scholarly journals Έκφραση RNA και ανοσοϊστοχημικός έλεγχος μεταλλοπρωτεϊνασών σε πειραματικό μοντέλο ισχαιμίας- επαναιμάτωσης ήπατος με χορήγηση σιλιμπινίνης

2021 ◽  
Author(s):  
Αφροδίτη Μπέτσου

Η έκθεση του ηπατικού ιστού στην ισχαιμία, είναι μία καταστροφική αλλά και αναπόφευκτη διαδικασία στη χειρουργική του οργάνου. Η βλάβη η οποία προκαλείται σε κυτταρικό επίπεδο, κατά την ισχαιμική επαναιμάτωση του ήπατος, είναι αποτέλεσμα της επίδρασης ενός καταρράκτη βιολογικών διεργασιών, στις οποίες συμμετέχουν πολλά μόρια και φλεγμονώδεις μεσολαβητές. Το πολύ σοβαρό σύνδρομο, το οποίο εκδηλώνεται στις συνθήκες αυτές, είναι καθοριστικό για τη βιωσιμότητα, τη λειτουργική ικανότητα και την αρχιτεκτονική του ήπατικού παρεγχύματος, καθως οι βλάβες που προκαλούνται, ενδέχεται να περιλαμβάνουν την απλή δυσλειτουργία του οργάνου, την ηπατοκυτταρική καταστροφή και νέκρωση, έως και την ανάπτυξη ίνωσης. Εκτιμώντας αυτά τα δεδομένα η διεθνής πειραματική έρευνα έχει στραφεί, τις τελευταίες δεκαετίες, στην περαιτέρω διερεύνηση, αξιολόγηση και κατανόηση των μηχανισμών πρόκλησης του συνδρόμου ισχαιμίας έπαναιμάτωσης του ήπατος προκειμένου να διερευνηθούν οι δυνατότητες βελτιστοποίησης της κλινικής και διεγχειρητικής πρακτικής στην χειρουργική του ήπατος. Συγχρόνως ένα πλήθος βιολογικών και φαρμακολογικών πειραματικών εργασιών, έχουν ως αντικείμενο, την αναζήτηση παραγόντων, οι οποίοι θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην μείωση ή και απάλειψη των δραματικών επιπτώσεων της ισχαιμικής επαναιμάτωσης.Η Σιλιμπινίνη είναι μία ουσία η οποία παράγεται στη φύση και είναι γνώστη για της ηπατοπροστατευτικές ιδιότητές της. Η ανάπτυξη της ιατροβιολογικής έρευνας των τελευταίων δεκαετιών τεκμηρίωσε και αύξησε το φάσμα των ευεργετικών δυνατοτήτων της. Όμως, η ιδιαίτερα χαμηλή υδατοδιαλυτότητα της σιλιμπινίνης, σε συνδυασμό με την έντονη βιομετατροπή πρώτης διόδου από το ήπαρ, έχουν σαν αποτέλεσμα την πολύ φτωχή βιοδιαθεσιμότητα μετά την από του στόματος χορήγηση, ενώ δεν επιτρέπουν την ενδοφλέβια χορήγηση της. Πρόσφατα, παρασκευάστηκε και αξιολογήθηκε invitro και invivo ένα υδατοδιαλυτό λυόφιλο προϊόν τηςσιλιμπινίνης μετην υδροξυπροπυλ-β-κυκλοδεξτρίνη (HP-β-CD),το οποίο αποδείχτηκε 10 φορές πιο βιοδιαθέσιμο σε σύγκριση με την μητρική ουσία 296, 297. Επιπλέον, μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλεβίως δεδομένου ότι η HP-β-CD που έχει χρησιμοποιηθεί ως έκδοχο, είναι εγκεκριμένη τόσο από τον αμερικάνικο FDA(U.S. Food and Drug Administration) όσο και από τον EMA (European Medicine Agency). Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διαπιστωθεί εάν η ενδοφλέβια χορήγηση Σιλιμπινίνης,με τη μορφή του υδατοδιαλυτου λυόφιλου συμπλόκου με την HP-β-CD,θα μπορούσε να αναστείλει τις βλάβες που προκαλεί η ισχαιμία επαναιμάτωση στο ήπαρ σε πειραματικό μοντέλο σε επίμυες. Οι βιοδείκτες οι οποίοι αξιολογήθηκαν με ανοσοϊστοχημικό και qRTPCR έλεγχο ήταν οι Προ-φλεγμονώδεις παράγοντες TNF-α, IL-6, MCP-1 καθώς και οι μεταλλοπρωτεϊνάσες MMP-2, MMP-2 και ο αναστολέας της μεταλλοπρωτεϊνάσης-2 ο TIMP-2, και εκτιμήθηκε η δυνατότητα της Σιλιμπινίνης να αποτρέψει τις καταστροφικές επιπτώσεις αυτού του συνδρόμου, με μέτρο τη μεταβολή της έκφρασης των προαναφερόμενων βιοδεικτών.

2018 ◽  
Vol 11 ◽  
pp. 175628481879960 ◽  
Author(s):  
Michael Epstein

The management of inflammatory bowel disease (IBD), a significant cause of morbidity in the United States (US), has been revolutionized over the last two decades by the introduction of biologic therapies. These include antitumor necrosis factor α (TNF-α) agents. Since 2016, five biosimilar TNF-α inhibitors have been approved by the US Food and Drug Administration (FDA) for use in the treatment of IBD. The FDA has published a series of guidance documents related to the evaluation, licensing, and approval of biosimilars. The aim of this review is to provide an overview of these FDA guidances and the issues associated with biosimilars in the US.


2011 ◽  
Vol 86 (4 suppl 1) ◽  
pp. 144-147 ◽  
Author(s):  
Naiara Abreu de Azevedo Fraga ◽  
Maria de Fátima Paim ◽  
Ivonise Follador ◽  
Andréia Nogueira Ramos ◽  
Vitória Regina Pedreira de Almeida Rêgo

A psoríase acomete 0,12% a 0,71% da população infantil, sendo que a forma eritrodérmica, grave e rara, ocorre em menos de 1,5% dos casos. Os antagonistas do Fator de Necrose Tumoral-α (TNFα) constituem nova classe de drogas, utilizada para tratamento da psoríase grave a moderada, refratária às terapias convencionais. O Etanercepte é uma proteína de fusão do receptor do TNF-α, aprovada pelo Food and Drug Administration para tratamento da artrite reumatoide juvenil no grupo infantil. Apresentamos um caso de criança com 7 anos de idade, com psoríase em placa desde 8 meses de vida, que evoluiu para eritrodermia refratária a ciclosporina e metotrexato, com excelente resposta ao etanercepte, sem feitos adversos


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document