισσότερη αβεβαιότητα προς άλλες χώρες σε σύγκριση με πριν την κρίση. Το κεφάλαιο στη συνέχεια εστιάζει στην ελληνική οικονομία, εξετάζοντας τις κυλιόμενες αιφνίδιες αντιδράσεις (rolling impulse responses) του ΑΕΠ, του Δείκτη Οικονομικής Συγκυρίας (Economic Sentiment Indicator), της ανεργίας και του χρηματιστηριακού δείκτη, σε σοκ του ελληνικού και του ευρωπαϊκού δείκτη EPU. Η ανάλυση δείχνει ότι η ελληνική οικονομία επηρεάζεται περισσότερο από σοκ στον εγχώριο παρά στον διεθνή δείκτη αβεβαιότητας. Τα κεφάλαια 3 και 4 αναφέρονται στη σχέση του EPU με το χρηματιστήριο. Συγκεκριμένα, το τρίτο κεφάλαιο επιχειρεί να συσχετίσει τις αναμενόμενες αποδόσεις του χρηματιστηρίου με τις αποκλείσεις από τις θεμελιώδεις τιμές του (fundamentals), δηλαδή χρηματιστηριακές φούσκες, και με τον δείκτη EPU. Το μοντέλο που χρησιμοποιείται φαίνεται ικανό να προβλέψει περιόδους αιφνίδιων κινήσεων του χρηματιστηρίου της Αμερικής (bubble crashes). Επίσης, επιχειρείται η κατασκευή ενός επενδυτικού κανόνα ο οποίος υποδεικνύει στον επενδυτή πότε να βγει από την αγορά και πότε να επανέλθει σε αυτή. Τα αποτελέσματα για τον εν λόγω κανόνα ενισχύουν τη εμπειρική αξία του υποδείγματος, καθώς τα κέρδη του επενδυτή είναι υψηλότερα από ότι αν ακολουθούσε μία απλή στρατηγική με την οποία θα παρέμενε στο χρηματιστήριο καθ΄ όλη τη διάρκεια του δείγματος. Τέλος, το τέταρτο κεφάλαιο εξετάζει τη συνεισφορά του δείκτη EPU στην επιμονήτων σοκ στη μεταβλητότητα του χρηματιστηρίου. Εφαρμόζεται μία πρωτότυπη μεθοδολογία σύμφωνα με την οποία συγκρίνεται η μέση-ζωή (half-life) ενός σοκ σε διμεταβλητό αυτοπαλίνδρομο υπόδειγμα (VAR), όπου ο δείκτης αβεβαιότητας και η μεταβλητότητα του χρηματιστηρίου είναι οι ενδογενείς μεταβλητές, με τη μέση-ζωή (half-life) ενός σοκ στη μεταβλητότητα του χρηματιστηρίου στα πλαίσια του ισοδύναμου μονομεταβλητού αυτοπαλίνδρομου υποδείγματος (ARMA). Χρησιμοποιούνται ημερήσια δεδομένα για το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ και τα αποτελέσματα αποδεικνύουν ότι ο δείκτης EPU όντως συμβάλει στην επιμονή της μεταβλητότητας του χρηματιστηρίου, κάτι το οποίο είναι πιο έντονο στις ΗΠΑ σε σύγκριση με το Ηνωμένο Βασίλειο.