scholarly journals Gospodarenje sitnom plavom ribom analizom uzoraka ribarskih lovina istočnog dijela Jadranskog mora

2016 ◽  
Vol Special edition (1) ◽  
pp. 245-252
Author(s):  
Bosiljka Mustać ◽  
Lorana Marić

Plan upravljanja ribolovom se dijelom temelji i na poznavanju bioloških parametara ribljih vrsta. Sitna plava riba je gospodarski iznimno značajna za RH. S obzirom na već zabilježene fluktuacije pojedinih vrsta, preporuča se učestali monitoring populacija svih vrsta sitne plave ribe, uz analizu njihovih ihtioloških parametara. U ovom radu su prikazani rezultati analiza uzoraka ribarskih lovina sitne plave ribe u razdoblju od 2. lipnja 2014. do 22. travnja 2015. godine iz Jadranskog mora. Ukupno je obrađeno 17 uzoraka (N=2377) koji su potjecali iz sljedećih ribolovnih zona (podzona): A (a3), B (b2 i b3), C (c1),E (e2, e5 i e6) i F (f1 i f2) . Promatrajući zastupljenost vrsta u uzorcima, utvrđeno je da je srdela Sardina pilchardus (64,79%) bila najzastupljenija vrsta. Po zastupljenosti je slijedio inćun Engraulis encrasicolus (28,82%), zatim šarun (šnjur) Trachurus trachurus (3,11%), plavica (lokarda) Scomber japonicus (1,73%), srdela golema Sardinella aurita (1,05%), papalina Sparttus sprattus (0,46%) i iglica Belone belone (0,05%). Uredbom vijeća (EZ-a) br. 1967/2006 o mjerama upravljanja za održivo iskorištavanje ribljih resursa u Sredozemnom moru, dane su minimalne lovne dužine za sitnu plavu ribu. Prema podacima ovog istraživanja, nisu uočena prekoračenja minimalnih dozvoljenih lovnih dužina najzastupljenijih vrsta: srdele i inćuna

2000 ◽  
Author(s):  
Στυλιανός Σωμαράκης

Στην παρούσα διατριβή μελετήθηκε το ιχθυοπλαγκτό του Β.Α. Αιγαίου (Θρακικό-Κόλπος Καβάλας) κατά το μήνα Ιούνιο και τα έτη 1993, 1994, 1995 και 1996. Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο γαύρο (Engraulis encrasicolus) του οποίου μελετήθηκε με λεπτομέρεια η παραγωγή αβγών και ιχθυονυμφών. Οι δειγματοληψίες πραγματοποιήθηκαν σε προκαθορισμένο δίκτυο σταθμών που κάλυπτε το σύνολο της υφαλοκρηπίδας και περιλάμβαναν λοξές σύρσεις του δειγματολήπτη "Bongo-net" και λήψεις κατακορύφων διατομών θερμοκρασίας και αλατότητας. Κατά τα έτη 1993 και 1995, η δειγματοληψία ιχθυοπλαγκτού συνοδεύτηκε από ταυτόχρονη δειγματοληψία ενηλίκων ατόμων γαύρου επί του εμπορικού στόλου των γρι-γρί, ή και επι του ερευνητικού σκάφους "ΦΙΛΙΑ", με τη χρησιμοποίηση πελαγικής τράτας. Τα δείγματα των ενηλίκων χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση παραμέτρων, όπως η γονιμότητα ομάδας και η συχνότητα ωοτοκίας και τελικά εκτιμήθηκε η βιομάζα του αναπαραγόμενου αποθέματος γαύρου στο Β.Α. Αιγαίο κατά τον Ιούνιο του 1993 και 1995. Παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές στις περιβαλλοντικές συνθήκες μεταξύ των ετών. Τον Ιούνιο του 1993 και 1996 τα επιφανειακά νερά είχαν σημαντικά χαμηλότερη θερμοκρασία και αλατότητα και χαρακτηρίζονταν από υψηλότερες συγκεντρώσεις ζωοπλαγκτού σε σχέση με το 1994 και 1995. Υπάρχοντα μετεωρολογικά δεδομένα (θερμοκρασία αέρα, κάλυψη με νέφη) και δεδομένα της επιφανειακής θερμοκρασίας της θάλασσας (SST) έδειξαν ότι οι διαφορές αυτές αντιστοιχούσαν σε ψυχρότερες περιόδους χειμώνα/άνοιξης κατά το 1993 και 1996. Οι ιχθυονύμφες του γαύρου και των μεσοπελαγικών ειδών, ήταν περισσότερο άφθονες κατά τον Ιούνιο 1993 και 1996, ενώ άλλα επιπελαγικά είδη, όπως τα Sardinella aurita, Trachurus mediterraneus, Scomber japonicus και Auxis rochei, παρουσίαζαν μεγαλύτερη αφθονία κατά τα έτη 1994 και 1995. Tέλος, ορισμένα βενθοπελαγικά είδη, όπως τα Mullus spp., Serranus cabrilla, Scorpaena spp., Coris julis και Chromis chromis, παρουσίαζαν επίσης μεγαλύτερη αφθονία κατά το 1994 και 1995. Τα αποτελέσματα των πολυπαραγοντικών αναλύσεων των δεδομένων του ιχθυοπλαγκτού, για κάθε έτος ξεχωριστά, χαρακτηρίζονταν από μεγάλη μεταξύ των ετών διακύμανση, που οφειλόταν στις διαφορές στην αφθονία και κατανομή των διαφόρων taxa ανάμεσα στα έτη. Ωστόσο, η μέση δομή και κατανομή των συναθροίσεων ιχθυονυμφών χαρακτηριζόταν από ένα σαφές πρότυπο, σχετιζόμενο με το βάθος και πιο συγκεκριμένα με τη βαθυμετρική κατανομή των ενηλίκων. Η ένταση της ωοτοκίας του γαύρου συνδεόταν ισχυρά με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες (θερμοκρασία, αλατότητα, όγκος ζωοπλαγκτού), οι οποίοι παρουσίαζαν σημαντικά μεγαλύτερη διακύμανση ανάμεσα στα έτη, σε σχέση με τη διακύμανση που παρουσίαζαν σε κάθε έτος ξεχωριστά. Η αφθονίες αβγών ήταν μεγαλύτερες όταν ο όγκος ζωοπλαγκτού ήταν υψηλός. Κατά τον Ιούνιο 1993 και 1995 (τα έτη με διαθέσιμα δείγματα ενηλίκων), η ευρωστία, η γονιμότητα ανά ομάδα, η συχνότητα ωοτοκίας, αλλά και το μέγεθος των αβγών, ήταν σημαντικά μεγαλύτερα το 1993 σε σχέση με το 1995, δηλαδή, όταν και ο δείκτης της ζωοπλαγκτονικής παραγωγής ήταν σημαντικά υψηλότερος. Το μέγεθος των αβγών ήταν μεγαλύτερο το 1993 και 1994 σε σχέση με το 1995 και 1996. Μεγάλες συγκεντρώσεις ιχθυονυμφών γαύρου στο χώρο συνδέονταν με αυξημένες τιμές όγκου ζωοπλαγκτού. Επίσης, υπήρχε μια τάση αύξησης της αφθονίας των ιχθυονυμφών νοτιότερα (βαθύτερα) αυξανομένου του μήκους τους. Ωστόσο, η θνησιμότητα των ιχθυονυμφών ήταν μεγαλύτερη κατά το 1996, όταν η παραγωγή αβγών και ο όγκος ζωοπλαγκτού είχαν σημαντικά υψηλότερες τιμές. Η αύξηση και η ευρωστία (εκτιμούμενη με μετρήσεις της διακυμαινόμενης ασυμμετρίας) ήταν μεγαλύτερες το 1994 και παρόμοιες το 1995 και 1996. Η μεγαλύτερη αύξηση των ιχθυονυμφών κατά το 1994, αφορούσε κυρίως στα στάδια μετά την κύρτωση της νωτοχορδής. Το στάδιο της κύρτωσης (flexion) φαίνεται να συνοδεύεται από σημαντικές αλλαγές στην αλλομετρική αύξηση, τα πρότυπα κατανομής στο χώρο και τη συμπεριφορά των ιχθυονυμφών. Συμπερασματικά, κατά την περίοδο της μετάβασης από τις χειμερινές στις καλοκαιρινές συνθήκες, λαμβάνει χώρα το μέγιστο της ζωοπλαγκτονικής παραγωγής, το οποίο φαίνεται να παρουσιάζει σημαντική ημερολογιακή διακύμανση στο Β.Α. Αιγαίο και στο οποίο, τα διάφορα είδη ανταποκρίνονται με διαφορετικούς τρόπους. Η ένταση της ωοτοκίας του γαύρου και άλλων μικρών πελαγικών ειδών (μεσοπελαγικών) φαίνεται να ανταποκρίνεται γρήγορα στην ποσότητα του ζωοπλαγκτού, δηλ. στη διαθέσιμη για τα ενήλικα τροφή. Όταν οι τροφικές συνθήκες είναι ευνοϊκές, ο γαύρος αυξάνει την παραγωγή αβγών, με αύξηση της γονιμότητας και της συχνότητας ωοτοκίας. Η γρήγορη απόκριση της παραγωγής αβγών στην παραγωγή ζωοπλαγκτού, δε φαίνεται να εξασφαλίζει την αυξημένη επιβίωση, αύξηση και ευρωστία των ιχθυονυμφών.


2021 ◽  
Vol 38 (2) ◽  
pp. 173-180
Author(s):  
Zafer Tosunoğlu ◽  
Sinan Mavruk ◽  
Nazlı Kasapoğlu

The retention-releasing patterns of the double-grid grating sieve placed on the deck of the purse seiners were revealed for four case species (Sardina pilchardus, Sardinella aurita, Engraulis encrasicolus and Boops boops) using a simulated data predicted from total length (TL) – maximum height (Hmax) and TL – maximum width (Wmax) regressions. To calculate these relationships, samples were collected during commercial purse seine operations between 3 April 2017 and 21 March 2018 in Izmir Bay, Aegean Sea (Turkey). Optimal Bar Spacing (OBS) values corresponding to minimum landing sizes or the length at first maturity were calculated separately for each species. OBS values were found 10.97 mm for sardine (Sardina pilchardus), 11.29 mm for round sardine (Sardinella aurita), 7.78 mm for anchovy (Engraulis encrasicolus) and 17.89 mm for bogue (Boops boops). The bar spacing regulations may constitute a promising management measure to release undersized fish for the purse seine fishery in the Aegean Sea.


2018 ◽  
Vol 26 (3) ◽  
pp. 2771-2781 ◽  
Author(s):  
Monia Renzi ◽  
Antonietta Specchiulli ◽  
Andrea Blašković ◽  
Cristina Manzo ◽  
Giorgio Mancinelli ◽  
...  

2013 ◽  
Vol 15 (1) ◽  
pp. 9 ◽  
Author(s):  
P. K. KARACHLE ◽  
K. I. STERGIOU

The present study examines the feeding habits of anchovy (Engraulis encrasicolus), sardine (Sardina pilchardus) and round sardinella (Sardinella aurita). The results are combined with previously published information on feeding-related morphological features (i.e. mouth area, intestine length and tail area) in order to explore morphological affinities between species and the effect of ecomorphology on their co-existence. These species were mainly zooplanktivorous and no dietary differences were found with sex and season. Anchovy preyed mainly on Crustacea larvae, whereas sardine and round sardinella on Copepoda. In the majority of cases (>90%), the individual fractional trophic level of all species ranged between 3.0 and 3.5, classifying them as omnivores with preference to animals. The feeding-related morphological features differed between anchovy and the two other species, whereas only intestine length differed between sardine and round sardinella. The fact that round sardinella’s diet and morphology show a greater resemblance to those of sardine, further support the hypothesis that is a particulate feeder as sardine. Hence the three species tend to exploit the same food resources differently throughout the year. Thus, they make best use of the environment and its resources, in order to avoid competition and achieve optimum feeding conditions throughout their life cycles


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document