Χρησιμοποιώντας ένα ισορροπημένο panel 331 παντρεμένων γυναικών ηλικίας 39-45 ετών από τη British Household Survey για τα έτη 1991-2002, επιδιώκουμε να διερευνήσουμε τη δυναμική της προσφοράς εργασίας γυναικών με έμφαση στο πώς η υγεία επηρεάζει τις εργασιακές αποφάσεις των γυναικών. Η state dependence (η εξάρτηση του τρέχοντος στάτους συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό από αυτό της προηγούμενης περιόδου) στη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, η μη παρατηρούμενη ατομική ετερογένεια, η αυτοσυσχέτιση του όρου σφάλματος και οι αρχικές συνθήκες λαμβάνονται υπόψη μέσω της προσαρμογής κατάλληλων δυναμικών μοντέλων διακριτών επιλογών. Σε όλες τις προσεγγίσεις, η εκτίμηση του συντελεστή για την κατάσταση συμμετοχής στην αγορά εργασίας με χρονική υστέρηση μίας περιόδου αντανακλά θετική state dependence και είναι στατιστικά σημαντική. Η εκτιμώμενη μέση μερική επίδραση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας με χρονική υστέρηση μίας περιόδου δείχνει ότι, κατά μέσο όρο σε όλες τις γυναίκες και σε όλες τις χρονικές περιόδους, η πιθανότητα μιας γυναίκας να συμμετέχει στην αγορά εργασίας το τρέχον έτος είναι 60,37% υψηλότερη εάν η γυναίκα συμμετείχε στην αγορά εργασίας το προηγούμενο έτος από ό,τι αν δεν συμμετείχε. Η σημαντική επίδραση των μεταβλητών που σχετίζονται με την υγεία εντοπίζεται σε όλους τους εκτιμητές. Τα ευρήματα δείχνουν ότι οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα συμμετοχής στην αγορά εργασίας όταν δεν αναφέρουν περιοριστικά προβλήματα υγείας και όταν δηλώνουν άριστη, πολύ καλή, καλή ή μέτρια υγεία, σε σύγκριση με τις γυναίκες που δηλώνουν ότι έχουν κακή ή πολύ κακή υγεία. Η παρουσία άγχους και κατάθλιψης επίσης μειώνει την πιθανότητα συμμετοχής. Ακόμη, βρίσκουμε ότι τα περιοριστικά προβλήματα υγείας συσχετίζονται με ατομικά χαρακτηριστικά που μειώνουν την πιθανότητα συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, οι προβλεπόμενες πιθανότητες καταδεικνύουν την ισχυρή επίδραση της παρουσίας μικρών παιδιών και των προβλημάτων υγείας στην πιθανότητα συμμετοχής στην αγορά εργασίας.