Self-talk and emotions in competitive sport
Ο σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ της αυτο-ομιλίας και των συναισθηματικών διεργασιών και ακολούθως, στα πλαίσια της σχέσης αυτής, να εξετάσει το ρόλο των εξωτερικών συναισθηματικών αντιδράσεων. Η διδακτορική διατριβή αποτελείται από πέντε διαφορετικά άρθρα. Το πρώτο άρθρο περιλαμβάνει μια ανασκόπηση που παρουσιάζει γενικές ιδέες για το πώς η αυτο-ομιλία, οργανική και στρατηγική, έχει σχετιστεί στη βιβλιογραφία με τα συναισθήματα. Το δεύτερο άρθρο εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο η αυτο-ομιλία μπορεί να επηρεάσει τα συναισθήματα σε διάφορα στάδια της συναισθηματικής διαδικασίας σύμφωνα με το μοντέλο διαδικασίας της ρύθμισης των συναισθημάτων. Το τρίτο άρθρο επιχειρεί μια πιο συστηματική προσέγγιση για την σχετικά με τη σχέση μεταξύ της αυτο-ομιλίας και των συναισθηματικών διαδικασιών στο πλαίσιο του αθλητισμού, στην οποία τα ευρήματα των μελετών ταξινομήθηκαν με βάση την κατηγοριοποίηση της αυτο-ομιλίας σε οργανική και στρατηγική. Το τέταρτο άρθρο περιγράφει μια εμπειρική μελέτη που διεξήχθη σε αγωνιστικές συνθήκες αντισφαίρισης για την αξιολόγηση της σχέσης μεταξύ της αυτο-ομιλίας και των συναισθημάτων. Με τη χρήση μεθοδολογίας με βιντεοσκόπηση, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ένταση τόσο των συναισθημάτων που βιώθηκαν όσο και των εξωτερικών συναισθηματικών αντιδράσεων ήταν χαμηλότερη σε καταστάσεις όπου οι αθλητές ανέφεραν στοχευμένη αυτο-ομιλία, είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με αυθόρμητη αυτο-ομιλία, σε σύγκριση με καταστάσεις όπου οι αθλητές ανέφεραν μόνο αυθόρμητη αυτο-ομιλία. Τέλος, το πέμπτο άρθρο περιγράφει μια εμπειρική μελέτη που αξιολόγησε παράγοντες που προβλέπουν την εκδήλωση εξωτερικών συναισθηματικών αντιδράσεων αλλά και τις συνέπειες τους, σε αγώνες στην επιτραπέζια αντισφαίριση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι περιστασιακοί παράγοντες που σχετίζονται με τη σημασία της κατάστασης (π.χ. εναπομείναντες πόντοι στο σετ) μπορούσαν να προβλέψουν με συνέπεια θετικές και αρνητικές εξωτερικές συναισθηματικές αντιδράσεις, ενώ τα αποτελέσματα για περιστασιακούς παράγοντες που σχετίζονταν με τη δυνατότητα ελέγχου μίας κατάστασης (π.χ. προβάδισμα σε πόντους) ήταν λιγότερο σταθερά. Επιπλέον, βρέθηκε ότι ούτε οι θετικές ούτε οι αρνητικές εξωτερικές συναισθηματικές αντιδράσεις μπορούσαν να προβλέψουν το αποτέλεσμα του επόμενου πόντου. Συνολικά, η παρούσα διδακτορική διατριβή εισάγει διάφορες νέες κατευθύνσεις στην έρευνα που μπορούν συμβάλουν στη βελτίωση της κατανόησης για τη σχέση μεταξύ της αυτο-ομιλίας και συναισθηματικών διεργασιών και υπογραμμίζει τη σημασία της εξέτασης των διαφόρων συνιστωσών των συναισθημάτων κατά την εξέταση του ρόλου τους στο πλαίσιο του αθλητισμού.