Μελέτη των παθογόνων μικροοργανισμών σε λοιμώξεις διαβητικού ποδιού
Σκοπός της μελέτης ήταν η αξιολόγηση των πληροφοριών από την καλλιέργεια με βαμβακοφόρο στυλεό και την ποσοτική ιστική καλλιέργεια σε ασθενείς με νευροπαθητικό ή νευροϊσχαιμικό έλκος διαβητικού ποδιού και κλινική εικόνα λοίμωξης αυτού. Συμπεριελήφθησαν 113 ασθενείς, οι οποίοι χωρίστηκαν στην ομάδα Α (63 ασθενείς με νευροπαθητικό έλκος) και στην ομάδα Β (50 ασθενείς με νευροϊσχαιμικό έλκος). Η διάκριση του έλκους έγινε με βάση τα κλινικά χαρακτηριστικά αυτού και την κλινική εξέταση για τη διαπίστωση διαβητικής περιφερικής νευροπάθειας και περιφερικής αρτηριακής νόσου. Οι ασθενείς της ομάδας Β παρουσίαζαν σημαντικά μεγαλύτερη ηλικία και διάρκεια ΣΔ, όπως επίσης και σημαντικά βαρύτερη κλινική εικόνα περιφερικής νευροπάθειας και κλινική εικόνα λοίμωξης αλλά σημαντικά βραχύτερη διάρκεια έλκους ποδιού. Και στις δύο ομάδες, η καλλιέργεια με βαμβακοφόρο στυλεό για την ταυτοποίηση του υπεύθυνου παθογόνου παρουσίαζε υψηλή ευαισθησία (περίπου 90%) αλλά εξαιρετικά χαμηλή ειδικότητα (11-16%). Χάρη στην υψηλή ευαισθησία και τη χαμηλή τιμή λόγου αρνητικής πιθανοφάνειας (-LR), η καλλιέργεια με βαμβακοφόρο στυλεό αναδείχθηκε χρήσιμη για τον αποκλεισμό ενός μικροοργανισμού ως υπεύθυνου παθογόνου της λοίμωξης. Σε κάθε ομάδα, τα συχνότερα παθογόνα αποτέλεσαν ο Staphylococcus aureus και η Pseudomonas aeruginosa, ακολουθούμενα από την Klebsiella pneumonia, το Staphylococcus epidermidis και τον Proteus mirabilis, ενώ τα αναερόβια ήταν εξαιρετικά σπάνια. Επίσης σε κάθε ομάδα, ο αριθμός των απομονωθέντων ήταν σημαντικά υψηλότερος στο βαμβακοφόρο στυλεό σε σύγκριση με την ιστική καλλιέργεια. Αντίθετα δεν διαπιστώθηκε διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων ως προς το μικροβιακό φορτίο (στην ποσοτική ιστική καλλιέργεια) αλλά ούτε και ως προς τον αριθμό των απομονωθέντων στελεχών σε οποιαδήποτε μέθοδο καλλιέργειας. Σε κάποιους ασθενείς απομονώθηκαν και λιγότερο συνήθη παθογόνα: η προηγούμενη λήψη αντιβιοτικών, οι συχνές επισκέψεις σε νοσοκομεία και η μακρά διάρκεια του έλκους (> 4 μήνες) αποτελούσαν τους κύριους παράγοντες κινδύνου για αυτά. Τέλος, η αντοχή των αντιβιοτικών στα παθογόνα γενικά δεν ήταν υψηλή. Η πιπερακιλλίνη-ταζομπακτάμη αποτέλεσε το αντιβιοτικό με τη χαμηλότερη αντοχή στην Ψευδομονάδα αλλά και γενικότερα στα Gram-αρνητικά παθογόνα. Πολύ χαμηλή αντοχή στα Gram-αρνητικά παθογόνα παρουσίασαν επίσης η κεφταζιδίμη, η σιπροφλοξασίνη και οι καρβαπενέμες. Στους Gram- θετικούς κόκκους διαπιστώθηκε υψηλή αντοχή της κλινδαμυκίνης και της ερυθρομυκίνης. Στους MRSA, MSSA και στους εντεροκόκκους δεν διαπιστώθηκε αντοχή στα αντισταφυλοκοκκικά (βανκομυκίνη, τεϊκοπλανίνη, λινεζολίδη και τιγεκυκλίνη). Στους MSSA διαπιστώθηκε επίσης πολύ καλή δραστικότητα της ριφαμπικίνης και της κοτριμοξαζόλης.