Silvicultural education in Greece today and tomorrow

1996 ◽  
Vol 61 ◽  
Author(s):  
A. T.H. Hatzistathis ◽  
T. H. Zagas

Since  last century, silviculture in Greece has been based on the knowledge and  experience of the silviculturally developed countries, mainly those of  Central Europe. This knowledge was adapted to the Greek conditions with  satisfactory results. The Laboratory of Silviculture which belongs to the  Department of Forestry and Natural Environment pays attention to the existing  silvicultural problems of Greece and other countries and records them. With  proper evaluation of these problems in the framework of the present education  programme, our Laboratory tries to educate the students of the Department and  consult the Forest Engineers. Special attention is paid to the following  subjects:     - The multiple role of natural forest (with priority to their ecological  role).     - The rehabilitation of the degraded forest ecosystems (avoidance of the  danger of desertification).    - The landscape exology according to the contemporary needs.    - The protection of the forests and their regeneration mainly after  destruction.    - The systematic cultivation of forests and especially of plantations,  aiming mainly to safeguard their resistance against various dangers.

1993 ◽  
Vol 23 (11) ◽  
pp. 2329-2342 ◽  
Author(s):  
J.A. Addison

This review presents information on the occurrence, persistence and nontarget effects of Bacillusthuringiensis Berliner (B.t.) in soil, with particular emphasis on forest ecosystems. Both field and laboratory studies have confirmed that B.t. is able to survive for several years after spraying, but studies on long-term persistence and possible accumulation of spores in soils are inadequate. The ecological role of B.t. in the soil ecosystem is poorly understood; we do not even know where and under what conditions B.t. multiplies in nature. Information on the effects of B.t. on soil microflora is contradictory, with studies variously suggesting that B.t. caused an increase, a decrease, or did not affect indigenous bacterial populations. Toxicity of B.t. to species of several invertebrate taxa (Acarina, Nematoda, Collembola, Annelida, Hymenoptera) inhabiting the soil has been demonstrated, but only rarely is it possible to relate dosage information to field situations, and in many cases the B.t. subspecies tested are not currently used for pest control in North America. There is an urgent need for further research to elucidate the relationships between B.t. and the natural soil microflora and fauna.


2017 ◽  
Vol 168 (4) ◽  
pp. 186-189
Author(s):  
Georg J. Brosi ◽  
Hannes Jenny

Forest and game: an evergreen of wildlife management (essay) The federal and cantonal laws on wildlife and forest, dating back 140 years, have made it possible for the massively weakened large fauna and the degraded forest to recover. Instead of two species of large fauna in the Graubünden, there are now twelve, and forest area has increased by 60%. However, this positive outcome should not obscure the fact that there are still many challenges to be resolved in wildlife management in our cultural landscape. These challenges include managing the considerable seasonal differences in the biotope capacity of wildlife habitats, determining the ecological role of ungulates in our cultural ecosystem as a whole, the increasing disturbance from leisure activities, and the need to take account of the influence of large predators in planning hunting. Conflicts between forest and game can only be resolved in a broader context.


2018 ◽  
Vol 38 (24) ◽  
Author(s):  
徐欢 XU Huan ◽  
李美丽 LI Meili ◽  
梁海斌 LIANG Haibin ◽  
李宗善 LI Zongshan ◽  
伍星 WU Xing

Author(s):  
Stefanos Tsiaras ◽  
Christos Domakinis

The aim of this study is to assess the relationship between geological background and habitats of mushrooms. The study area is Grevena, a Prefecture of Greece well known for the great variety of the fungal flora and its distinctive geology. Thematic maps of the study area were produced with the use of GIS, taking under consideration geological formations, elevation, ecosystems and land use. Findings provide evidence that certain mushrooms are more likely to be found in specific ecosystems. The connection between forest ecosystems and the geology of the study area is more apparent, as certain forest types are related with specific geological formations; due to the insignificant presence of grasslands and riverine settings in the study area, it is not possible to assess the role of the geological formation for these mushroom habitats.


1999 ◽  
Vol 64 ◽  
Author(s):  
T. Zagas ◽  
T. Tsitsoni ◽  
P. Gkanatsas

Greek  Forestry relies basically on the principle of sustainability. Recently, this  term, eventhough    it is very old, has acquired a special interest as it redefines the  relation between man and    nature. Greek silviculturists adopted this principle many years ago, in the  form of providing    perpetually equal wood volumes, annually or periodically as well as other  social benefits.    Keep in mind, that the priorities and perspectives of silviculture as  discipline in Greece are the    following: The contribution to the protection of greek forests by applying  the most appropriate    silvicultural treatments as well as the rehabilitation of degraded forest  ecosystems (conversion    of coppices, cover of bare lands etc.), the maintenance of the existing  mixed forests and the    transformation of the pure conifer forests into mixed ones as well as the  improvement of structure of the high forests, the use of natural regeneration in the future in the same way it was    used so far, the prohibition of clear-cuttings in all forests and the use  of low impact management    methods, the application of selective harvesting and the keeping of  individual old trees until    their biological death, the protection of rare species and the creation of  a network of special    protected areas.


2014 ◽  
Author(s):  
Rahman Md Shoaibur

Το πείραμα διεξήχθη για να μελετηθεί η επίδραση της ξηρασίας στη μορφολογία των δενδρυλλίων, στην κατανομή της βιομάζας, στην αρχιτεκτονική των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης και στην επιβίωση στο πεδίο στα πρώτα στάδια της μεταφύτευσης. Τέσσερα μεσογειακά είδη επιλέχθηκαν να μελετηθούν ως προς τα προαναφερθέντα στοιχεία: δύο είδη μεταφυτεύτηκαν ως γυμνόριζα με ριζοκοπή τα Cercis siliquastrum και Fraxinus ornus (3 ετών) και τα άλλα δύο είδη μεταφυτεύτηκαν ως βωλόφυτα, τα Spartium junceum και Cupressus sempervirens (2 ετών). Η μελέτη διεξήχθη στο Arboretum του Εργαστηρίου Δασοκομίας του ΑΠΘ, κοντά στο χωριό Περιστερά το οποίο ανήκει στο Δήμο Βασιλικών Θεσσαλονίκης (γεωγραφικό μήκος 23º04'58"Ε και γεωγραφικό πλάτος 40º30'27"Β), κατά τη διάρκεια της περιόδου 2011-2012. Το κλίμα της περιοχής μελέτης είναι χαρακτηριστικό των μεσογειακών περιοχών με ζεστό και ξηρό καλοκαίρι και δροσερό χειμώνα. Τα δενδρύλλια μεταφέρθηκαν από το φυτώριο στο πεδίο το Νοέμβριο του 2011. Συνολικά 120 δενδρύλλια ανά είδος, ίδιας ηλικίας και παρομοίου μεγέθους μεταφυτεύτηκαν στο πεδίο. Μετά την εγκατάσταση, στα μισά δενδρύλλια εφαρμόστηκε ελεγχόμενη άρδευση, ενώ τα υπόλοιπα δεν έλαβαν καμία άλλη άρδευση εκτός από τις φυσικές βροχοπτώσεις (υδατικό στρές). Το πειραματικό σχέδιο ήταν πλήρως τοχαιοποιημένο. Η συλλογή δειγμάτων δενδρυλλίων πραγματοποιήθηκε σε τρείς περιόδους, με εκσκαφή μετά από 6, 8 και 10 μήνες από την στιγμή της μεταφύτευσης. Σε κάθε περίοδο, 12 δενδρύλλια συλλέχθηκαν τυχαία (4 δενδρύλλια × 3 επαναλήψεις) ανά χειρισμό και ανά είδος για την ανάλυση του ριζικού και βλαστικού συστήματος.Η έρευνα έδειξε ότι στα δενδρύλλια που εφαρμόστηκε το υδατικό στρες, η επιβίωση των γυμνόριζων των C. siliquastrum και F. ornus επηρεάστηκε σοβαρά από την ξηρασία εν συγκρίσει με τα βωλόφυτα δενδρύλλια (S. junceum και C. sempervirens). Οι χειρισμοί που έγιναν με έλλειψη άρδευσης απέδειξαν ότι το S. junceum είχε το υψηλότερο ποσοστό επιβίωσης (85%) ακολουθούμενο από το C. sempervirens (73,7%), C. siliquastrum (51,7%), ενώ το χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης είχε το F. ornus (45 %) μετά από 10 μήνες από την στιγμή της μεταφύτευσης. Στους χειρισμούς που έγιναν με ελεγχόμενη άρδευση (μάρτυρας), χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης καταγράφηκε πάλι στα δενδρύλλια του F. ornus (75% ), ενώ τα άλλα τρία είδη είχαν υψηλότερο ποσοστό επιβίωσης που κυμάνθηκε από 90 έως 93,3%. Για την επιβίωση και την αρχική εγκατάσταση των δενδρυλλίων που μελετήθηκαν σε συνθήκες πεδίου τα γυμνόριζα δενδρύλλια των C. siliquastrum και F. ornus παρουσίασαν μεγαλύτερη καταπόνηση στο υδατικό στρές μετά τη μεταφύτευση τους και μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας στο πεδίο, από τα βωλόφυτα δενδρύλλια των ειδών S. junceum και C. sempervirens. Αυτό οφείλεται στις καταπονήσεις των γυμνόριζων δενδρυλλίων κατά τη διάρκεια της εξαγωγής, μεταφοράς και φύτευσης τους, καθώς επίσης και στις ακραίες καιρικές συνθήκες, τις κακές εδαφικές συνθήκες και την ηλικία των δενδρυλλίων Η μορφολογία του βλαστού και της ρίζας, η κατανομή της βιομάζας και η αρχιτεκτονική της πρώτης τάξης των πλαγίων ριζών των γυμνόριζων δενδρυλλίων δεν επηρεάστηκαν από την ξηρασία, ενώ στην περίπτωση των βωλόφυτων δενδρυλλίων υπήρξε επίδραση 10 μήνες μετά την μεταφύτευση τους στο πεδίο. Τη μείωση από το αρχικό ύψος λόγω βλαστικού μαρασμού ακολούθησε η έκπτυξη νέων βλαστών, φύλλων ή η ανάπτυξη βελόνων στο κάτω μέρος των βλαστών. Αυτό μπορεί να αποτελεί προσαρμοστικό μηχανισμό για την ελαχιστοποίηση της υπερβολικής διαπνοής στα πρώτα στάδια εγκατάστασης των μεταφυτευμένων ειδών. Επιπλέον, η μεγαλύτερη αύξηση της διαμέτρου έναντι του ύψους των δενδρυλλίων όλων των ειδών, θα μπορούσε επίσης να είναι ένας μηχανισμός για την προσαρμογή κατά τις περιόδους ξηρασίας .Ο αριθμός των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης αυξήθηκε από τον αρχικό αριθμό σε όλα τα γυμνόριζα και τα καλλιεργούμενα σε δοχεία δενδρύλλια μετά τη μεταφύτευση. Γενικά τα δενδρύλλια με ελεγχόμενη άρδευση (μάρτυρας) είχαν σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό πλαγίων ριζών πρώτης τάξης από αυτά που δεν ποτίστηκαν καθόλου. Ο αριθμός των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης συσχετίστηκε με την ανάπτυξη, δηλαδή μεγαλύτερος αριθμός πλαγίων ριζών πρώτης τάξης, καλύτερη ανάπτυξη και επιβίωση στο πεδίο.Το μέσο μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης όλων των βωλόφυτων δενδρυλλίων των ειδών S. junceum και C. sempervirens βρέθηκε παρόμοιο στους δυο χειρισμούς λόγω του ανέπαφου ριζικού τους συστήματος, ενώ παρουσίασε σημαντική διακύμανση στα γυμνόριζα δενδρύλλια των C. siliquastrum και F. οrnus. Στο C. siliquastrum το μέσο μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης διέφερε σημαντικά μετά από 8 μήνες, αλλά μετά από 10 μήνες, το μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης αυξήθηκε 30,28% στα δενδρύλλια που δεν ποτίστηκαν καθόλου και 11,55 % στα δενδρύλλια που υπέστησαν ελεγχόμενη άρδευση, γεγονός που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως προσαρμοστικός μηχανισμός των καταπονημένων δενδρυλλίων για την εγκατάσταση τους σε συνθήκες ξηρασίας. Το μέσο μήκος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης του F. ornus δεν διέφερε αρχικά, αλλά διέφερε μετά από 10 μήνες μεταξύ των δύο υδατικών καταστάσεων. Παρατηρήσαμε ότι ο σχηματισμός των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης που προήλθαν μετά τη ριζοκοπή της κεντρικής ρίζας του F. οrnus, ήταν πολύ αργός. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί από τα αποτελέσματα του ότι τα δενδρύλλια του F.οrnus που έχουν υποστεί ριζοκοπή, μπορεί να χρειαστούν περισσότερο χρόνο για να προσαρμοστούν σε ξηρές τοποθεσίες από τα δενδρύλλια του C. siliquastrum σε αντίστοιχες συνθήκες.Η μέση διάμετρος των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης των γυμνόριζων και των βωλοφύτων δενδρυλλίων μειώθηκε από τους 8 μήνες στους 10 μήνες και στις δύο περιπτώσεις υδατικού καθεστώτος στις συνθήκες πεδίου. Η αύξηση του μήκους των πλαγίων ριζών πρώτης τάξης σε βάρος των διαμέτρων τους, ιδίως για τα δενδρύλλια που υπέστησαν υδατικό στρές μπορεί να είναι ένας από τους προσαρμοστικούς μηχανισμούς αυτών των δενδρυλλίων στις ξηρές περιοχές της Μεσογείου.Το σχετικό υδατικό περιεχόμενο (RWC) των φύλλων και βελονών βρέθηκε υψηλότερο στα δενδρύλλια με ελεγχόμενη άρδευση από ό, τι στα στρεσαρισμένα, σε όλα τα είδη. Η περιεκτικότητα σε υγρασία του εδάφους μεταβαλλόταν λόγω σποραδικών βροχοπτώσεων και διακυμάνσεων της θερμοκρασίας. Η περιεχόμενη υγρασία εδάφους ήταν 18,81 ± 0,44 % στις καλά ποτιζόμενες δοκιμαστικές επιφάνειες και 5,56 ± 0,08 % στις δοκιμαστικές επιφάνειες χωρίς άρδευση κατά τη διάρκεια διεξαγωγής του πειράματος. Προκειμένου να μειωθεί το ποσοστό θνησιμότητας και να έχουμε μια επιτυχημένη εγκατάσταση των γυμνόριζων δενδρυλλίων τα οποία έχουν υποστεί και ριζοκοπή, συνιστάται η άρδευση στο πρώτο έτος κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών.


2013 ◽  
Vol 33 (13) ◽  
pp. 3889-3897 ◽  
Author(s):  
缪宁 MIAO Ning ◽  
刘世荣 LIU Shirong ◽  
史作民 SHI Zuomin ◽  
马姜明 MA Jiangming ◽  
王晖 WANG Hui

Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document