scholarly journals Κοιτασματολογία και περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εκμετάλλευση του κοιτάσματος απλικίου της μεταλλευτικής περιοχής σκουριώτισσας Κύπρου

2014 ◽  
Author(s):  
Δανάη Αντιβάχη
Keyword(s):  
Icp Ms ◽  

Η παρούσα διατριβή εστιάζεται στο κοίτασμα Απλίκι, το οποίο αποτελεί τμήμα της μεταλλευτικής περιοχής της Σκουριώτισσας της Κύπρου, η οποία είναι σήμερα η μοναδική περιοχή εξόρυξης μεταλλεύματος και παραγωγής χαλκού στη νήσο. Η εξορυκτική δραστηριότητα στο Απλίκι, από την δεκαετία του 1960 έως το 1974, είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή 1.650.000 τόνων μεταλλεύματος χαλκού. Λόγω του τρόπου εκμετάλλευσης και της υπεργενετικής αλλοίωσης του μεταλλεύματος δημιουργήθηκε λίμνη όξινων υδάτων. Στόχος της διατριβής αυτής είναι η κοιτασματολογική και περιβαλλοντική μελέτη του κοιτάσματος και η σύνθεση ενός γεωπεριβαλλοντικού μοντέλου, μέσω της μελέτης του συστήματος «πέτρωμα-μετάλλευμα-υπεργενετικές αλλοιώσεις-ύδατα της λίμνης-περιβαλλοντικές επιπτώσεις», το οποίο θα είναι εφαρμόσιμο όχι μόνο για το Απλίκι αλλά και για παρόμοια με αυτό περιβάλλοντα.Για την επίτευξη των ερευνητικών αυτών στόχων έγινε ευρεία δειγματοληψία από τη μεταλλοφόρο ζώνη, τα επανθήματα και τα όξινα ύδατα της λίμνης και εργαστηριακή εξέταση με εφαρμογές τεχνικών AAS, ICP-MS, ICP-AES, XRD, SEM, RAMAN, EPMA, και ανάλυσης ισοτόπων θείου.Το μετάλλευμα του κοιτάσματος του Απλικίου φιλοξενείται εντός των κατωτέρων pillow λαβών του οφιολιθικού συμπλέγματος του Τροόδους. Οι λάβες χαρακτηρίζονται από αργιλική εξαλλοίωση, όμοια με αυτήν που επικρατεί στις αντίστοιχες λάβες όλου του Τροόδους. Η μεταλλοφορία βρίσκεται υπό τεκτονικό έλεγχο και οριοθετείται από δύο υποπαράλληλα ρήγματα διευθύνσεως περίπου Β–Ν. Στη μεταλλοφόρο ζώνη παρατηρούνται:(α) ζώνη stockwork(β) συγκεντρώσεις άμορφου πυριτίου φλεβοειδούς μορφής(γ) οξειδωμένη φλέβα συμπαγούς μεταλλοφορίας («ερυθρά ζώνη»)(δ) φλέβες γύψουΟι λάβες εντός της μεταλλοφόρου ζώνης έχουν λατυποπαγοειδή μορφή. Το μετάλλευμα εμφανίζει τυπικά χαρακτηριστικά πλέγματος φλεβιδίων (stockwork), με παρουσία χαλαζιακών φλεβιδίων και ίασπι. Στη μεταλλοφόρο ζώνη παρατηρείται ολοσχερής χλωριτίωση των λαβών, ενώ στα ανώτερα τμήματά της ασθενής πυριτίωση. Το μετάλλευμα είναι ημισυμπαγές έως διάσπαρτο με κύρια ορυκτολογικά συστατικά τον σιδηροπυρίτη, μαρκασίτη και χαλκοπυρίτη και με μικρότερη συμμετοχή σφαλερίτη και πυρροτίτη. Ο Cu κυμαίνεται μεταξύ 0,01 και 3,5% και το S μεταξύ 0,1 και 16%. Η περιεκτικότητα του μεταλλεύματος σε Au είναι από τις μικρότερες παρατηρούμενες παγκοσμίως σε σχέση με αντίστοιχες μεταλλοφορίες, με μέγιστη τιμή 0,1 g/t. Ίασπις απαντάται με μορφή φλεβιδίων ή κατακερματισμένων φλεβιδίων σε όλη την έκταση της μεταλλοφόρου ζώνης, πληρώνοντας κενούς χώρους. Η ζώνη άμορφου πυριτίου αναπτύσσεται πλησίον του δυτικού ρήγματος, μεταξύ των χλωριτιωμένων λαβών τύπου breccia και των pillow λαβών. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά της ζώνης-εκτός του αμόρφου πυριτίου-είναι καολινίτης, θειϊκά ορυκτά του Na, Na-Mg και Mg. Παρόμοια εμφάνιση αμόρφου πυριτίου δεν έχει αναφερθεί σε κοιτάσματα αντίστοιχα προς αυτά της Κύπρου ή του Ομάν. Η ζώνη αυτή σχετίζεται με αντίστοιχες εμφανίσεις στο Galapagos Rift και τον ΝΔ Ειρηνικό ωκεανό. Εκτιμάται ότι σχηματίστηκε κατά τη διάρκεια ενός ύστερου υδροθερμικού επεισοδίου, σχετικά χαμηλών θερμοκρασιών (~30-50οC), που οδήγησε στην έκπλυση των υφιστάμενων χλωριτιωμένων λαβών.Η «ερυθρά ζώνη» κυριαρχείται από γκαιτίτη, γιαροσίτη και νατρογιαροσίτη, με μικρότερη συμμετοχή οξειδίων του Fe-Ti, Pb, Cu και Zn. Θειούχα ορυκτά απαντώνται σε ίχνη. Πιθανότατα αντιπροσωπεύει μία συμπαγή φλέβα σιδηροπυρίτη-χαλκοπυρίτη, η οποία οξειδώθηκε. Η οξείδωση δεν είναι ικανή να «καταστρέψει» πλήρως το πυριτικό δίκτυο φλεβιδίων, γεγονός το οποίο αποτυπώνεται στην περιεκτικότητα του πυριτίου που κυμαίνεται μεταξύ 0,1 και 58%. Η παραδοχή της ύπαρξης συμπαγούς φλέβας θειούχων ενισχύεται και από τις υψηλές συγκεντρώσεις στοιχείων, όπως του Cu (134 έως >10000 mg/kg), Zn (12 έως 2070 mg/kg) και As (4 έως 1060 mg/kg), που συνδέονται άμεσα με θειούχα ορυκτά.Φλέβες γύψου πάχους από λίγα εκατοστά έως μισό μέτρο αναπτύσσονται με διεύθυνση περίπου Β–Ν. Οι τιμές δ34S της γύψου (από 5,40 έως 6,90‰) εμπίπτουν στο πεδίο των θειούχων ορυκτών των κοιτασμάτων τύπου Κύπρου (δ34S -1,1 έως +8,20‰). Συμπεραίνεται ότι το θείο δεν προέρχεται από το Κρητιδικό θαλασσινό νερό και εκτιμάται ότι η γύψος στο Απλίκι είναι αποτέλεσμα κυκλοφορίας ύστερου υδροθερμικού ρευστού, που προκάλεσε την έκπλυση των παρακείμενων θειούχων ορυκτών.Η οξείδωση του θειούχου μεταλλεύματος είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία επανθημάτων (efflorescence), κυρίως ως μίγματος διαφορετικών ορυκτολογικών φάσεων και την ανάπτυξη όξινης απορροής. Τα υπεργενετικά ορυκτά που σχηματίζονται στην μεταλλοφόρο ζώνη είναι κυρίως θειϊκά του σιδήρου (π.χ. μελαντερίτης και κοπιαπίτης), χαλκού (π.χ. χαλκανθίτης και λανγκίτης), μαγνησίου (π.χ. επσομίτης) και αργιλίου (π.χ. αλουνογενής), ενώ στη βάση της ανοικτής εκσκαφής κυρίαρχα είναι τα θειϊκά ορυκτά του ασβεστίου, νατρίου και μαγνησίου (π.χ. γύψος, θεναρδίτης, βλοντίτης, επσομίτης). Η μελέτη του χημισμού των υδάτων της λίμνης της ανοικτής εκσκαφής (στο επιλίμνιο τμήμα) καταδεικνύει υψηλής οξύτητας ύδατα (pH 2,6-3,3), με υψηλές συγκεντρώσεις θειϊκών (από 16330 έως 18850 mg/L) και μετάλλων, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα επιτρεπτά όρια ύδρευσης και άρδευσης. Τα ύδατα της λίμνης εμφανίζουν τις υψηλότερες συγκεντρώσεις Cu (~284 mg/L) σε σχέση με λίμνες αντίστοιχων κοιτασμάτων στην Κύπρο. Για την επεξεργασία των όξινων νερών χρησιμοποιήθηκε λειοτριβημένο υλικό ασβεστολιθικών πετρωμάτων από γνωστές λατομικές μονάδες της νήσου. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων κρίνονται ως θετικά και η χρήση υδρασβέστου της Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας (ΕΜΕ) αποτελεί το αποτελεσματικότερο μέσο εξουδετέρωσης. Το pH των υδάτων μεταβλήθηκε από ~3 σε 9, ενώ παράλληλα οι συγκεντρώσεις των βαρέων μετάλλων στην πλειονότητα τους μειώθηκαν σε τιμές εντός των επιτρεπτών ορίων, πλην Mn και θειϊκών.

Planta Medica ◽  
2015 ◽  
Vol 81 (16) ◽  
Author(s):  
Y Kho ◽  
M Kim ◽  
NY Park ◽  
H Park ◽  
JH Shin

Author(s):  
Genaro Olmos Oropeza ◽  
Guillermo Espinosa Reyes ◽  
Fernando Isaac Gastelum Mendoza ◽  
Luis Antonio Tarango Arámbula ◽  
Saúl Ugalde Lezama ◽  
...  

Introducción: El borrego cimarrón (BC) y venado bura (VB) son las especies cinegéticas más importantes en el noroeste de México, sus poblaciones pueden ser afectadas por deficiencias de micro-minerales. Objetivo: Determinar la concentración de los micro-minerales Fe, Cu, Zn, Se, Mn, Co y Cr en hígado como indicadoras de deficiencias/excesos en BC y VB. Materiales y métodos: El estudio se realizó en la UMA “Rancho Noche Buena”, Hermosillo, Sonora, México. A tres BC y cinco VB se les tomaron muestras de hígado. Los micro-minerales se determinaron en espectrómetro de masas con plasma acoplado inductivamente cuadrupolo (ICP-MS) y los análisis se validaron utilizando una muestra de referencia. Resultados: En BC los contenidos promedio de Fe, Cu, Zn, Se, Mn, y Cr fueron de 114.8, 60.9, 63.8, 1.1, 2.6, y 0.15 mgkg-1, y en VB de 183.9, 28.9, 44.6, 1.2, 2.6, y 0.17 mgkg-1, respectivamente, los cuales son adecuados para animales sanos. Sin embargo, una muestra de BC y dos de VB presentaron deficiencias de Cu, y 60% de los VB de Zn. Asimismo, los contenidos de Co en BC y VB fueron 14.6 y 12.3% inferiores al nivel adecuado. Conclusiones: En BC (n=3) los contenidos de Fe, Zn, Se y Mn fueron adecuados y el Cu fue parcialmente adecuado, en una muestra fue deficiente. En VB, los contenidos de Fe, Se y Mn fueron adecuados. Los contenidos de Cu y Zn fueron parcialmente adecuados en el 40 y 60% de los VB, donde estuvieron en nivel de deficiencia. El Co fue deficiente en ambas especies. Palabras clave: Diagnóstico; microelementos; deficiencias, borrego cimarrón, venado bura.


2008 ◽  
Vol 57 (1) ◽  
pp. 47-56
Author(s):  
Éva Széles ◽  
Béla Kovács ◽  
József Prokisch ◽  
Zoltán Győri
Keyword(s):  

A határkoncentrációkkal kapcsolatos vizsgálatokban a természetes körülmények között folytatott szabadföldi kísérletek elhagyhatatlanok. A kísérletek csak tartamjelleggel folytathatók, hiszen csak így juthatunk statisztikailag megalapozott eredményekhez, amelyek segítségével, pl. olyan környezetvédelem szempontjából fontos terhelési és toxicitási határkoncentrációkat állapíthatunk meg, amelyek biztonságos útmutatást adnak a gazdálkodásban, szaktanácsadásban, és a környezetvédelmi előírásokat is jól teljesítik. A határkoncentrációk megállapításánál azért fontos tartamkísérleteket folytatni minden országban, mivel az adott területen speciálisan jellemző és egyedi a földtani, hidrológiai, éghajlati és az agronómiai–gazdálkodási környezet. Így a határkoncentrációk ennek megfelelően alakulnak.A tartamkísérletek mintáinak tárolhatósága, tárolási stabilitása nagyon fontos kérdés. Hazánkban Kádár Imre a szennyezések vizsgálatára állított be egy mikroelem-terheléses kísérletet 1991-ben az MTA Talajtani és Agrokémiai Kutatóintézet Nagyhörcsöki Kísérleti Telepén, mészlepedékes csernozjom talajon. A kísérletben 13 mikroelemet juttattak ki a területre és vizsgálták az alkalmazott sók különböző dózisainak a szántóföldi növényekre, valamint a talajéletre gyakorolt hatását. A szelént Na 2 SeO 3 -ként juttatták ki.A nagyhörcsöki kísérlet szelénes kezelésű mintáinak modellezésére a területről származó kontrolltalajmintát laboratóriumban kezeltük 10 mg·l -1 koncentrációjú nátrium-szelenit oldattal. A területről származó kontrolltalajminta felhasználásával, a tartamkísérlet mintáiban mérhető szelénformák stabilitásának vizsgálatához biztosítottuk az eredeti mintamátrixot. A mintákat homogenizáltuk, majd 5 hónapon át három különböző hőmérsékleten (-20, 4 és 25 °C) tároltuk, 3 ismétlésben. 5 hónap elteltével IC-ICP-MS (ionkromatográf–induktív csatolású plazma–tömegspektrométer) kapcsolt rendszerrel vizsgáltuk a minták szelénformáit, amelyeket a talaj hideg vizes (25 °C) extraktumában határoztuk meg. Az elemzett minták vizsgálati eredményéből megállapítható volt, hogy a fagyasztóban (-20 °C) és hűtőszekrényben (4 °C) tárolt minták szelénformái megfelelően stabilak; ezekben a mintákban nem történt változás. A szobahőmérsékleten tárolt talajban a szelenit kis mennyisége szerves formákká alakult, ez azonban olyan csekély mértékű volt (< 0,01%), ami a kísérlet szempontjából nem számottevő. A szelenit–szelenát átalakulás szobahőmérsékleten sem következett be. A szelenit átalakulása szelenáttá és szerves formákká szabadföldi k_


2017 ◽  
Vol 51 (2) ◽  
pp. 157-165
Author(s):  
Le Zhang ◽  
Zhong-Yuan Ren ◽  
Jin-Long Ma ◽  
Xiao-Ping Xia

2016 ◽  
Vol 50 (5) ◽  
pp. 431-438 ◽  
Author(s):  
A. M. Agashev ◽  
Y. Orihashi ◽  
N. P. Pokhilenko ◽  
I. V. Serov ◽  
A. V. Tolstov ◽  
...  
Keyword(s):  

Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document