Επίπεδα VEGF σε πλευριτική συλλογή και περιφερικό δείγμα αίματος σε ασθενείς με καρκίνο πνεύμονα
Ο πρωταρχικός σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η προοπτική διερεύνηση της δυνητικής προγνωστικής αξίας των προθεραπευτικών επιπέδων VEGF ορού και πλευριτικού υγρού σε ασθενείς με μη μικροκυτταρικό καρκίνο πνεύμονα (ΜΜΚΠ) που παρουσιάζονται με κακοήθη πλευριτική συλλογή. Επιπρόσθετος στόχος ήταν η διαλεύκανση της διαγνωστικής χρησιμότητας των προθεραπευτικών επιπέδων VEGF ορού για τη διάκριση μεταξύ ασθενών με ΜΜΚΠ και υγιών ατόμων. Στο παρόν ερευνητικό έργο μελετήσαμε προοπτικά 40 συνεχόμενους νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με ΜΜΚΠ, με κακοήθη πλευριτική συλλογή χωρίς απομακρυσμένες μεταστάσεις, που παραπέμφθηκαν για ογκολογική θεραπεία και αντιμετωπίστηκαν στην Ογκολογική Μονάδα της 3ης Πανεπιστημιακής Παθολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Η Σωτηρία», μεταξύ Σεπτεμβρίου 2009 και Σεπτεμβρίου 2013. Τα επίπεδα VEGF ορού και πλευριτικού υγρού μετρήθηκαν με τη χρήση ανοσοενζυμικής μεθόδου (ELISA). Τα επίπεδα VEGF ορού μετρήθηκαν επίσης σε πενήντα υγιείς μάρτυρες, εξομοιωμένους ως προς το φύλο και την ηλικία με τους ασθενείς (p=0.517 και p=0.795, αντιστοίχως). Η διαγνωστική ακρίβεια των επιπέδων VEGF ορού για τη διάκριση μεταξύ ασθενών με ΜΜΚΠ και υγιών μαρτύρων υπολογίστηκε με τη χρήση καμπυλών λειτουργικού χαρακτηριστικού δέκτη (Receiver operating characteristic curves, ROC curves). Τα επίπεδα VEGF ορού και πλευριτικού υγρού συσχετίσθηκαν με δημογραφικές και κλινικοπαθολογοανατομικές παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένου του φύλου, της ηλικίας, του ιστορικού καπνίσματος, του performance status,του ιστολογικού τύπου του όγκου και της ανταπόκρισης στη θεραπεία. Η προγνωστική αξία κάθε μεταβλητής για τη συνολική επιβίωση και το διάστημα ελεύθερο προόδου νόσου αξιολογήθηκε με μονοπαραγοντική και πολυπαραγοντική ανάλυση παλινδρόμησης του Cox (univariate and multivariate Cox regression analysis). Οι διάμεσες τιμές VEGF ορού ήταν στατιστικώς σημαντικά υψηλότερες στους ασθενείς σε σύγκριση με τους υγιείς μάρτυρες (p<0.001), ενώ το βέλτιστο διαχωριστικό όριο όσον αφορά στις τιμές VEGF ορού για τη διάκριση μεταξύ ασθενών και μαρτύρων ήταν 375 pg/ml, με τιμές ευαισθησίας και ειδικότητας 76.9% και 98.0%, αντιστοίχως. Επίπεδα VEGF ορού μεγαλύτερα απο 375 pg/ml και επίπεδα VEGF πλευριτικού υγρού μεγαλύτερα από τη διάμεση τιμή, καθώς και η παρουσία προόδου νόσου, συσχετίσθηκαν με χαμηλότερο διάστημα PFS και χαμηλότερη συνολική επιβίωση, τόσο στη μονοπαραγοντική όσο και στην πολυπαραγοντική ανάλυση επιβίωσης. Στατιστικά σημαντική συσχέτιση παρατηρήθηκε επίσης μεταξύ των επιπέδων VEGF ορού και πλευριτικού υγρού (p<0.001).Τα αποτελέσματα της μελέτης μας υποδεικνύουν ότι τα επίπεδα VEGF ορού μπορεί να χρησιμεύουν για τη διάκριση μεταξύ ασθενών με ΜΜΚΠ και υγιών, καθώς και ότι τα αυξημένα προθεραπευτικά επίπεδα VEGF τόσο στον ορό και στο πλευριτικό υγρό ασθενών με ΜΚΚΠ προχωρημένου σταδίου μπορεί να αντιπροσωπεύουν ανεξάρτητους δείκτες δυσμενούς πρόγνωσης σε αυτή την υποομάδα των ασθενών. Για την επιβεβαίωση των ευρημάτων του παρόντος ερευνητικού έργου και την περαιτέρω διερεύνηση της πιθανής αξίας των ως άνω βιοδεικτών ως δεικτών πρόβλεψης όχι μόνο της επιβίωσης των ασθενών αυτών αλλά και της ανταπόκρισής τους στις στοχευμένες αντι-αγγειογενετικές θεραπείες, απαιτείται η διενέργεια μελλοντικών προοπτικών ερευνών σε μεγαλύτερες σειρές ασθενών.