trachurus trachurus
Recently Published Documents


TOTAL DOCUMENTS

195
(FIVE YEARS 37)

H-INDEX

27
(FIVE YEARS 3)

Author(s):  
Şennan Yücel ◽  
Birol Baki ◽  
Tuçe Altın ◽  
Gülşen Uzun Gören

In the present study, the production amount in the last five years (2015-2019) of Sinop province, which is located in the Black Sea Region and a significant part of fisheries production is carried out, was evaluated. For this purpose; Sinop Provincial Directorate of Agriculture and Forestry and TUIK (Turkish Statistical Institute) data were used. There are 2.326 commercial fishermen and 444 fishing boats in Sinop province. In the sea area of Sinop, 5 enterprises still produce culture fish in cages. The 2 potential marine culture areas identified in Sinop have an annual production capacity of 32.430 tons (31 enterprises). In addition, 5 bivalves (4.940 tons/year) and 1.000.000 number/year capacity juvenile fish production facilities are at the project stage. The total fisheries production of Sinop Province in 2019 was 34.620,9 tons, and 1.505 tons were obtained from aquaculture. In addition to these, 3.924 tons of fish processing facilities per year, and 35 tons of fish meal and oil processing facilities per year are operated. 66% of sea fish caught in Sinop are anchovy (Engraulis encrasicolus ponticus), 16% sprat (Sprattus sprattus phalericus), 13% horse mackerel (Trachurus trachurus), 3% bluefish (Pomatomus saltatrix) and 2% consists of other species. The most preferred marine fish by the consumers are anchovy (Engraulis encrasicolus ponticus), horse mackerel (Trachurus trachurus), whiting (Merlangus merlangus), red mullet (Mullus barbatus), bluefish (Pomatomus saltatrix), turbot (Psetta maxima) and bonito (Sarda sarda) and sea bream (Sparus aurata), sea bass (Dicentrarchus labrax) and rainbow trout (Oncorhyncus mykiss) are the culture fish species offered for sale throughout the year.


2022 ◽  
Vol 174 ◽  
pp. 113249
Author(s):  
Joana C. Prata ◽  
João P. da Costa ◽  
Armando C. Duarte ◽  
Teresa Rocha-Santos

2021 ◽  
Author(s):  
Σμαράγδα Δεσπότη

Οι απορρίψεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της αλιευτικής δραστηριότητας και τα τελευταία χρόνια έχουν συγκεντρώσει την προσοχή της επιστημονικής κοινότητας καθώς εγείρουν οικολογικούς προβληματισμούς και αποτελούν σημαντικό εμπόδιο για την ορθολογική διαχείριση των αλιευτικών πόρων. Μέχρι προσφάτως, οι περισσότερες μελέτες που αφορούσαν στις απορρίψεις ήταν κυρίως περιγραφικές. Ωστόσο, η συνειδητοποίηση της δυναμικής φύσης των απορρίψεων, που μεταβάλλονται χωρικά και χρονικά, έστρεψε την προσοχή μιας σειράς μελετών στην εκτίμηση της χωροχρονικής κατανομής τους. Στο πλαίσιο αυτό, σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν να συμβάλλει στη γνώση της χωροχρονικής κατανομής των απορρίψεων σε τρεις περιοχές της κεντροανατολικής Μεσογείου (Αιγαίο, Ιόνιο και Λιγυρικό-Τυρρηνικό πέλαγος). Αρχικά, η διατριβή επικεντρώθηκε στην εκτίμηση της χωροχρονικής κατανομής των απορρίψεων σε επίπεδο ομάδας ειδών στο Αιγαίο και στο Ιόνιο πέλαγος: των ψαριών με ΕΜΑΔ, των ψαριών χωρίς ΕΜΑΔ (Ελάχιστο Μέγεθος Αναφοράς Διατήρησης), των καρκινοειδών με ΕΜΑΔ, των καρκινοειδών χωρίς ΕΜΑΔ και του συνόλου των κεφαλόποδων. Οι απορρίψεις μοντελοποιήθηκαν με τη χρήση γενικευμένων προσθετικών μοντέλων συναρτήσει περιβαλλοντικών παραμέτρων, του βάθους, της εποχής και της γεωγραφικής υποπεριοχής. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι για όλες τις ομάδες απορρίψεων υπήρξαν διαφοροποιήσεις στην κατανομή των απορρίψεων. Για τα ψάρια με ΕΜΑΔ, μεγαλύτερες τιμές απορρίψεων εκτιμήθηκαν σε ρηχότερα νερά, ενώ για τα ψάρια χωρίς ΕΜΑΔ σε βαθύτερα νερά. Για τα καρκινοειδή με ΕΜΑΔ υψηλότερες τιμές απορρίψεων εκτιμήθηκαν σε βαθύτερα νερά, συγκριτικά με τα καρκινοειδή χωρίς ΕΜΑΔ όπου οι υψηλότερες τιμές απορρίψεων εκτιμήθηκαν σε παράκτια νερά. Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν ότι η μοντελοποίηση των απορρίψεων ανά κατηγορία είναι σημαντική καθώς βοηθάει στον προσδιορισμό περιοχών που δύναται οι απορρίψεις να είναι υψηλές, ενώ σε άλλη περίπτωση οι περιοχές αυτές δε θα ήταν δυνατό να εντοπιστούν από την εκτίμηση της κατανομής του συνόλου των απορρίψεων και μόνο. Στη συνέχεια, εκτιμήθηκε και χαρτογραφήθηκε η χωροχρονική κατανομή των απορρίψεων τριών εμπορικών ειδών με ΕΜΑΔ, του γκριζοσαύριδου Trachurus trachurus (Linnaeus, 1758), της γάμπαρης Parapenaeus longirostris (Lucas, 1846) και της σαρδέλας Sardina pilchardus (Walbaum, 1792) στο Αιγαίο πέλαγος. Τα είδη επιλέχθηκαν γιατί μεταξύ των ειδών με ΕΜΑΔ ήταν αυτά που είχαν το μεγαλύτερο ποσοστό απορρίψεων. Επίσης, διερευνήθηκε σε τι ποσοστό η κατανομή των απορρίψεων κάθε είδους συμπίπτει με τα πεδία συγκέντρωσης των νεαρών ατόμων του ίδιου του είδους. Οι απορρίψεις μοντελοποιήθηκαν με τη χρήση ιεραρχικών μπεϋζιανών μοντέλων συναρτήσει μιας σειράς παραμέτρων. Επίσης, στα μοντέλα συμπεριλήφθηκε και μια τυχαία χωρική επίδραση η οποία εξηγεί μια εγγενή χωρική αυτοσυσχέτιση που δεν μπορεί να εξηγηθεί από τις συμπεριλαμβανόμενες ανεξάρτητες μεταβλητές, η συμπερίληψη της οποίας παρέχει ορθότερες εκτιμήσεις από τα μοντέλα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι για τη σαρδέλα, οι υψηλότερες τιμές απορρίψεων εκτιμήθηκαν σε ρηχά νερά μέσα σε κόλπους, ενώ για τη γάμπαρη και το γκριζοσαύριδο σε βαθύτερα νερά ανοιχτά των κόλπων. Το ποσοστό της χωρικής επικάλυψης της κατανομής των απορρίψεων με τα πεδία συγκέντρωσης των νεαρών ατόμων ήταν μικρό για τη γάμπαρη και το γκριζοσαύριδο (~6% και ~10% αντιστοίχως), ενώ για τη σαρδέλα έφτασε το 57%. Τα αποτελέσματα υπογράμμισαν ότι οι απορρίψεις των τριών ειδών δεν οφείλονται μόνο σε υπομεγέθες αλίευμα αλλά και άλλοι λόγοι όπως η ζήτηση της αγοράς και οι περιορισμοί που θέτει η εθνική νομοθεσία συμβάλλουν στην απόρριψη τους. Τα δεδομένα των απορρίψεων χρησιμοποιήθηκαν για την πρόβλεψη της κατανομής πέντε μη εμπορικών ειδών ψαριών με υψηλή συχνότητα εμφάνισης στις καλάδες, των γουρλομάτη Argentina sphyraena (Linnaeus, 1758), αρνοζαγγέτα Arnoglossus laterna (Walbaum, 1792), κορδέλα Cepola macrophthalma (Linnaeus, 1758), βασιλάκη Capros aper (Linnaeus, 1758) και χανάκι Serranus hepatus (Linnaeus, 1758) στο Αιγαίο πέλαγος. Καθώς τα είδη αυτά απορρίφθηκαν στο σύνολο τους, οι απορρίψεις τους αποτελούν το σύνολο των συλλήψεών τους. Έτσι, η κατανομή των απορρίψεων τους αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την κατανομή των ειδών. Οι συλλήψεις μοντελοποιήθηκαν με τη χρήση γενικευμένων προσθετικών μοντέλων συναρτήσει του βάθους, περιβαλλοντικών παραμέτρων και του τύπου του υποστρώματος του βυθού. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η κατανομή των συλλήψεων του A. sphyraena και του C. aper ήταν πιο εκτεταμένη σε όλη την περιοχή μελέτης και σε μεγαλύτερα βάθη, ενώ για το A. laterna, το S. hepatus και το C. macrophthalma οι υψηλότερες τιμές συλλήψεων εκτιμήθηκαν σε υποθαλάσσια οροπέδια και ρηχά νερά μέσα σε κόλπους. Τέλος, εκτιμήθηκε η κατανομή του συνόλου των απορρίψεων με ΕΜΑΔ σε τρεις περιοχές της κεντροανατολικής Μεσογείου. Δημιουργήθηκε ένα κοινό γενικευμένο προσθετικό μοντέλο για το Αιγαίο, το Ιόνιο και το Λιγυρικό-Τυρρηνικό πέλαγος για το σύνολο των απορρίψεων με ΕΜΑΔ για να εκτιμηθεί η χωροχρονική κατανομή των απορρίψεων σε ευρύτερη χωρική κλίμακα. Οι χάρτες που προέκυψαν χρησιμοποιήθηκαν για να διερευνηθεί αν (α) οι υπάρχουσες Κλειστές Θαλάσσιες Περιοχές στην Αλιεία με τράτα βυθού (ΚΘΠΑ), (β) οι προτεινόμενες ΚΘΠΑ από τις τοπικές αρχές και (γ) οι προτεινόμενες θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές (ΘΠΠ) από διεθνείς οργανισμούς και οργανώσεις συμπίπτουν χωρικά με περιοχές που δύναται να αποφέρουν μεγάλες ποσότητες απορρίψεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το ποσοστό της χωρικής επικάλυψης της κατανομής των απορρίψεων με τις υπάρχουσες ΚΘΠΑ ήταν μικρό, ενώ για κάποιες ΘΠΠ ήταν αρκετά μεγάλο, υποδεικνύοντας ότι οι ΘΠΠ θα συμβάλλουν σε μεγαλύτερο βαθμό στον μετριασμό των απορρίψεων από τις ΚΘΠΑ. Τα μοντέλα κατανομής των απορρίψεων και οι χάρτες που δημιουργήθηκαν στην παρούσα διδακτορική διατριβή αποδίδουν την εικόνα της χωροχρονικής κατανομής των απορρίψεων από το επίπεδο της ομάδας ειδών στο επίπεδο του είδους. Αποτελούν ένα πρώτο βήμα και χρήσιμη πληροφορία για την αξιολόγηση των υπαρχόντων και προτεινόμενων κλειστών θαλάσσιων περιοχών ως προς την αποτελεσματικότητα τους για τον μετριασμό των απορρίψεων από το αλιευτικό εργαλείο τράτα βυθού. Είναι, επίσης, σημαντική πληροφορία για εργαλεία χωροταξικού σχεδιασμού με στόχο τον προσδιορισμό θαλάσσιων περιοχών με προτεραιότητα για προστασία. Τέλος, η πληροφορία που προέκυψε σε επίπεδο είδους και ομάδας ειδών μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οικοσυστημικά μοντέλα συνεισφέροντας στην κατανόηση των τροφικών σχέσεων και της δομής του θαλάσσιου τροφικού πλέγματος.


2021 ◽  
Vol 173 ◽  
pp. 113015
Author(s):  
Filipe Costa ◽  
João P. Coelho ◽  
Joana Baptista ◽  
Filipe Martinho ◽  
Eduarda Pereira ◽  
...  

2021 ◽  
Vol 6 (3) ◽  
pp. 457-468
Author(s):  
Hanae Nasri ◽  
Souad Abdellaoui ◽  
Abdelouadoud Omari ◽  
Omar Kada ◽  
Abdelhafid Chafi ◽  
...  

Trachurus trachurus, is a migratory, semi-pelagic species of the Carangidae family living in schools often associated with mackerel. This species is very common in the Mediterranean, and it is found on all Moroccan coasts. This study aims to determine the length-weight relationship and the condition factor (K) of Trachurus trachurus. Thus, 390 specimens were collected between August 2017 and August 2018 in the central-east region of the Moroccan Mediterranean. The parameters of the length-weight relationship were determined and analyzed by length and sex. It appears that this species has better growth in length than in weight, therefore having a negative or lower allometry. It varies according to sex, length, and season. This result shows that Trachurus trachurus in this study is not overweight in its habitat.


Author(s):  
N. U. Nwogwugwu ◽  
E. C. Chinakwe ◽  
C. E. Ihejirika ◽  
E. C. Ezenweani ◽  
C. C. Ngumah ◽  
...  

Aim: To assess the microbiological quality of uncooked smoked horse mackerel fish (Trachurus trachurus) sold in Owerri and ascertain the presence and prevalence of microorganisms of public health importance. Study Design: Random sampling was done. Place and Duration of Study: Department of Microbiology, Federal University of Technology, Owerri; from October, 2019 to April, 2020. Methodology: Smoked fish samples (n=20) were purchased randomly from retailers in Relief, Naze, Eziobodo and Obinze markets and taken to the laboratory for isolation and identification of microorganisms. Standard microbiological methods were employed to analyze for viable heterotrophic bacterial and fungal counts on nutrient agar and potato dextrose agar respectively, using the spread and streak plate techniques. Coliform counts were done on MacConkey agar. Biochemical characterization of the microorganisms was adopted for their identification. Results: Bacteria identified included Staphylococcus, Escherichia, Proteus, Salmonella and Micrococcus species. Total heterotrophic bacterial counts and coliform counts ranged from 2.8 x 106 cfu/g to 1.6 x 108 cfu/g and 2.7 x 104 cfu/g to 5.3 x 105 cfu/g respectively. Fungal species identified were Penicillium, Rhizopus, Mucor, Aspergillus and Fusarium spp and fungal counts as high as 4.5 x 105 cfu/g were recorded. Conclusion: The high level of microbial contamination of the samples and the presence of organisms of public health importance signifies an obvious danger to human health. Eating smoked fish without proper cooking should be discouraged by the relevant authorities. Also, food safety authorities should intensify their monitoring efforts towards controlling such contaminations and averting possible outbreaks of diseases.


Author(s):  
Fabio Macchioni ◽  
Perla Tedesco ◽  
Vanessa Cocca ◽  
Andrea Massaro ◽  
Paolo Sartor ◽  
...  

AbstractThis study investigated the distribution of nematode larvae of Anisakidae and Raphidascarididae (genera Anisakis and Hysterothylacium) in Trachurus trachurus (Linnaeus, 1758) in the Ligurian and central-northern Tyrrhenian Seas. The relationship between the number of parasites and the length and weight parameters of the fish was assessed, and the possible effect of the parasites on the condition factor was evaluated. A total of 190 T. trachurus specimens were collected in July 2019. Parasites were found in 70 individuals. A total of 161 visible larvae were collected in the viscera. Morphological analysis revealed the presence of Anisakis spp. in 55 fish and Hysterothylacium spp. in 15 fish, while 5 fish showed coinfection with both genera. The specimens subjected to PCR (n = 67) showed that 85% of the Anisakis larvae analyzed belonged to the species A. pegreffii, while the remaining 15% belonged to hybrids of A. pegreffii-A. simplex (s.s.). A total of 58% (n = 7) of the Hysterothylacium larvae analyzed belonged to the species H. fabri, while 42% belonged to the species H. aduncum. Our results support the hypothesis that infection with these parasites does not affect the condition of the fish host analyzed, and that body size and depth are major drivers in determining infection levels with Anisakid and Raphidascaridid nematodes.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document