galapagos rift
Recently Published Documents


TOTAL DOCUMENTS

76
(FIVE YEARS 2)

H-INDEX

30
(FIVE YEARS 1)

Zootaxa ◽  
2020 ◽  
Vol 4808 (1) ◽  
pp. 79-100 ◽  
Author(s):  
ELENA M. KRYLOVA ◽  
HEIKO SAHLING

A new monotypic genus, Turneroconcha, is established for T. magnifica (Boss & Turner) which was originally assigned to the genus Calyptogena Dall. The distinguishing morphological characters of the new genus are the combination of both conchological and anatomical features including: the presence of only two tooth elements in the right valve; submerged location of the posterior part of the posterior lamellar ligament layer; the absence of a subumbonal pit, lunular incision, escutcheon and pallial sinus; the presence of both pairs of demibranchs; the tubular structure of marginal parts of the interlamellar septa in gills; an inner valve of the inhalant siphon without processes; tentaculate inner mantle fold 3 and a Z-shaped digestive tract. Analysis of morphological data on Recent and fossil pliocardiines shows that Turneroconcha gen. nov. can be presently considered as a monotypic genus. The comparative morphological analysis of the new genus with described pliocardiine genera is consistent with available molecular results. Turneroconcha gen. nov. is endemic to the East-Pacific Rise and Galapagos Rift and occurs at water depths of 2251 to 2791 m. It is the only pliocardiine genus known so far with a mainly epifaunal life habit. No fossils of Turneroconcha gen. nov. are known.  


Zootaxa ◽  
2019 ◽  
Vol 4564 (2) ◽  
pp. 391 ◽  
Author(s):  
KEIJI BABA ◽  
MARY K. WICKSTEN

Seven species of chirostyloidean squat lobsters are reported from the Galapagos Rift zone and Galapagos platform: Eumunida subsolanus n. sp. (Eumunididae), Heteroptychus galapagos n. sp., H. nautilus n. sp. (Chirostylidae), Uroptychus bellus Faxon, 1893, U. compressus n. sp., U. occidentalis Faxon, 1893 (Chirostylidae), and Sternostylus defensus (Benedict, 1902) (Sternostylidae). All new species are described and illustrated, and the two species previously known from the Galapagos Islands, Uroptychus bellus and U. occidentalis, are re-illustrated from respective lectotypes, herein designated, since both original descriptions were only brief. Both the species of Heteroptychus and Eumunida subsolanus are the first representatives of their respective genera in the eastern Pacific and the latter is also the first record for the family Eumunididae in the region. 


Zootaxa ◽  
2018 ◽  
Vol 4504 (3) ◽  
pp. 418 ◽  
Author(s):  
JOEL W. MARTIN ◽  
ADAM R. WALL ◽  
TIM SHANK ◽  
HARIM CHA ◽  
CHARLOTTE A. SEID ◽  
...  

A new caridean shrimp, Alvinocaris costaricensis, is described from methane seeps in the eastern Pacific off Costa Rica. The new species is the 16th described species of the genus, and by molecular analysis appears closest to Alvinocaris komaii from the Lau Basin, southwestern Pacific, but shares certain morphological characters with A. lusca from the Galapagos Rift and A. muricola from the West Florida Escarpment, as well as with A. kexueae from the Manus Basin in the Southwest Pacific. 


2018 ◽  
Vol 8 (1) ◽  
Author(s):  
Pelayo Salinas-de-León ◽  
Brennan Phillips ◽  
David Ebert ◽  
Mahmood Shivji ◽  
Florencia Cerutti-Pereyra ◽  
...  

2018 ◽  
Vol 69 (1) ◽  
pp. 1 ◽  
Author(s):  
V. Leignel ◽  
L. A. Hurtado ◽  
M. Segonzac

Diversified fauna have colonised the deep-sea hydrothermal vents, an environment characterised by high metallic concentrations and sulfide-rich waters. In 1977–79, brachyuran crabs were collected in hydrothermal vents around the Galapagos Rift, allowing description in 1980 of Bythograea thermydron and the new family Bythograeidae (and the superfamily Bythogreoidea). This family has a worldwide distribution and currently includes 13 species classified in 6 genera: Allograea (1 species), Austinograea (3 species), Bythograea (5 species), Cyanagraea (1 species), Gandalfus (2 species) and Segonzacia (1 species). These crabs have distinctive morphological and physiological characteristics, which reflect adaptations to particular deep-sea hydrothermal vent conditions. This review is the first on Bythograeidae, documenting the state of our knowledge regarding their taxonomy, evolution, ecology, morphology and physiology (i.e. osmoregulation, oxygen consumption, sulfide and metal detoxification, temperature tolerance). We also report on recent progress in maintaining bythograeids in an artificial ex situ environment.


2014 ◽  
Author(s):  
Δανάη Αντιβάχη
Keyword(s):  
Icp Ms ◽  

Η παρούσα διατριβή εστιάζεται στο κοίτασμα Απλίκι, το οποίο αποτελεί τμήμα της μεταλλευτικής περιοχής της Σκουριώτισσας της Κύπρου, η οποία είναι σήμερα η μοναδική περιοχή εξόρυξης μεταλλεύματος και παραγωγής χαλκού στη νήσο. Η εξορυκτική δραστηριότητα στο Απλίκι, από την δεκαετία του 1960 έως το 1974, είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή 1.650.000 τόνων μεταλλεύματος χαλκού. Λόγω του τρόπου εκμετάλλευσης και της υπεργενετικής αλλοίωσης του μεταλλεύματος δημιουργήθηκε λίμνη όξινων υδάτων. Στόχος της διατριβής αυτής είναι η κοιτασματολογική και περιβαλλοντική μελέτη του κοιτάσματος και η σύνθεση ενός γεωπεριβαλλοντικού μοντέλου, μέσω της μελέτης του συστήματος «πέτρωμα-μετάλλευμα-υπεργενετικές αλλοιώσεις-ύδατα της λίμνης-περιβαλλοντικές επιπτώσεις», το οποίο θα είναι εφαρμόσιμο όχι μόνο για το Απλίκι αλλά και για παρόμοια με αυτό περιβάλλοντα.Για την επίτευξη των ερευνητικών αυτών στόχων έγινε ευρεία δειγματοληψία από τη μεταλλοφόρο ζώνη, τα επανθήματα και τα όξινα ύδατα της λίμνης και εργαστηριακή εξέταση με εφαρμογές τεχνικών AAS, ICP-MS, ICP-AES, XRD, SEM, RAMAN, EPMA, και ανάλυσης ισοτόπων θείου.Το μετάλλευμα του κοιτάσματος του Απλικίου φιλοξενείται εντός των κατωτέρων pillow λαβών του οφιολιθικού συμπλέγματος του Τροόδους. Οι λάβες χαρακτηρίζονται από αργιλική εξαλλοίωση, όμοια με αυτήν που επικρατεί στις αντίστοιχες λάβες όλου του Τροόδους. Η μεταλλοφορία βρίσκεται υπό τεκτονικό έλεγχο και οριοθετείται από δύο υποπαράλληλα ρήγματα διευθύνσεως περίπου Β–Ν. Στη μεταλλοφόρο ζώνη παρατηρούνται:(α) ζώνη stockwork(β) συγκεντρώσεις άμορφου πυριτίου φλεβοειδούς μορφής(γ) οξειδωμένη φλέβα συμπαγούς μεταλλοφορίας («ερυθρά ζώνη»)(δ) φλέβες γύψουΟι λάβες εντός της μεταλλοφόρου ζώνης έχουν λατυποπαγοειδή μορφή. Το μετάλλευμα εμφανίζει τυπικά χαρακτηριστικά πλέγματος φλεβιδίων (stockwork), με παρουσία χαλαζιακών φλεβιδίων και ίασπι. Στη μεταλλοφόρο ζώνη παρατηρείται ολοσχερής χλωριτίωση των λαβών, ενώ στα ανώτερα τμήματά της ασθενής πυριτίωση. Το μετάλλευμα είναι ημισυμπαγές έως διάσπαρτο με κύρια ορυκτολογικά συστατικά τον σιδηροπυρίτη, μαρκασίτη και χαλκοπυρίτη και με μικρότερη συμμετοχή σφαλερίτη και πυρροτίτη. Ο Cu κυμαίνεται μεταξύ 0,01 και 3,5% και το S μεταξύ 0,1 και 16%. Η περιεκτικότητα του μεταλλεύματος σε Au είναι από τις μικρότερες παρατηρούμενες παγκοσμίως σε σχέση με αντίστοιχες μεταλλοφορίες, με μέγιστη τιμή 0,1 g/t. Ίασπις απαντάται με μορφή φλεβιδίων ή κατακερματισμένων φλεβιδίων σε όλη την έκταση της μεταλλοφόρου ζώνης, πληρώνοντας κενούς χώρους. Η ζώνη άμορφου πυριτίου αναπτύσσεται πλησίον του δυτικού ρήγματος, μεταξύ των χλωριτιωμένων λαβών τύπου breccia και των pillow λαβών. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά της ζώνης-εκτός του αμόρφου πυριτίου-είναι καολινίτης, θειϊκά ορυκτά του Na, Na-Mg και Mg. Παρόμοια εμφάνιση αμόρφου πυριτίου δεν έχει αναφερθεί σε κοιτάσματα αντίστοιχα προς αυτά της Κύπρου ή του Ομάν. Η ζώνη αυτή σχετίζεται με αντίστοιχες εμφανίσεις στο Galapagos Rift και τον ΝΔ Ειρηνικό ωκεανό. Εκτιμάται ότι σχηματίστηκε κατά τη διάρκεια ενός ύστερου υδροθερμικού επεισοδίου, σχετικά χαμηλών θερμοκρασιών (~30-50οC), που οδήγησε στην έκπλυση των υφιστάμενων χλωριτιωμένων λαβών.Η «ερυθρά ζώνη» κυριαρχείται από γκαιτίτη, γιαροσίτη και νατρογιαροσίτη, με μικρότερη συμμετοχή οξειδίων του Fe-Ti, Pb, Cu και Zn. Θειούχα ορυκτά απαντώνται σε ίχνη. Πιθανότατα αντιπροσωπεύει μία συμπαγή φλέβα σιδηροπυρίτη-χαλκοπυρίτη, η οποία οξειδώθηκε. Η οξείδωση δεν είναι ικανή να «καταστρέψει» πλήρως το πυριτικό δίκτυο φλεβιδίων, γεγονός το οποίο αποτυπώνεται στην περιεκτικότητα του πυριτίου που κυμαίνεται μεταξύ 0,1 και 58%. Η παραδοχή της ύπαρξης συμπαγούς φλέβας θειούχων ενισχύεται και από τις υψηλές συγκεντρώσεις στοιχείων, όπως του Cu (134 έως >10000 mg/kg), Zn (12 έως 2070 mg/kg) και As (4 έως 1060 mg/kg), που συνδέονται άμεσα με θειούχα ορυκτά.Φλέβες γύψου πάχους από λίγα εκατοστά έως μισό μέτρο αναπτύσσονται με διεύθυνση περίπου Β–Ν. Οι τιμές δ34S της γύψου (από 5,40 έως 6,90‰) εμπίπτουν στο πεδίο των θειούχων ορυκτών των κοιτασμάτων τύπου Κύπρου (δ34S -1,1 έως +8,20‰). Συμπεραίνεται ότι το θείο δεν προέρχεται από το Κρητιδικό θαλασσινό νερό και εκτιμάται ότι η γύψος στο Απλίκι είναι αποτέλεσμα κυκλοφορίας ύστερου υδροθερμικού ρευστού, που προκάλεσε την έκπλυση των παρακείμενων θειούχων ορυκτών.Η οξείδωση του θειούχου μεταλλεύματος είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία επανθημάτων (efflorescence), κυρίως ως μίγματος διαφορετικών ορυκτολογικών φάσεων και την ανάπτυξη όξινης απορροής. Τα υπεργενετικά ορυκτά που σχηματίζονται στην μεταλλοφόρο ζώνη είναι κυρίως θειϊκά του σιδήρου (π.χ. μελαντερίτης και κοπιαπίτης), χαλκού (π.χ. χαλκανθίτης και λανγκίτης), μαγνησίου (π.χ. επσομίτης) και αργιλίου (π.χ. αλουνογενής), ενώ στη βάση της ανοικτής εκσκαφής κυρίαρχα είναι τα θειϊκά ορυκτά του ασβεστίου, νατρίου και μαγνησίου (π.χ. γύψος, θεναρδίτης, βλοντίτης, επσομίτης). Η μελέτη του χημισμού των υδάτων της λίμνης της ανοικτής εκσκαφής (στο επιλίμνιο τμήμα) καταδεικνύει υψηλής οξύτητας ύδατα (pH 2,6-3,3), με υψηλές συγκεντρώσεις θειϊκών (από 16330 έως 18850 mg/L) και μετάλλων, που υπερβαίνουν κατά πολύ τα επιτρεπτά όρια ύδρευσης και άρδευσης. Τα ύδατα της λίμνης εμφανίζουν τις υψηλότερες συγκεντρώσεις Cu (~284 mg/L) σε σχέση με λίμνες αντίστοιχων κοιτασμάτων στην Κύπρο. Για την επεξεργασία των όξινων νερών χρησιμοποιήθηκε λειοτριβημένο υλικό ασβεστολιθικών πετρωμάτων από γνωστές λατομικές μονάδες της νήσου. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων κρίνονται ως θετικά και η χρήση υδρασβέστου της Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας (ΕΜΕ) αποτελεί το αποτελεσματικότερο μέσο εξουδετέρωσης. Το pH των υδάτων μεταβλήθηκε από ~3 σε 9, ενώ παράλληλα οι συγκεντρώσεις των βαρέων μετάλλων στην πλειονότητα τους μειώθηκαν σε τιμές εντός των επιτρεπτών ορίων, πλην Mn και θειϊκών.


2013 ◽  
Vol 280 (1770) ◽  
pp. 20131876 ◽  
Author(s):  
Elizabeth Borda ◽  
Jerry D. Kudenov ◽  
Pierre Chevaldonné ◽  
James A. Blake ◽  
Daniel Desbruyères ◽  
...  

Since its description from the Galapagos Rift in the mid-1980s, Archinome rosacea has been recorded at hydrothermal vents in the Pacific, Atlantic and Indian Oceans. Only recently was a second species described from the Pacific Antarctic Ridge. We inferred the identities and evolutionary relationships of Archinome representatives sampled from across the hydrothermal vent range of the genus, which is now extended to cold methane seeps. Species delimitation using mitochondrial cytochrome c oxidase subunit I (COI) recovered up to six lineages, whereas concatenated datasets (COI, 16S, 28S and ITS1) supported only four or five of these as clades. Morphological approaches alone were inconclusive to verify the identities of species owing to the lack of discrete diagnostic characters. We recognize five Archinome species, with three that are new to science. The new species, designated based on molecular evidence alone, include: Archinome levinae n. sp., which occurs at both vents and seeps in the east Pacific, Archinome tethyana n. sp., which inhabits Atlantic vents and Archinome jasoni n. sp., also present in the Atlantic, and whose distribution extends to the Indian and southwest Pacific Oceans. Biogeographic connections between vents and seeps are highlighted, as are potential evolutionary links among populations from vent fields located in the east Pacific and Atlantic Oceans, and Atlantic and Indian Oceans; the latter presented for the first time.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document