scholarly journals Factorial Invariance of Child Self-Report across Age Subgroups: A Confirmatory Factor Analysis of Ages 5 to 16 Years Utilizing the PedsQL 4.0 Generic Core Scales

2008 ◽  
Vol 11 (4) ◽  
pp. 659-668 ◽  
Author(s):  
Christine A. Limbers ◽  
Daniel A. Newman ◽  
James W. Varni
2015 ◽  
Author(s):  
Μαρία Σμυρνάκη

Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση οικογενειακών και σχολικών παραγόντων που σχετίζονται με τα προβλήματα συμπεριφοράς μαθητών δημοτικού σχολείου και των πρακτικών διαχείρισής τους στο πλαίσιο της οικογένειας και του σχολείου στην ημιαστική περιοχή του Γαζίου, του Νομού Ηρακλείου Κρήτης. Ειδικότερα, επρόκειτο για μια μελέτη περίπτωσης που βασίστηκε στη συλλογή εμπειρικών και ποιοτικών δεδομένων. Στο εμπειρικό της μέρος, πραγματοποιήθηκε συγκριτική έρευνα ανάμεσα σε 55 μαθητές με προβλήματα συμπεριφοράς (ερευνητική ομάδα) και σε 55 μαθητές χωρίς προβλήματα συμπεριφοράς (ομάδα ελέγχου), που ανήκαν στις τρεις τελευταίες τάξεις του δημοτικού σχολείου, με τη χορήγηση 7 συνολικά ερωτηματολογίων: 1) Ερωτηματολόγιο TRF για Εκπαιδευτικούς (32 Ερωτήσεις) Παιδιών Ηλικίας 6-18 ετών (Achenbach & Rescorla, 2003), 2) Εργαλείο Ψυχοκοινωνικής Προσαρμογής: Κλίμακα Αυτοαναφοράς για Μαθητές 10-12 ετών (Χατζηχρήστου, Πολυχρόνη, Μπεζεβέγκης, & Μυλωνάς, 2008), 3) Εργαλείο Ψυχοκοινωνικής Προσαρμογής: Κλίμακα Εκπαιδευτικού για Παιδιά 7-12 ετών (Χατζηχρήστου, Πολυχρόνη, Μπεζεβέγκης, & Μυλωνάς, 2008), 4) PARQ/Parental Acceptance-Rejection/Short Form (Rohner, 2004), 5) TARQ/Teacher’s Acceptance-Rejection/Short Form (Rohner, 2004), 6) SFI/Self Report Family Inventory, Version II (Beavers & Hampson, 1990) και 7) Το Ερωτηματολόγιο της Τάξης μου για το Δημοτικό Σχολείο (ΤΕΤ/Βούλγαρης & Ματσαγγούρας, 2004). Το ποιοτικό μέρος περιελάμβανε τη μελέτη 12 συνολικά περιπτώσεων μαθητών με προβλήματα συμπεριφοράς και τη διεξαγωγή ημιδομημένων συνεντεύξεων στους ίδιους τους μαθητές, στους γονείς και στους δασκάλους τους (36 συνολικά συνεντεύξεις), όπου κατά κύριο λόγο διερευνήθηκαν: οι πρακτικές διαχείρισης που υιοθετούνται από τους γονείς και τους δασκάλους απέναντι στα προβλήματα συμπεριφοράς των μαθητών, ο τρόπος που αυτές βιώνονται από τους μαθητές, οι αντιδράσεις που τους προκαλούν και η αποτίμηση της αποτελεσματικότητάς τους κι από τις τρεις πλευρές. Η ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων της έρευνας, η οποία βασίστηκε στο Στατιστικό Πακέτο IBM SPSS Statistics Version 20, περιελάμβανε Διμεταβλητές Σχέσεις, Διερευνητική Παραγοντική Ανάλυση/Exploratory Factor Analysis (EFA), Επιβεβαιωτική Παραγοντική Ανάλυση /Confirmatory Factor Analysis (CFA) και Ανάλυση Διαδρομών/Path Analysis, όπου εξετάστηκε η προσαρμογή 9 διαφορετικών Μοντέλων Διαδρομών/Path Models. Οι συνεντεύξεις της ποιοτικής μελέτης αναλύθηκαν με τη μέθοδο της ανάλυσης περιεχομένου. Σύμφωνα με τα βασικότερα ευρήματα του εμπειρικού μέρους: 1) η αυτοαντίληψη του μαθητή διαδραματίζει τον πιο σημαντικό ρόλο στην πρόβλεψη των προβλημάτων συμπεριφοράς στο συγκεκριμένο πληθυσμό μαθητών, συγκρινόμενη τους άλλους παράγοντες ψυχοκοινωνικής του ανάπτυξης (κοινωνική, συναισθηματική και σχολική επάρκεια), 2) η εχθρότητα/επιθετικότητα του πατέρα και της μητέρας προβλέπουν σε σημαντικό βαθμό την παρουσία προβλημάτων συμπεριφοράς στον πληθυσμό αυτό, 3) η στάση αποδοχής/απόρριψης των δύο γονιών συνάδει μεταξύ τους, με τη στάση του πατέρα να επηρεάζει τη στάση της μητέρας στις ήπιες μορφές απόρριψης και τη στάση της μητέρας να επηρεάζει τη στάση του πατέρα στις πιο έντονες μορφές απόρριψης, ενώ η αντίστοιχη στάση του δασκάλου επηρεάζεται από τη στάση του πατέρα, 4) η ζεστασιά/στοργή της μητέρας διαδραματίζει τον πιο σημαντικό ρόλο στην πρόβλεψη των προβλημάτων συμπεριφοράς και της σχολικής επάρκειας των μαθητών αυτών, συγκρινόμενη με τις άλλες διαστάσεις μητρικής και πατρικής αποδοχής/απόρριψης, ενώ τόσο η συνοχή, όσο και η σύγκρουση της οικογένειας προβλέπουν με τον ίδιο τρόπο την υγιή/ικανή οικογενειακή λειτουργία και 5) η αδιαφοροποίητη απόρριψη του δασκάλου προβλέπει στο μεγαλύτερο βαθμό την παρουσία προβλημάτων συμπεριφοράς στο συγκεκριμένο πληθυσμό μελέτης συγκριτικά με τις άλλες διαστάσεις αποδοχής/απόρριψης του δασκάλου, ενώ τόσο η συνεκτικότητα, όσο και η διενεκτικότητα της τάξης προβλέπουν με τον ίδιο τρόπο την ικανοποίηση από τη λειτουργία της τάξης. Ακόμα, βάσει των κυριότερων δεδομένων του ποιοτικού μέρους της έρευνας: 1) υπερισχύουν οι αρνητικές γονικές και εκπαιδευτικές πρακτικές αντιμετώπισης της προβληματικής συμπεριφοράς των μαθητών (π.χ. ανέβασμα του τόνου της φωνής, τιμωρίες, φυσική/σωματική επιθετικότητα), σύμφωνα με τις αναφορές των ίδιων των μαθητών, 2) οι πρακτικές των γονιών κι ειδικά της μητέρας βιώνονται από τους μαθητές ως πιο σκληρές από εκείνες των δασκάλων τους και συνήθως συνδέονται με τη μη συμμόρφωσή τους, σε αντιδιαστολή με εκείνες του δασκάλου, στις οποίες οι μαθητές συμμορφώνονται, 3) οι αρνητικές γονικές πρακτικές προκαλούν συναισθήματα στενοχώριας, φόβου και θυμού στους μαθητές, 4) οι αποτελεσματικές γονικές και εκπαιδευτικές πρακτικές ομόφωνα συνδέονται, κατά την αντίληψη των τριών πλευρών, με θετικούς κυρίως τρόπους προσέγγισης των μαθητών (π.χ. συζήτηση, ενθάρρυνση, χιούμορ), ενώ οι αναποτελεσματικές πρακτικές με αποκλειστικά αρνητικούς τρόπους προσέγγισής τους (π.χ. ανέβασμα του τόνου της φωνής, τιμωρία, επίπληξη) και 5) οι μαθητές ζητούν από τους γονείς και τους δασκάλους τους να σταματήσουν τις αρνητικές πρακτικές και να αυξήσουν τις θετικές πρακτικές που εφαρμόζουν. Πρόκειται για δεδομένα που συμβάλλουν σημαντικά στη βαθύτερη κατανόηση του συγκεκριμένου πληθυσμού μελέτης, η οποία συνιστά αναγκαία προϋπόθεση και συνθήκη για το σχεδιασμό και την υλοποίηση εστιασμένων/αποτελεσματικών προληπτικών προγραμμάτων και παρεμβάσεων σχετικά με την προβληματική/αντικοινωνική (επιθετική και παραβατική) συμπεριφορά των προ-εφήβων μαθητών.


2021 ◽  
Vol 3 (4) ◽  
Author(s):  
Allison Parks ◽  
Jakob Clason van de Leur ◽  
Marcus Strååt ◽  
Fredrik Elfving ◽  
Gerhard Andersson ◽  
...  

Background Perfectionism is often defined as the strive for achievement and high standards, but can also lead to negative consequences. In addition to affecting performance and interpersonal relationships, perfectionism can result in mental distress. A number of different self-report measures have been put forward to assess perfectionism. Specifically intended for clinical practice and research, the Clinical Perfectionism Questionnaire (CPQ) was developed and is presently available in English and Persian. To promote its use in additional contexts, the current study has translated and investigated the psychometric properties of the Swedish version of the CPQ. Method A Confirmatory Factor Analysis was performed to examine the best fit with data, using a priori-models and a sample of treatment-seeking participants screened for eligibility to receive Internet-based cognitive behavior therapy (n = 223). Results The results indicated a lack of fit with data. A two-factor structure without the two reversed items (2 and 8) exhibited the best fit, perfectionistic strivings and perfectionistic concerns, but still had poor structural validity. Correlations with self-report measures of perfectionism, depression, anxiety, dysfunctional beliefs, self-criticism, quality of life, and self-compassion were all in the expected directions. Eight-week test-retest correlation was Pearson r = .62, 95% Confidence Interval [.45, .74], using data from 72 participants in the wait-list control, and the internal consistency for the CPQ, once removing the reversely scored items, was Cronbach’s α = .72. Conclusion The CPQ can be used as a self-report measure in Swedish, but further research on its structural validity is needed.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document