Η διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (ΣΔ2) παρουσιάζει ιδιαίτερες προκλήσεις, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους. Σκοπός της μελέτης ήταν να συγκρίνει τον επιπολασμό ορισμένων γηριατρικών συνδρόμων, σε άτομα 65 ετών και άνω που ζουν στην κοινότητα, με ή χωρίς ΣΔ2. Διενεργήθηκε μία μελέτη χρονικής στιγμής, σε δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, με διαστρωματοποιημένη δειγματοληψία ως προς το ΣΔ2. Συνολικά 403 άτομα περιλήφθηκαν στην μελέτη, 198 με και 205 χωρίς ΣΔ2, στα οποία μελετήθηκαν, με τη βοήθεια δομημένης ατομικής κλινικής συνέντευξης και με τη χρήση ευρέως διαδεδομένων ανιχνευτικών κλιμάκων, οι εξής γηριατρικοί φαινότυποι: επηρεασμένη γνωστική λειτουργία, κατάθλιψη, περιορισμός στην κινητικότητα, λειτουργική έκπτωση και πτώσεις. Συλλέχθηκαν επίσης δεδομένα σχετικά με το ιατροκοινωνικό προφίλ. Τα άτομα με ή χωρίς διαβήτη δε διέφεραν ως προς το φύλο, την ηλικία, το βάρος και τον δείκτη μάζας σώματος. Τα άτομα με διαβήτη είχαν μεγαλύτερη περίμετρο μέσης και υψηλότερο επιπολασμό υπέρτασης, δυσλιπιδαιμίας και ιστορικού παροδικού ή εγκατεστημένου αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, ενώ έπαιρναν επίσης 2.3 περισσότερα φαρμακευτικά σκευάσματα σε σχέση με εκείνα χωρίς. Μεταξύ των εκτιμώμενων γηριατρικών συνδρόμων, η επηρεασμένη γνωστική λειτουργία ήταν σημαντικά συχνότερη στην ομάδα του ΣΔ2, όπως εκφραζόταν από το σκορ στην κλίμακα Mini Mental State Examination (MMSE), στην οποία τα άτομα με διαβήτη παρουσίασαν χαμηλότερη επίδοση κατά σχεδόν ένα πόντο σε σύγκριση με εκείνα χωρίς (μέση τιμή MMSE 26.8 έναντι 27.6, p=0.009), αλλά και από τη συχνότερη κατηγοριοποίηση στην ομάδα της επηρεασμένης γνωστικής λειτουργίας (36.4% έναντι 23.4%, p=0.004). Επίσης τα άτομα με διαβήτη παρουσίαζαν συχνότερα πιο αργή κινητική επίδοση, εκφραζόμενη με τη δοκιμασία Timed Up and Go (TUG), σε σχέση με εκείνα χωρίς διαβήτη (33.8% έναντι 24.9%, p=0.048). Πραγματοποιήθηκε επίσης ανάλυση ανά ηλικιακές υποομάδες, χωρίζοντας τον πληθυσμό της μελέτης μας σε νεότερους ηλικιωμένους 65-74 ετών και γηραιότερους ηλικιωμένους 75 ετών και άνω. Στην ηλικιακή υποομάδα των 75 ετών και άνω δεν βρέθηκαν διαφορές στον επιπολασμό των μελετώμενων γηριατρικών συνδρόμων μεταξύ των ατόμων με ή χωρίς διαβήτη. Αντίθετα, στην υποομάδα των νεότερων ηλικιωμένων 65-74 ετών, η μέση τιμή του σκορ MMSE διέφερε σημαντικά μεταξύ των ατόμων με ή χωρίς διαβήτη (27.3 έναντι 28.2, p=0.004), όπως και ο επιπολασμός της επηρεασμένης γνωστικής λειτουργίας (33.3 έναντι 15.4%, p=0.001), (OR: 2.8, 95%CI: 1.5-5.1, p=0.001). Επίσης το σκορ της γνωστικής δοκιμασίας Clock Drawing Test (CDT) διέφερε σημαντικά μεταξύ των ατόμων με ή χωρίς διαβήτη (9.1 έναντι 9.4, p=0.034) στη νεότερη ηλικιακή υποομάδα. Στην ίδια υποομάδα, η κινητικότητα, όπως εκτιμήθηκε από τη δοκιμασία TUG, φάνηκε πως διέφερε μεταξύ των ατόμων με ή χωρίς διαβήτη, τόσο όταν εκφραζόταν ως μέσος χρόνος εκτέλεσης της δοκιμασίας (10.9 έναντι 9.8 sec, p=0.017), όσο και όταν εκφραζόταν ως πιθανότητα για πιο αργή επίδοση (27.8 έναντι 12%, p=0.002) (OR: 2.8, 95%CI: 1.4-5.6, p=0.003). Τα αποτελέσματα διατηρήθηκαν και στα πολυπαραγοντικά λογαριθμικά μοντέλα, μετά από στάθμιση για πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες. Δεν αναδείχθηκαν σημαντικές διαφορές στα υπόλοιπα μελετώμενα γηριατρικά σύνδρομα μεταξύ των ομάδων με ή χωρίς διαβήτη στο σύνολο του μελετώμενου πληθυσμού, ούτε στις επιμέρους ηλικιακές υποομάδες. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ένα βαθμό γνωστικής και κινητικής ευπάθειας στα άτομα με διαβήτη. Επιπλέον, η ανάλυση ανά ηλικιακές υποομάδες ανέδειξε ένα συσχετισμό μεταξύ του ΣΔ2 και των γηριατρικών φαινοτύπων σε ηλικίες νεότερες από αυτές που κλασικά θεωρούνται πραγματικά γηριατρικές, υπονοώντας ένα είδος πρωιμότερης γήρανσης στα άτομα με ΣΔ2.