Το ενδιαίτημα των δέντρων είναι ένα περίπλοκο πλέγμα κορμών, κλαδιών και φυλλώματος, τα οποία καθιστούν την κίνηση και μετακίνηση απαιτητικές. Όμως, τα θηλαστικά έχουν καταφέρει να ανταπεξέλθουν στην πολυπλοκότητά του. Κατά την κίνηση επί των κλαδιών, η αναγκαιότητα για ασφάλεια και σταθερότητα εντείνεται. Επιπρόσθετα, καθώς τα πρώιμα ευθήρια θηλαστικά επιδεικνύουν μετακρανιακό σκελετό που σχετίζεται με τη διαβίωση στα δέντρα, είναι σημαντικό να μελετήσουμε τους συμπεριφορικούς μηχανισμούς που σχετίζονται με την αποδοτική δενδρόβια κίνηση. Ωστόσο, υπάρχει μία γενική έλλειψη ερευνών σε άλλα θηλαστικά και ιδιαίτερα τα πιο μικρόσωμα. Η παρούσα έρευνα χρησιμοποιεί μία πειραματική προσέγγιση προσομοιωμένων δενδρικών συνθηκών, επιχειρώντας να απομονώσει παραμέτρους των υποστρωμάτων και να συγκρίνει το πώς διαφορετικά μικρά θηλαστικά τροποποιούν τον βηματισμό τους για την δενδρόβια κίνηση. Για τους σκοπούς της παρούσας διατριβής εξετάσαμε οκτώ μικρόσωμα θηλαστικά: Acrobates pygmaeus(~12 g), Micromys minutus (~10 g), Apodemus agrarius (~20 g), Apodemus flavicollis (~30 g), Thallomys paedulcus (~70 g), Myodes glareolus (~20 g), Muscardinus avellanarius (~20 g), Glis glis (~130 g). Όλα κινηματογραφήθηκαν επί διαφορετικών διαμετρών υποστρωμάτων (2mm, 5mm, 10mm, 25mm) και κλίσεων (κάθοδος 45°, οριζόντιο, άνοδος 45°) στα 240 καρέ ανά δευτερόλεπτο σε ειδικά σχεδιασμένο τερράριο. Οι αναλύσεις μας αφορούσαν βασικές παραμέτρους βάδισης, όπως η διαγωνιότητα, ο παράγοντας φόρτου, ο δείκτης παράγοντα φόρτου, η ταχύτητα, το μήκος διασκελισμού και η συχνότητα διασκελισμού. Τα περισσότερα από τα εξεταζόμενα μικρά αναρριχητικά θηλαστικά επέλεξαν βάδιση πλευρικής-αλληλουχίας κατά την δενδρόβια κίνηση. Το Acrobates pygmaeus ήταν μια αξιοσημείωτη εξαίρεση, επιδεικνύοντας βάδιση διαγώνιας-αλληλουχίας, σε σύγκλιση με τα πρωτεύοντα. Τα περισσότερα μικρά θηλαστικά μείωσαν την διαγωνιότητα, τις σχετικές φάσεις αιώρησης των άκρων, και την ταχύτητα στα λεπτότερα υποστρώματα, προς αύξηση της σταθερότητας και απρόσκοπτης πλοήγησης. Σε πλατύτερα υποστρώματα, τα περισσότερα μικρά θηλαστικά αύξησαν σημαντικά την ταχύτητα και τις σχετικές φάσεις αιώρησης, και την χρήση ασύμμετρης βάδισης, με σκοπό ταχείες κινήσεις, αποφυγή εμποδίων και ενεργειακή βελτιστοποίηση, και πιθανώς μείωση έκθεσης στους θηρευτές. Η επίδραση της κλίσης στις παραμέτρους βάδισης ήταν πολύ ανόμοια ανάμεσα στα εξεταζόμενα είδη, υπονοώντας ότι πιθανώς να υπάρχει κάποια ενδογενής περιπλοκότητα, και διάφοροι μηχανισμοί οι οποίοι να επιδρούν σε αυτή. Σε σχέση με την ρύθμιση της ταχύτητας, σχεδόν όλα τα μικρά θηλαστικά αύξησαν την ταχύτητα κυρίως μέσω της συχνότητας διασκελισμού, παρά μέσω του μήκους διασκελισμού, το οποίο επίσης προωθεί την δενδρόβια ασφάλεια, μειώνοντας τις σωματικές ταλαντώσεις. Επιπροσθέτως, κάποιες από τις εξεταζόμενες παραμέτρους, όπως ο παράγοντας φόρτου και η συχνότητα διασκελισμού, προέβλεψαν με συνέπεια τον βαθμό δενδροδιαβίωσης. Εν κατακλείδι, παρά κάποιες περιορισμένες ανομοιότητες, τα μικρά δενδρόβια και αναρριχητικά θηλαστικά επιδεικνύουν συμπεριφορές που εν τέλει συνεισφέρουν στην επιτυχημένη εκμετάλλευση του ενδιαιτήματος των δέντρων. Το σωματικό μέγεθος και οι μορφολογικές ομοιότητες μεταξύ σύγχρονων δενδρόβιων/αναρριχώμενων μικρών θηλαστικών και των πρώιμων προγόνων των ευθηρίων (π.χ. Eomaia kai Juramaia) υπονοούν ότι αυτές οι πρώιμες μορφές θα συμπεριφέρονταν με παρόμοιους τρόπους, επιδεικνύοντας βάδιση πλευρικής-αλληλουχίας, σχετικά υψηλούς παράγοντες φόρτου, και αύξηση της ταχύτητας με αύξηση της συχνότητας διασκελισμού. Αυτές οι προσαρμογές, οι οποίες θα βοηθούσαν στην αποδοτική χρήση τόσο εδαφικών όσο και δενδρικών υποστρωμάτων, πολύ πιθανόν να συνεισέφεραν στην επιτυχή επικράτησή τους και στην ακόλουθη ακτινωτή διαπορά τους.