Εισαγωγή: Η χρήση της τοπικής εφαρμογής αρνητικής πίεσης (Topical Negative Pressure-TNP) στην αντιμετώπιση των δερματικών και άλλων ιστικών ελλειμμάτων αποτελεί μία τεκμηριωμένη και αποτελεσματική μέθοδο, η δε θετική συμβολή της είναι ευρέως αποδεκτή. Η εφαρμογή της επιτυγχάνεται μέσω ειδικού συστήματος, το οποίο δύναται να ρυθμιστεί σε διαφορετικό ύψος αρνητικής πίεσης. Το συγκεκριμένο σύστημα χρησιμοποιείται με ικανοποιητικά αποτελέσματα και ωςπιεστική επίδεση (επανώδεση) για τη σταθεροποίηση των δερματικών μοσχευμάτων κατά τη διαδικασία της μεταμόσχευσης δέρματος, κυρίως σε εκτεταμένα ελλείμματα και δύσκολες ανατομικές περιοχές όπως π.χ. κοντά σε αρθρώσεις. Σκοπός της μελέτης μας ήταν να εξετάσουμε την επίδραση της εφαρμογής του συστήματος τοπικής αρνητικής πίεσης στο ρυθμό ενσωμάτωσης των δερματικών αυτομοσχευμάτων. Συγκεκριμένα, μελετήθηκε αν ο ρυθμός ενσωμάτωσης μεταβάλλεται σε σχέση με την τιμή της εφαρμοζόμενης αρνητικής πίεσης. Υλικό και μέθοδος: Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν συνολικά 24 ασθενείς που υπεβλήθησαν σε μεταμόσχευση δέρματος μερικού πάχους στην Κλινική Πλαστική Χειρουργικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο νοσοκομείο ¨Παπαγεωργίου¨κατά τα έτη 2010-2016. Η σταθεροποίηση των μοσχευμάτων εξασφαλίστηκε με την εφαρμογή τοπικής αρνητικής πίεσης και τη χρήση του συστήματος Vacuum Assisted Closure (V.A.C.®). Οι ασθενείς χωρίστηκαν τυχαία σε τέσσερις ομάδες Ο1, Ο2, Ο3 και Ο4 (έξι ασθενείς ανά ομάδα) στις οποίες εφαρμόστηκαν διαφορετικές πιέσεις (0mmHg, -50mm Hg, -100mmHg και -150mmHg, αντίστοιχα). Σε όλους τους ασθενείς έγινε καταγραφή των χαρακτηριστικών του ελλείμματος,όπως εντόπιση και αιτιολογία, συνοδών παθήσεων και δημογραφικών δεδομένων. Σε όλες τις περιπτώσεις έγινε προεγχειρητικά λήψη υλικού από την κοίτη του ελλείμματος για καλλιέργεια και, σε ορισμένες περιπτώσεις, χορηγήθηκε αντιμικροβιακή θεραπεία βάσει αντιβιογράμματος. Έγινε κλινική εκτίμηση και λήψη ιστοτεμαχίων την 3η και 6η μετεγχειρητική ημέρα, για ιστολογική εξέταση , ενώ η επανώδεση εφαρμόστηκε για συνολικά 6 ημέρες. H ιστολογική εξέταση των παρασκευασμάτων περιελάμβανε χρώσεις αιματοξυλίνης-ηωσίνης και ανοσοϊστοχημικές χρώσεις για το αντιγόνο CD31. Ακολούθησε στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων. Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα της μελέτης μας έδειξαν ότι σε 23 από τους 24 ασθενείς το ποσοστό ενσωμάτωσης του δερματικού μοσχεύματος ήταν μεγαλύτερο από 90%. Σε έναν ασθενή της ομάδας Ο3 διαπιστώθηκε πλήρης απόρριψη του μοσχεύματος κατά την κλινική εκτίμηση την 3η μετεγχειρητική ημέρα. Δεν διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην ενσωμάτωση των δερματικών μοσχευμάτων μεταξύ των ομάδων με διαφορετικό ύψος αρνητικής πίεσης, ούτε και σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (Ο1, πίεση 0mmHg). Η ιστολογική μελέτη επιβεβαίωσε την ενσωμάτωση των μοσχευμάτων σε όλες τις ομάδες κατά την 6η ημέρα και έδειξε σχετικά αυξημένο βαθμό νεο-αγγειογένεσης χωρίς στατιστικά σημαντικές διαφορέςστις ομάδες Ο3 και Ο4, όπου εφαρμόστηκε πίεση -100mmHg και -150mmHg, αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Η κλινική μας μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όταν η τοπική αρνητική πίεση εφαρμόζεται ως πιεστική επίδεση στη μεταμόσχευση δέρματος, οι διαφορετικές τιμές της τοπικής αρνητικής πίεσης δεν επηρέασαν σημαντικά τη λήψη των δερματικών αυτομοσχευμάτων μερικού πάχους, παρόλη τη σχετικά αυξημένη αγγειογένεση που παρατηρήθηκε στις περιπτώσεις ασθενών όπου εφαρμόστηκε μεγαλύτερη αρνητική πίεση.