A Child with a Chromosomal Aberration (Down Syndrome, Turner Syndrome, Klinefelter Syndrome)

2005 ◽  
pp. 143-143
Author(s):  
Murlidhar Mahajan
2020 ◽  
Vol 10 (1) ◽  
Author(s):  
Jun Hwan Cho ◽  
Eue-Keun Choi ◽  
In-Ki Moon ◽  
Jin- Hyung Jung ◽  
Kyung-Do Han ◽  
...  

Abstract There is a paucity of information as to whether chromosomal abnormalities, including Down Syndrome, Turner Syndrome, and Klinefelter Syndrome, have an association with atrial fibrillation (AF) and ischemic stroke development. Data from 3660 patients with Down Syndrome, 2408 with Turner Syndrome, and 851 with Klinefelter Syndrome without a history of AF and ischemic stroke were collected from the Korean National Health Insurance Service (2007–2014). These patients were followed-up for new-onset AF and ischemic stroke. Age- and sex-matched control subjects (at a ratio of 1:10) were selected and compared with the patients with chromosomal abnormalities. Down Syndrome patients showed a higher incidence of AF and ischemic stroke than controls. Turner Syndrome and Klinefelter Syndrome patients showed a higher incidence of AF than did the control group, but not of stroke. Multivariate Cox regression analysis revealed that three chromosomal abnormalities were independent risk factors for AF, and Down Syndrome was independently associated with the risk of stroke. In conclusion, Down Syndrome, Turner Syndrome, and Klinefelter Syndrome showed an increased risk of AF. Down Syndrome patients only showed an increased risk of stroke. Therefore, AF surveillance and active stroke prevention would be beneficial in patients with these chromosomal abnormalities.


2014 ◽  
Author(s):  
Εμμανουήλ Μανωλάκος

Τα μικρά υπεράριθμα χρωμοσώματα-δείκτες (sSMCs) ορίζονται ως δομικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες, μεγέθους ίσου ή μικρότερου από το χρωμόσωμα 20 που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν και να ταυτοποιηθούν με τις κλασικές κυτταρογενετικές τεχνικές. Ένα sSMC μπορεί να εμφανίζεται σε καρυότυπο με (1) 46 φυσιολογικά χρωμοσώματα, (2) αριθμητικές ανωμαλίες (π.χ. Turner syndrome ή Down syndrome), ή (3) δομικές ισοζυγισμένες ανωμαλίες. Τα sSMCs εμφανίζονται με συχνότητα 0.075% σε μη επιλεγμένα περιστατικά προγεννητικού ελέγχου ενώ μόνο 0.044% σε μεταγεννητικά περιστατικά. Η συχνότητα των sSMC στα περιστατικά προγεννητικού ελέγχου με υπερηχογραφικές ανωμαλίες είναι τουλάχιστον πέντε φορές μεγαλύτερη από ότι στα νεογνά και τουλάχιστον τρεις φορές υψηλότερη από ότι στα μη επιλεγμένα προγεννητικά περιστατικά. Επίσης 0.288% των ασθενών με αναπτυξιακή/νοητική υστέρηση έχουν ένα sSMC. Περίπου το 70% των de novo sSMC δεν έχει φαινοτυπικές επιπτώσεις. Ο κίνδυνος για φαινοτυπικές ανωμαλίες σε περιπτώσεις προγεννητικής εντόπισης ανέρχεται περίπου στο 13%. Αυτό εξαρτάται τόσο από την προέλευση του χρωμοσώματος-δείκτη, όσο και από το εάν εμφανίζεται για πρώτη φορά στο έμβρυο (de novo), ή είναι οικογενής (familial). Ο κίνδυνος μπορεί να κυμαίνεται από 7% όταν το de novo sSMCs προέρχεται από τα χρωμοσώματα 13, 14, 15, 21 και 22, έως το 28% για τα μη ακροκεντρικά χρωμοσώματα. Επίσης, περισσότερα από 98% των κληρονομούμενων sSMC είναι χωρίς φαινοτυπικές επιπτώσεις. Στον προγεννητικό έλεγχο το 16% των sSMC έχει κλινικές επιπτώσεις. Πιο συγκεκριμένα ο κίνδυνος για φαινοτυπικές ανωμαλίες ανέρχεται στο 10.9% για τα sSMC που προέρχονται από ακροκεντικά χρωμοσώματα και φθάνει στο 14% για τα μη ακροκεντρικά sSMC.Δεν γνωρίζουμε πάρα πολλά σχετικά με τον ακριβή τρόπο σχηματισμού των sSMC και είναι ιδιαίτερα ασαφές, πού, γιατί και πότε δημιουργείται ένα sSMC, κατά την διάρκεια της γαμετογένεσης ή της εμβρυογένεσης. Πάντως, υπάρχουν διάφορα μοντέλα του πώς δημιουργούνται οι διάφορες μορφές sSMC. Αυτές οι θεωρίες βασίζονται στα ευρήματα από το UPD και στην παρατήρηση ότι τα sSMCs μπορεί να δημιουργούνται από ατελή διόρθωση της τρισωμίας. Συνολικά, ένα sSMC σχηματίζεται από τον συνδυασμό δύο ή περισσοτέρων συμβάντων κατά της διάρκεια της γαμετογένεσης ή της εμβρυογένεσης.Κλασικά, η παρουσία ενός sSMC σε ένα ασθενή τεκμηριώνεται με την ζώνωση και ανάλυσή των χρωμοσωμάτων, είτε στο περιφερικό αίμα, είτε στο αμνιακό υγρό ή στις χοριακές λάχνες. Εάν με την κυτταρογενετική ανάλυση παρατηρηθεί ένα sSMC, τότε αυτό πρέπει να χαρακτηρισθεί περαιτέρω με μοριακές κυτταρογενετικές τεχνικές. Σήμερα με την ανάπτυξη της μοριακής κυτταρογενετικής και την χρήση των array-CGH μπορούν να χαρακτηριστούν σχεδόν όλες οι χρωμοσωμικές ανισοζυγίες.Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθούν πλήρως τα sSMCs που εντοπίζονται σε δείγματα προγεννητικού ελέγχου, προκειμένου να δοθεί σωστή πρόγνωση και γενετική συμβουλευτική. Απώτερος στόχος της μελέτης ήταν να γίνει συσχέτιση του γονότυπου με το φαινότυπο, και ειδικότερα με τα υπερηχογραφικά ευρήματα αλλά και την κλινική εικόνα του νεογνού σε περιπτώσεις συνέχισης της κύησης. Συγκεκριμένα, η μελέτη εστιάστηκε στο χαρακτηρισμό και ταυτοποίηση των χρωμοσωμάτων δεικτών σε δείγματα προγεννητικού ελέγχου και συγχρόνως στη μελέτη της παρουσίας ή όχι ευχρωματικής περιοχής, εφαρμόζοντας τεχνικές κλασικής κυτταρογενετικής και τεχνικές μοριακής κυτταρογενετικής (φθορίζων in situ υβριδισμός, FISH και array-CGH).Παράλληλα μελετήθηκε η παρουσία ή όχι μονογονεϊκής δισωμίας (UPD), εστιάζοντας στα χρωμοσώματα δείκτες των οποίων η προέλευσή ήταν από χρωμοσώματα που εμπλέκονται σε μονογονεϊκή δισωμία. Για το σκοπό αυτό έγινε μοριακή ανάλυση για την ύπαρξη ή όχι μονογονεϊκής δισωμίας στα περιστατικά με υπεράριθμο μικρό χρωμόσωμα-δείκτη που έχουν αυξημένο κίνδυνο για UPD. Χαρακτηρίσθηκαν επιτυχώς 42 χρωμοσώματα δείκτες που εντοπίσθηκαν σε περίπου 50.000 προγεννητικά δείγματα αμνιακού υγρού και χοριακών λαχνών. Τα αποτελέσματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής, ανέδειξαν τη συμβολή των μοριακών κυτταρογενετικών τεχνικών (FISH και array-CGH) στον ακριβή χαρακτηρισμό των μικρών χρωμοσωμάτων – δεικτών μετά τον εντοπισμό τους στον προγεννητικό έλεγχο. Χρησιμοποιώντας τεχνικές FISH και array-CGH στην παρούσα μελέτη κατορθώσαμε να χαρακτηρίσουμε επιτυχώς και τα 42 sSMCs που ανιχνεύθηκαν με την κλασσική κυτταρογενετική. Εκτός από την χρωμοσωμική προέλευση του sSMC προσδιορίσθηκε η παρουσία ή όχι ευχρωματίνης, το μέγεθος αυτής και ο αριθμός των γονιδίων που περιέχει. Συνολικά 19/42 (45%) περιπτώσεις από την συγκεκριμένη μελέτη συνδέονται με σημαντικά κλινικά ευρήματα. Αποτέλεσμα αυτών είναι να δοθούν σωστές γενετικές συμβουλές στα ζευγάρια.Στη παρούσα μελέτη εάν χρησιμοποιείτο μόνο η τεχνική array-CGH δεν θα είχαν ανιχνευθεί 16 περιπτώσεις sSMCs που αποτελούντο αποκλειστικά από ετεροχρωματικό υλικό. Στις 12/16 περιπτώσεις τo sSMC προέρχονταν από χρωμοσώματα όπως το 14 ή το 15 που ήταν απαραίτητη η ανάλυση UPD. Αντίθετα η μη χρησιμοποίηση των array-CGH δεν θα αποκάλυπτε την πολυπλοκότητα κάποιων sSMCs ούτε τον λεπτομερή χαρακτηρισμό αυτών των sSMCs, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σαφής εικόνα για την πρόγνωση και την γενετική συμβουλευτική. Η εκτεταμένη εφαρμογή του array-CGH αποκαλύπτει περισσότερες εκπλήξεις και πιθανόν να διαφοροποιηθεί η άποψη σχετικά με τη σύνθεση των υπεράριθμων χρωμοσωμάτων δείκτων. Συμπερασματικά η μοριακή κυτταρογενετική (FISH, array-CGH) σε συνδυασμό με άλλες μοριακές τεχνικές (UPD) μπορεί να παράσχει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με την χρωμοσωμική προέλευση και τη σύνθεση των χρωμοσωμάτων δεικτών στην προγεννητική διάγνωση. Με τη νέα τεχνολογία array-CGH είναι δυνατό να χαρακτηριστεί πλήρως το γενετικό περιεχόμενο του κάθε δείκτη και, σε ειδικές περιπτώσεις, να περιγραφεί και να προβλεφθεί ο πιθανός κλινικός φαινότυπος.


2018 ◽  
Vol 7 (4) ◽  
pp. 595-603 ◽  
Author(s):  
E Kohva ◽  
P J Miettinen ◽  
S Taskinen ◽  
M Hero ◽  
A Tarkkanen ◽  
...  

Background We describe the phenotypic spectrum and timing of diagnosis and management in a large series of patients with disorders of sexual development (DSD) treated in a single pediatric tertiary center. Methods DSD patients who had visited our tertiary center during the survey period (between 2004 and 2014) were identified based on an ICD-10 inquiry, and their phenotypic and molecular genetic findings were recorded from patient charts. Results Among the 550 DSD patients, 53.3% had 46,XY DSD; 37.1% had sex chromosome DSD and 9.6% had 46,XX DSD. The most common diagnoses were Turner syndrome (19.8%, diagnosed at the mean age of 4.7 ± 5.5 years), Klinefelter syndrome (14.5%, 6.8 ± 6.2 years) and bilateral cryptorchidism (23.1%). Very few patients with 46,XY DSD (7%) or 46,XX DSD (21%) had molecular genetic diagnosis. The yearly rate of DSD diagnoses remained stable over the survey period. After the release of the Nordic consensus on the management of undescended testes, the age at surgery for bilateral cryptorchidism declined significantly (P < 0.001). Conclusions Our results show that (i) Turner syndrome and Klinefelter syndrome, the most frequent single DSD diagnoses, are still diagnosed relatively late; (ii) a temporal shift was observed in the management of bilateral cryptorchidism, which may favorably influence patients’ adulthood semen quality and (iii) next-generation sequencing methods are not fully employed in the diagnostics of DSD patients.


Author(s):  
Evren GUMUS

In the present paper, we report two rare cases of Down syndrome (DS); mosaic Down-Turner syndrome and DS with rob (13;14). Patient 1 karyotype is mos 45,X[41] / 47, XX,+21[59] and patient 2 karyotype is 46, XY, rob (13;14)(q10;q10),+21. With these two unusual cases, we aimed to look at the most common numerical and structural chromosome anomalies from a different window and evaluate the phenotypic effect in the presence of different chromosomal anomalies. Our main goal is to evaluate the phenotypic characteristics of these two rare variants in the light of literature.


2009 ◽  
Vol 56 (1) ◽  
pp. 69-72 ◽  
Author(s):  
N. Hatipoglu ◽  
S. Kurtoglu ◽  
M. Kendirci ◽  
M. Keskin ◽  
H. per

2021 ◽  
Vol 12 (47) ◽  
pp. 76-83
Author(s):  
Renato Barcellos Rédua ◽  
Giuliane Ribeiro Viana ◽  
Maryana Heinze Sechim

Several human dentition developmental anomalies are reported in the literature. The etiology of these occurrences is related to genetic, environmental or sometimes idiopathic factors. Taurodontism is defined as apical displacement of the pulp floor and consequent enlargement of the pulp chamber in multiradicular teeth. It is a result of the failure to invaginate Hertwigs epithelial sheath horizontally and commonly expresses bilaterally. This morphological pattern of molars is observed in ruminant animals and was also found in ancient Neanderthals. Association of this condition to syndromes is not exclusive, it may be associated with genetic disorders such as Down Syndrome, Klinefelter Syndrome, among others. The diagnosis is exclusively radiographic, with no alterations in the dental element crown. Among the consequences is the complexity of endodontic treatment, greater fragility of taurodontic teeth submitted to endodontics and lower orthodontic anchorage of these elements. In this paper, three case reports of patients with taurodontism are described, two of them associated with hypodontia and one in a Down Syndrome patient. This paper also includes a literature review and discussion with the main clinical implications of this occurrence.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document