Χρήση της ρητίνης (Pistacia terebinthus) ως φορέα ακινητοποίησης κυττάρων ζύμης για την παραγωγή οίνων

2012 ◽  
Author(s):  
Μιχάλης Καλλής

Στην παρούσα διδακτορική διατριβή μελετήθηκε η χρήση της ρητίνης του δέντρου Pistacia terebinthus ως υπόστρωμα ακινητοποίησης κυττάρων Saccharomyces cerevisiae ΑΧΑΖ-1 για τη ζύμωση συνθετικών θρεπτικών μέσων γλυκόζης και σουκρόζης (12 %) καθώς και τη ζύμωση γλεύκους με αρχική πυκνότητα σακχάρων 12,5 και 16 oBe στις θερμοκρασίες 28, 21, 14 και 7 οC. Για λόγους σύγκρισης, πραγματοποιήθηκαν και ζυμώσεις σύμφωνα με τις παραδοσιακές διεργασίες, χρησιμοποιώντας ελεύθερα κύτταρα του ίδιου στελέχους ζυμομύκητα.Η σύσταση του φορέα ακινητοποίησης και η πιθανές αλληλεπιδράσεις του με τα ακινητοποιημένα κύτταρα και τα προϊόντα είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας. Γι’ αυτό το λόγο, τα ολικά πτητικά συστατικά της ρητίνης αναλύθηκαν με χρήση Αέριου Χρωματογράφου συνδεδεμένου με Φασματογράφο Μάζας (GC-MS) μετά από εκχύλιση σε μεθανολικά διαλύματα (0, 5, 10, 15 και 20 % v/v). Τα συστατικά που προσδιορίστηκαν ήταν κατά κύριο λόγο τερπενοειδείς ενώσεις. Η ακινητοποίηση των κυττάρων στη ρητίνη επιβεβαιώθηκε αρχικά με τη χρήση ηλεκτρονικού μικροσκοπίου και κατόπιν προσδιορίστηκε η ποσότητα (g) αλλά και το ποσοστό (%) των κυττάρων που ακινητοποιήθηκαν στη ρητίνη. Ακολούθησαν προκαταρκτικές ζυμώσεις συνθετικού θρεπτικού μέσου γλυκόζης μελετώντας διάφορες αναλογίες βιοκαταλύτη/υγρού ζύμωσης. Η αναλογία που επιλέχθηκε (100 g ρητίνης, 8 g S. cerevisiae ΑΧΑΖ-1, 400 ml υγρού ζύμωσης), χρησιμοποιήθηκε σε ζυμώσεις συνθετικών θρεπτικών μέσων γλυκόζης και σουκρόζης πυκνότητας σακχάρων 7 oBe αλλά και σε ζυμώσεις γλεύκους με πυκνότητες σακχάρων 12,5 και 16 oBe στις θερμοκρασίες 28, 21, 14 και 7 οC. Τα αλκοολούχα διαλύματα και οι οίνοι που παράχθηκαν αναλύθηκαν με την χρήση Αέριου Χρωματογράφου (GC) για τον προσδιορισμό των συγκεντρώσεων των κύριων πτητικών παραπροϊόντων αλλά και της συγκέντρωσης της αιθανόλης. Η συγκέντρωση της αιθανόλης στους οίνους προσδιορίστηκε και με τη χρήση αλκοολομέτρου Gay-Lussac 10-20 % v/v μετά από απόσταξη των δειγμάτων. Τα δείγματα αναλύθηκαν και με την χρήση Υγρού Χρωματογράφου Υψηλής Απόδοσης (HPLC) για τον προσδιορισμό των αζύμωτων σακχάρων. Ακολούθησε ανάλυση με GC-MS για τον προσδιορισμό των ολικών πτητικών ενώσεων των δειγμάτων. Για τον προσδιορισμό των ολικών φαινολικών συστατικών χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος Folin-Ciocalteau. Τα δείγματα των οίνων αναλύθηκαν επιπλέον για τον προσδιορισμό της ολικής και πτητικής οξύτητας καθώς και της ικανότητας τους να παραμένουν αποθηκευμένα σε θερμοκρασία δωματίου αλλά και στους 4οC χωρίς να παρουσιάζουν μολύνσεις για ικανοποιητικό χρονικό διάστημα. Τέλος προσδιορίστηκε και η αντιοξειδωτική ικανότητα των οίνων με την μέθοδο της δέσμευσης ελεύθερων ριζών με χρήση του αντιδραστηρίου DPPH˙

2001 ◽  
Vol 36 (2) ◽  
pp. 196-201 ◽  
Author(s):  
F. Seibold ◽  
O. Stich ◽  
R. Hufnagl ◽  
S. Kamil ◽  
M. Scheurlen

2007 ◽  
Vol 45 (08) ◽  
Author(s):  
S Schmechel ◽  
V Schachinger ◽  
F Seibold ◽  
C Tillack ◽  
T Ochsenkühn ◽  
...  

ОВЧИННИКОВ А.А., ОВЧИННИКОВА Л.Ю., КОНОВАЛОВ Д.А. Южно-Уральский государственный аграрный университет Аннотация: В опыте были изучены титры антител против основных инфекционных заболеваний птицы (инфекционный бронхит кур ИБК, болезнь Гамборо, ньюкаслская болезнь) в крови у мясных кур кросса ISA Hubbard F-15, получавших пробиотические кормовые добавки на основе Saccharomyces cerevisiae или Васillus subtilis в количестве 0,50 кг/т комбикорма. Исследования показали, что цыплята суточного возраста уже имеют врожденный иммунитет к широко распространенным инфекционным заболеваниям птицы; титры антител к ИБК и болезни Гамборо до 59-суточного возраста имели тенденцию к снижению, затем повышались и достигали максимума к 151-суточному возрасту, затем плавно снижались. У птицы, получавшей добавки пробиотиков, титр антител к ИБК за продуктивный цикл был выше на 11,2-46,1%, к болезни Гамборо - на 7,2-26,8%, ньюкаслской болезни - на 14,4-27,9% по сравнению с контрольной группой. Установлено также, что периодическое применение пробиотиков в первые 45 сут. выращивания ремонтного молодняка, в периоды разноса кур, пика продуктивности и снижения яйцекладки повышает сохранность поголовья на 0,4-8,2%. Ключевые слова: МЯСНЫЕ КУРЫ, РЕМОНТНЫЙ МОЛОДНЯК, ПРОДУКТИВНЫЙ ПЕРИОД, КОРМОВАЯ ДОБАВКА, ПРОБИОТИКИ, СОХРАННОСТЬ, ТИТРЫ АНТИТЕЛ,


2008 ◽  
Vol 57 (1) ◽  
pp. 161-175
Author(s):  
Nikoletta Tóth ◽  
Hamuda Hosam E. A. F. Bayoumi ◽  
Attila Palágyi ◽  
Mihály Kecskés

Az utóbbi években egyre több tanulmány született a mikroorganizmusok nehézfém akkumulációjáról. A mikroszervezetek nehézfémekkel szembeni tűrőképességére és nehézfém felvételére a bioremediációs hasznosíthatóságuk miatt egyre nagyobb figyelmet fordítanak. A mikroorganizmusok tulajdonságai nagyon jól hasznosíthatóak a talajszennyezés monitorozásánál. A toxikus nehézfémek komoly ökológiai problémát jelentenek környezetünkben, ezért kiemelkedő fontosságú a nehézfémekkel szennyezett talajok tisztítása. In vitro , két S. cerevisiae törzs (NSS5099 és NSS7002) nehézfémekkel szembeni toleranciáját vizsgáltuk. A két törzs szaporodási kinetikáját olyan táptalajon tanulmányoztuk, amelyhez 50 µM koncentrációban adtunk Cu 2+ -, Pb 2+ -, Cd 2+ - vagy Ni 2+ -ionokat. A vizsgált nehézfémek élesztőtörzsekre gyakorolt toxicitása csökkenő sorrendben: Cu 2+ > Pb 2+ > Cd 2+ > Ni 2+ . A 350 µM koncentrációjú Cu 2+ , Pb 2+ vagy Cd 2+ és 450 µM koncentrációjú Ni 2+ 48 órás inkubációt követően 50%-kal csökkentette az élősejtek számát. Amikor a nehézfémek táptalajba történő adagolása előtt 50 mM Ca(HCO 3 ) 2 , 75 mM MgSO 4 , vagy 150 mM K 2 SO 4 -ot adtunk a közeghez csökkent a nehézfémek sejtekre gyakorolt toxicitása, és több sejt maradt életben. A 350 és 450 µM koncentrációban lévő nehézfémek toxicitását a fémsók 40%-kal csökkentették. A kapott eredmények alapján az NSS7002 törzs sokkal alkalmasabbnak bizonyult a nehézfémekkel szennyezett talajok tisztítására, mint az NSS5099._


2018 ◽  
Vol 39 (4) ◽  
pp. 474-482
Author(s):  
Hoang Thi Le Thuong ◽  
Nguyen Quang Hao ◽  
Tran Thi Thuy

Eight yeast strains (denoted as D1 to D8) were isolated from samples of natural fermented pineapple. Strain D8 showed highest alcoholic production at low pH and special aroma of pineapple has been chosen for further study. Taxonomic characterization of strain D8 using morphological, biochemical and molecular biological studies confirmed that strain D8  belong to Saccharomycetaceae family, Saccharomycetales order and Saccharomyces cerevisiae species. Therefore, we named this strain as Saccharomyces cerevisiae D8 for further study on Brandy production from pineapple. Citation: Hoang Thi Le Thuong, Nguyen Quang Hao, Tran Thi Thuy, 2017. Taxonomic characterization and identification of Saccharomyces cerevisiae D8 for brandy production from pineapple. Tap chi Sinh hoc, 39(4): 474- 482. DOI: 10.15625/0866-7160/v39n4.10864.*Corresponding author: [email protected] Received 5 December 2016, accepted 12 August 2017


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document