Εισαγωγή: Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (Non-alcoholic fatty liver disease, NAFLD) συνδυάζεται με την παχυσαρκία, την ινσουλινοαντίσταση και την υπερλιπιδαιμία. Στην παθογένειά της εμπλέκονται και ορμόνες (αδιπονεκτίνη, λεπτίνη) που εκκρίνονται από τον λιπώδη ιστό. Ωστόσο, δεν υπάρχει γι’ αυτήν αποτελεσματική θεραπεία. Καθώς η ίδια μοιράζεται κοινούς παθογενετικούς μηχανισμούς με την καρδιαγγειακή νόσο, αλλά και βάσει μελετών που υποστηρίζουν την ευεργετική επίδραση των στατινών στα αυξημένα επίπεδα τρανσαμινασών, διερευνήθηκε η επίδραση της χαμηλής (5mg) και υψηλής (40mg) δόσης ροσουβαστατίνης στη λιπώδη διήθηση, την 24ωρη αρτηριακή σκληρία και τις αδιποκίνες ορού σε ασθενείς με NAFLD. Ασθενείς και Μέθοδοι: Μελετήθηκαν ασθενείς με αυξημένα επίπεδα πυροσταφυλικής τρανσαμινάσης (SGPT) (χαμηλότερα όμως από το τριπλάσιο των ανώτερων φυσιολογικών ορίων) και/ή ηπατική στεάτωση στα εξωτερικά ιατρεία της Β’ Προπαιδευτικής Παθολογικής του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, ενώ αποκλείστηκαν αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ και άλλες αιτίες ηπατικής νόσου. Η ηπατική στεάτωση ελέγχθηκε με υπερηχογράφημα, και η πιθανότητα ίνωσης εκτιμήθηκε με τους δείκτες NAFLD fibrosis score (NFS) και Fibrosis-4 index (FIB-4). Η 24ωρη αρτηριακή σκληρία εκτιμήθηκε με συσκευή Mobil-O-Graph μέσω της ταχύτητας μετάδοσης σφυγμικού κύματος (Pulse Wave Velocity, PWV) και του δείκτη ενίσχυσης του σφυγμικού κύματος (Augmentation Index, AIx). Η αδιπονεκτίνη και η λεπτίνη μετρήθηκαν στον ορό με την τεχνική της μη ανταγωνιστικής ενζυμοσύνδετης ανοσοαπορρόφησης. Αποτελέσματα: Συμπεριλήφθηκαν 43 ασθενείς. Οι 21 τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν 5mg ροσουβαστατίνη, ενώ 22 άτομα έλαβαν 40mg ροσουβαστατίνης και όλοι επανεκτιμήθηκαν μετά από 6 μήνες. Στην ομάδα της χαμηλής δόσης, τελικά, κανείς δεν είχε σοβαρή στεάτωση (ενώ αρχικά είχε το 4,7%) και φυσιολογικό ήπαρ ή ήπια στεάτωση είχε το 85,7% (ενώ αρχικά ήπια στεάτωση είχε το 52,4%) (p=0,045). Προχωρημένη ίνωση βάσει NFS αρχικά είχε το 9,5% και βάσει FIB-4 το 4,7%, όμως στο τέλος δεν είχε κανείς (p=0,003 και p=0,006, αντίστοιχα). Στην ομάδα της υψηλής δόσης, αρχικά, σοβαρή στεάτωση είχε το 9,1%, ενώ στο τέλος κανείς και ήπια στεάτωση ή φυσιολογικό ήπαρ είχε τελικά το 91% (έναντι 40,9% αρχικά) (p=0,012). Βάσει NFS, ενώ αρχικά η προχωρημένη ίνωση ήταν απίθανη για το 50%, στο τέλος ήταν για το 54,4% (p<0,001) και βάσει FIB-4, η πιθανότητα για προχωρημένη ίνωση από 13,6% μειώθηκε στο 4,6% (p<0,001). Σχετικά με την αρτηριακή σκληρία, η PWV δεν διέφερε σημαντικά στην έναρξη και στη λήξη της μελέτης για την ομάδα της χαμηλής δόσης, ενώ ο AIx παρουσίασε μείωση (από 27,47,2% σε 25,27,3%, p <0,001). Στην ομάδα που έλαβε την υψηλή δόση, τόσο η PWV όσο και ο AIx μειώθηκαν στατιστικώς σημαντικά (από 8,11,8 m/s σε 7,81,9 m/s, p=0,002 και από 27,49,0% σε 22,45,0%, p <0,001). Για την ομάδα της δόσης των 40 mg, η λεπτίνη μειώθηκε σημαντικά (από 18,19,0 ng/ml σε 14,38,9 ng/ml, p<0,001), ενώ η αδιπονεκτίνη παρουσίασε σημαντική αύξηση (από 5,33,7 μg/ml σε 8,64,3 μg/ml, p<0,001). Συμπεράσματα: Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης υποδεικνύουν την ευεργετική επίδραση της ροσουβαστατίνης στη λιπώδη διήθηση του ήπατος. Και οι δύο δόσεις βελτιώνουν τη στεάτωση και την ίνωση, αλλά η υψηλότερη σε μεγαλύτερο βαθμό. Μόνο η μεγάλη δόση ελαττώνει την PWV, ενώ ο AIx ελαττώνεται και με τις δύο δόσεις, όμως υπάρχει τάση η ελάττωση να είναι μεγαλύτερη με την υψηλή δόση. Τέλος, η υψηλή δόση ελάττωσε σημαντικά την λεπτίνη και μείωσε την αδιπονεκτίνη.