Οι ογκολογικοί ασθενείς υπόκεινται σε ψυχική επιβάρυνση που προκύπτει από τον καρκίνο, η οποία επηρεάζεται από τον τρόπο εκδήλωσης συμπτωμάτων της ίδιας της ασθένειας, τον εντοπισμό του νεοπλάσματος, τη σταδιοποίησή του και την πρόγνωση. Το άγχος και η κατάθλιψη που συνδέονται με τη διάγνωση του καρκίνου έχει δειχθεί ότι προκαλούν σημαντική ψυχολογική επιβάρυνση, με το 25-50% των ασθενών με καρκίνο να εμφανίζει σημαντικά επίπεδα δυσφορίας. Για αυτό τον λόγο το Εθνικό Ολοκληρωμένο Δίκτυο για τον Καρκίνο (NCCN) εξέδωσε μια οδηγία που συνιστούσε την ανάπτυξη βελτιωμένων μηχανισμών διαλογής για την ενίσχυση της ανίχνευσης και της διαχείρισης της δυσφορίας στους ογκολογικούς ασθενείς και για την καθιέρωση της εκτίμησης της δυσφορίας ως πρότυπο περίθαλψης. Επιπροσθέτως, αρκετές έρευνες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες που υποφέρουν από καρκίνο συχνά βιώνουν υψηλότερα επίπεδα ψυχικής δυσφορίας, κατάθλιψης και άγχους και ότι διαφέρουν σημαντικά από τους άνδρες ως προς την ικανοποιητική αξιοποίηση του υποστηρικτικού πλαισίου. Παράλληλα, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι συγκεκριμένα γονεϊκά μοτίβα ανατροφής σχετίζονται με την εμφάνιση ψυχολογικής ευαλωτότητας στην ενήλικη ζωή. Ειδικότερα, η απουσία γονεϊκής φροντίδας συνδέεται θετικά με αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης κατάθλιψη. Επιπρόσθετα, μια δυσλειτουργική σχέση με τους γονείς φαίνεται να αυξάνει τις πιθανότητες κατάθλιψης και άγχους στην ενήλικη ζωή, εμφάνισης σωματικών ασθενειών και γενικά προμηνύει χαμηλότερο επίπεδο υγείας στην ενήλικη ζωή. Ο στόχος της παρούσας διατριβής ήταν η διερεύνηση των συμπτωμάτων άγχους και κατάθλιψης σε ασθενείς πάσχοντες από καρκίνο, η συσχέτιση αυτών με το γενικό δείκτη δυσφορίας (που είναι μια βραχύτατη και ευχερής μέθοδος ανίχνευσης) και η αιτιολογική συσχέτιση τόσο των συμπτωμάτων άγχους και κατάθλιψης όσο και του γενικού δείκτη δυσφορίας με τα γονεϊκά πρότυπα ανατροφής, όπως τα ανακαλούν οι ασθενείς από την παιδική τους ηλικία. Στην παρούσα μελέτη συμμετείχαν αρχικά 100 εξωτερικοί ασθενείς που τους ζητήθηκε να συμπληρώσουν την κλίμακα NCCN Distress Thermometer, την Hospital Anxiety and Depression Scale (HADS) και τη κλίμακα Spielberger’s State-Trait Anxiety Inventory (STAI). Στο τέλος, όλοι οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να συμπληρώσουν την κλίμακα Remembered Relationship with Parents (RRP). Η συγκεκριμένη κλίμακα αξιολογεί το βαθμό της αποξένωσης και του ελέγχου από τους γονείς. Σε μία δεύτερη μελέτη στα πλαίσια της παρούσας διατριβής συμμετείχαν 201 εξωτερικοί ασθενείς. Καταχωρήθηκε η εκτίμηση της λειτουργικότητας του ασθενούς στην κλίμακα ECOG PS. Ζητήθηκε από όλους τους ασθενείς να συμπληρωθεί η κλίμακα NCCN Distress Thermometer και η HADS. Τέλος, έγινε εκτίμηση της αυπνίας τους με τη χρήση της κλίμακας Athens Insomnia Scale. Τα αποτελέσματα της πρώτης ερευνητικής διαδικασίας έδειξαν ότι ένα δυσλειτουργικό γονεϊκό πρότυπο με αποξένωση και άσκηση υπερβολικού ελέγχου, επηρεάζει σημαντικά την εμφάνιση άγχους όταν οι ασθενείς υποβάλλονται στο στρες μίας σωματικής ασθένειας, όπως ο καρκίνος. Είναι σημαντικό ότι τα δεδομένα που προέκυψαν από την παρούσα διατριβή, με τη χρήση της κλίμακας RRP, δείχνουν ότι οι άνδρες και οι γυναίκες επηρεάζονται διαφορετικά από την αποξένωση και τον υπερβολικό έλεγχο των γονέων. Άρα, τα γονεϊκά πρότυπα φαίνεται ότι επηρεάζουν τα συμπτώματα άγχους, κατάθλιψης και δυσφορίας, αλλά η αλληλεπίδραση διαφοροποιείται ανάλογα με το φύλο. Από την άλλη πλευρά, από τη δεύτερη μελέτη προέκυψε ότι το θερμόμετρο δυσφορίας φαίνεται να λειτουργεί συμπληρωματικά των ψυχομετρικών εργαλείων ανίχνευσης άγχους και κατάθλιψης. Συγκεκριμένα συσχετίζεται με τη σταδιοποίηση κατά ECOG, το φύλο και τα επίπεδα αϋπνίας των ασθενών. Δεδομένης της ευκολίας χρήσης του θερμομέτρου δυσφορίας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί συμπληρωματικά. Ωστόσο από τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής φαίνεται ότι ως εργαλείο ανίχνευσης επιτυγχάνει μέτρια ευαισθησία όταν προκρίνεται υψηλή ειδικότητα και αντιστρόφως. Επομένως, το θερμόμετρο δυσφορίας μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά και πιθανώς όχι ως αντικατάσταση μεθόδων ανίχνευσης άγχους και κατάθλιψης.