scholarly journals KẾT QUẢ ĐIỀU TRỊ VIÊM PHỔI VÀ NHIỄM KHUẨN HUYẾT DO KLEBSIELLA PNEUMONIAE SỬ DỤNG AMIKACIN CÓ GIÁM SÁT NỒNG ĐỘ TRONG MÁU

2022 ◽  
Vol 509 (1) ◽  
Author(s):  
Phạm Thị Hồng Phương ◽  
Đặng Quốc Tuấn

Mục tiêu: Đánh giá kết quả điều trị viêm phổi và nhiễm khuẩn huyết do Klebsiella.pneumoniae sử dụng amikacin có giám sát nồng độ trong máu và mô tả độc tính trên thận. Đối tượng và phương pháp nghiên cứu: Nghiên cứu lâm sàng can thiệp trên bệnh nhân nhiễm khuẩn huyết hoặc viêm phổi do K.pneumoniae  tại khoa Hồi sức tích cực. Liều amikacin là 30 mg/kg cân nặng hiệu chỉnh (ABW). Mục tiêu giám sát nồng độ thuốc trong máu (TDM) là Cpeak : 45 – 60 mg/L, Cpeak/MIC: 8-10, Ctrough< 2mg/L. Chúng tôi ghi nhận đáp ứng lâm sàng và sự phát triển tổn thương thận cấp. Kết quả: 42 bệnh nhân được nhận vào nghiên cứu, có tuổi trung bình 56,1 ± 19. Nam giới chiếm 76,2%. Điểm APACHE II 16, điểm SOFA ngày vào khoa 8[4,5], điểm Chalson 1[2]. Tỉ lệ sốc nhiễm khuẩn tại thời điểm dùng amikacin 35,7%. Bệnh nhân thở máy chiếm 85,7%. Viêm phổi chiếm 83,3%. MIC của K.pneumoniae với amikacin 4[2-5], tỉ lệ MIC≤8 là 92,9%. Tỉ lệ  bệnh nhân đáp ứng lâm sàng hoàn toàn là 57,1%. Tỉ lệ đáp ứng lâm sàng hoàn toàn ngày thứ 5 tăng hơn ngày thứ 3, ngày thứ 7 tăng hơn ngày thứ 5 (p<0,05). Nhóm đáp ứng lâm sàng hoàn toàn và nhóm không đáp ứng lâm sàng hoàn toàn có sự khác biệt về điểm APACHE II, điểm SOFA ngày vào khoa, điểm SOFA lúc bắt đầu điều trị, Hct lúc bắt đầu điều trị và tỉ lệ thở máy (p<0,05), không có sự khác biệt về Cpeak/MIC và MIC (p>0,05). Trong những bệnh nhân Ctrough<2mg/L tỉ lệ xuất hiện tổn thương thận là 38,1% và 87,5% ở giai đoạn nguy cơ. Thời gian xuất hiện tổn thương thận là 6,1±3,6 ngày. Kết luận: Tỉ lệ đáp ứng lâm sàng hoàn toàn khi điều trị viêm phổi, nhiễm khuẩn huyết do K.pneumoniae sử dụng amikacin liều 30 mg/kg ABW là 57,1%. Bệnh nhân có điểm APACHE II cao, SOFA lúc vào khoa cao, SOFA lúc bắt đầu điều trị cao và bệnh nhân thở máy có đáp ứng lâm sàng kém hơn. Tỉ lệ tổn thương thận cấp ở các bệnh nhân nghiên cứu là 38,1%.

2016 ◽  
Vol 60 (5) ◽  
pp. 3187-3192 ◽  
Author(s):  
Ryan K. Shields ◽  
Cornelius J. Clancy ◽  
Ellen G. Press ◽  
M. Hong Nguyen

ABSTRACTAminoglycoside treatment of carbapenem-resistant (CR)Klebsiella pneumoniaebacteremia was associated with a 70% rate (23/33) of 30-day survival. Successful treatment was associated with sources of bacteremia amenable to reliable aminoglycoside pharmacokinetics (P= 0.037), acute physiology and chronic health evaluation II (APACHE II) scores of <20 (P= 0.16), and nonfatal underlying diseases (P= 0.015). Success rates were 78% and 100% if ≥2 and all 3 factors were present, respectively. Clinicians may consider the use of aminoglycosides against CRK. pneumoniaebacteremia if strains are susceptible and the sources of infection are amenable to reliable pharmacokinetics.


2020 ◽  
Vol 8 (12) ◽  
pp. 2035
Author(s):  
Chien Chuang ◽  
Chin-Fang Su ◽  
Jung-Chung Lin ◽  
Po-Liang Lu ◽  
Ching-Tai Huang ◽  
...  

Few clinical studies have previously discussed patients with carbapenem-resistant Klebsiella pneumoniae (CRKP) bacteriuria. This study aimed to assess the effect of antimicrobial therapy on the mortality of patients with CRKP bacteriuria. Hospitalized adults with CRKP bacteriuria were enrolled retrospectively from 16 hospitals in Taiwan during 2013 and 2014. Critically ill patients were defined as those with an Acute Physiology and Chronic Health Evaluation (APACHE) II score ≥ 20. Multivariate Cox regression analysis was used to determine independent risk factors for 14- and 28-day mortality. Of 107 patients with CRKP bacteriuria, the 14-day and 28-day mortality was 14.0% and 25.2%, respectively. Thirty-three patients received appropriate antimicrobial therapy. In the multivariate Cox regression analysis, the APACHE II score ≥ 20 was the only independent risk factor for 14-day mortality (hazard ratio [HR]: 6.15, p = 0.024). APACHE II score ≥ 20 (HR: 3.05, p = 0.018) and male sex (HR: 2.57, p = 0.037) were associated with 28-day mortality. Among critically ill patients with CRKP bacteriuria, appropriate antimicrobial therapy was not associated with 14-day or 28-day survival. In conclusion, in patients with CRKP bacteriuria, the use of appropriate antimicrobial therapy was not an independent factor associated with reduced mortality. Our findings may inform future antibiotic stewardship interventions for bacteriuria caused by multidrug resistant pathogens.


2012 ◽  
Author(s):  
Ολυμπία Ζαρκωτού

Σκοπός της μελέτης ήταν η εργαστηριακή, κλινική και επιδημιολογική διερεύνηση των λοιμώξεων από στελέχη Klebsiella pneumoniae που παράγουν KPC καρβαπενεμάση (KPC-KP). Μελετήθηκαν προοπτικά, για διάστημα 2,5 ετών (5/08-10/10), όλοι οι ασθενείς Τριτοβάθμιου Νοσοκομείου από τους οποίους απομονώθηκε στέλεχος KPC-KP. Αναλύθηκαν τα κλινικά και επιδημιολογικά τους χαρακτηριστικά και διερευνήθηκαν οι παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση κλινικής λοίμωξης, για δυσμενή έκβαση στους ασθενείς με βακτηριαιμία και για λοίμωξη ή αποικισμό από ανθεκτικό στην κολιστίνη στέλεχος (CR). Πραγματοποιήθηκε έλεγχος ορθικής φορείας και αξιολογήθηκε και ένας νέος φαινοτυπικός αλγόριθμος για τις καλλιέργειες επιτήρησης. Ο έλεγχος των απομονωθέντων στελεχών περιελάμβανε τον καθορισμό του προφίλ ευαισθησίας, τον φαινοτυπικό και μοριακό έλεγχο και τη μοριακή τυποποίηση. Κατά το χρονικό διάστημα της μελέτης απομονώθηκαν 414 στελέχη KPC-KP από 185 ασθενείς. Ο έλεγχος της ευαισθησίας έδειξε ότι υψηλότερη δραστικότητα εμφάνισαν η τιγεκυκλίνη (95,4%), η φωσφομυκίνη (93,8%), η γενταμικίνη (86,7%) και η κολιστίνη (79,5%). Σημαντικός βαθμός ασυμφωνίας προέκυψε στον έλεγχο ευαισθησίας της τιγεκυκλίνης μεταξύ του Vitek2 και της μεθόδου αναφοράς, με τάση για ψευδή αντοχή. Ο έλεγχος παρουσίας γονιδίων άλλων καρβαπενεμασών έδειξε ότι 21 στελέχη έφεραν και το γονίδιο blaVIM-1. Η μοριακή τυποποίηση με τη μέθοδο MLST ανέδειξε 5 ST τύπους με επικρατούντα τον ST258 (82,3%). O νέος φαινοτυπικός αλγόριθμος στις καλλιέργειες επιτήρησης παρουσίασε υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα, ενώ η ταυτοποίηση του είδους της καρβαπενεμάσης ήταν ακριβής για όλα τα KPC-θετικά στελέχη. Κλινική λοίμωξη εμφάνισαν 95 ασθενείς, με συχνότερη τη βακτηριαιμία. Μοναδικός ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση λοίμωξης ήταν η προηγηθείσα ορθική φορεία. Η ολική θνητότητα ήταν 36% στο σύνολο των ασθενών και βρέθηκε σημαντικά υψηλότερη στους ασθενείς με λοίμωξη. Η θνητότητα λοίμωξης ήταν 32,6%. Στη μελέτη των παραγόντων που σχετίζονται με την έκβαση στους ασθενείς με βακτηριαιμία η ηλικία, το APACHE II score κατά την έναρξη της λοίμωξης και η μη χορήγηση κατάλληλης αντιμικροβιακής αγωγής αναδείχτηκαν ως ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες για δυσμενή έκβαση. Η χορήγηση συνδυασμών δραστικών αντιμικροβιακών οδήγησε σε κλινική επιτυχία για το σύνολο των ασθενών, ενώ η θνητότητα της λοίμωξης στην ομάδα της μονοθεραπείας ήταν σημαντικά υψηλότερη. Η διερεύνηση των παραγόντων κινδύνου για λοίμωξη ή αποικισμό από στέλεχος CR KPC-KP δεν ανέδειξε συσχέτιση με την προηγηθείσα χορήγηση κολιστίνης. Μοναδικός ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου ήταν η προηγηθείσα ορθική φορεία CR KPC-KP. Από τον έλεγχο της κλωνικότητας προέκυψε ότι όλα τα στελέχη ανήκαν στον ίδιο κλώνο. Οι λοιμώξεις από στελέχη KPC-KP παρουσιάζουν υψηλή επίπτωση και συνοδεύονται από υψηλή θνητότητα. Στην παρούσα μελέτη επιχειρήθηκε να απαντηθούν ερωτήματα που τίθενται στην κλινική και εργαστηριακή πράξη. Στο πλαίσιο αυτό, αναδείχτηκε η υπεροχή της συνδυαστικής αντιμικροβιακής αγωγής αλλά και η αδυναμία του αυτοματοποιημένου συστήματος Vitek2 να ανιχνεύσει αξιόπιστα την ευαισθησία στην τιγεκυκλίνη. Επίσης αναπτύχθηκε ένας νέος φαινοτυπικός αλγόριθμος που επιτρέπει την ταχεία και ειδική για τον τύπο της καρβαπενεμάσης ανίχνευση στις καλλιέργειες ορθικών επιχρισμάτων.


2019 ◽  
Author(s):  
Αρμπάννα-Άννα Κούση-Μακίνα

Σκοπός της Μελέτης: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εφαρμογή ενός προγράμματος εποπτείας των αντιμικροβιακών με κύρια συνιστώσα τον περιορισμό χρήσης των καρβαπενεμών, σε ένα νοσοκομείο με ενδημικότητα παθογόνων με αντοχή στις καρβαπενέμες. Οι στόχοι ήταν πρωταρχικά να ερευνηθεί η εφαρμοσιμότητα και αποδοχή ενός τέτοιου προγράμματος, αλλά και η ασφάλεια των ασθενών, μέσω στενής παρακολούθησης της έκβασης των λοιμώξεων από πολυανθεκτικά Gram- αρνητικά (θεραπευτική επιτυχία-αποτυχία-θάνατος). Ακολούθως, ο απώτερος στόχος ήταν να διερευνηθεί κατά πόσον μια τεκμηριωμένη μείωση των καρβαπενεμών θα μπορούσε να συντελέσει στη μείωση της αντοχής στις καρβαπενέμες στα κύρια παθογόνα του νοσοκομείου που εμφανίζουν αντοχή σε αυτές. Υλικό και μέθοδος: Εκπονήθηκε μια επιδημιολογική μελέτη καταγραφής προ-και μετά παρέμβαση κατά την οποία συγκρίθηκε η 12-μηνη περίοδος προ της εφαρμογής του πρωτοκόλλου (Οκτώβριος 2012 -Σεπτέμβριος 2013) με την 27μηνη περίοδο παρέμβασης (Οκτώβριος 2013- Δεκέμβριος 2015). Κατά την περίοδο παρέμβασης, μια Ομάδα Διαχείρισης Αντιμικροβιακών παρείχε αυτόκλητη συμβουλευτική πρόσωπο-με- πρόσωπο για κάθε συνταγογράφηση μεροπενέμης ή ιμιπενέμης. Η συμβουλευτική περιλάμβανε επίσκεψη παρά την κλίνη του ασθενούς, ανασκόπηση του φακέλου και συζήτηση με τους θεράποντες ιατρούς, κατά την οποία προτεινόταν εναλλακτικό των καρβαπενεμών σχήμα, τόσο στην εμπειρική όσο και στη στοχευμένη θεραπεία. Οι προτεινόμενες επιλογές βασίζονταν στην εκτίμηση κινδύνου, με βάση το επιδημιολογικό ιστορικό του ασθενούς είτε σε τρέχοντα ή προηγούμενα μικροβιολογικά δεδομένα από κλινικά δείγματα ή αποικισμούς. Οι ασθενείς που άλλαζαν σε εναλλακτικό της καρβαπενέμης σχήμα αποτέλεσαν την ομάδα Α, ενώ όσοι διατηρήθηκαν σε καρβαπενέμη με απόφαση του θεράποντος αποτέλεσαν την ομάδα Β. Καταγράφηκαν για όλους τους ασθενείς η θνητότητα στις 28 ημέρες, η διάρκεια νοσηλείας, η διάρκεια χορήγησης αντιμικροβιακών, τα δημογραφικά, κλινικές και παρακλινικές παράμετροι και δείκτες βαρύτητας. Έγινε καταγραφή ανά τρίμηνο της κατανάλωσης αντιβιοτικών σε όλο το νοσοκομείο και στις συμμετέχουσες κλινικές στο πρόγραμμα. Καταγράφηκαν ως πρότυπες ημερήσιες μονάδες ανά 100 ασθενο-ημέρες [Defined Daily Doses (DDDs)/100 patient-days] οι καρβαπενέμες μεροπενέμη και ιμιπενέμη, η πιπερακιλλίνη-ταζομπακτάμη, η τιγεκυκλίνη, η κολιστίνη, οι 3ης γενεάς κεφαλοσπορίνες κεφτριαξόνη και κεφταζιντίμη, οι αμινογλυκοσίδες και η σιπροφλοξασίνη. Επιπλέον, τα ποσοστά αντιμικροβιακής αντοχής τριών κύριων Gram- αρνητικών νοσοκομειακών παθογόνων (Klebsiella pneumoniae, Acinetobacter baumannii και Pseudomonas aeruginosa) καταγράφηκαν με μεσοδιαστήματα έξι μηνών κατά την προ- και μετά- την παρέμβαση περίοδο. Η αντοχή εκφράστηκε ως ποσοστό των στελεχών από οποιοδήποτε δείγμα με αντοχή σε συγκεκριμένους εκπροσώπους αντιμικροβιακών κλάσεων. Αποτελέσματα: Η ομάδα Α συγκέντρωσε 168 ασθενείς και η ομάδα Β 136 (σύνολο 304 ασθενείς), με παρόμοια βαρύτητα (διάμεση τιμή δείκτη APACHE II, 19) και μέσο ποσοστό σηπτικής καταπληξίας 68%. Η συμμόρφωση των θεραπόντων ιατρών με τη συμβουλευτική της επιτροπής ήταν 71, 8%. Η πλειονότητα των ασθενών της ομάδας Α έλαβαν σχήματα με κορμό την πιπερακιλλίνη-ταζομπακτάμη ως αντικατάσταση των καρβαπενεμών, ακολουθούμενα από σχήματα με βάση την κολιστίνη. Η αδρή θνητότητα στις 28 ημέρες για όλη την κοορτή ήταν 30%, χωρίς σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων της (26,2% έναντι 35,3% για την ομάδα Α και Β αντίστοιχα). Η ηλικία άνω των 65 ετών και APACHE II score άνω του 12 ήταν παράγοντες που συνοδεύονταν από σημαντικά υψηλότερη θνητότητα. Η ασφάλεια της παρέμβασης καταδείχθηκε και στην ομάδα των βακτηριαιμικών λοιμώξεων από ESBL-παραγωγά Enterobacteriaceae ή ανθεκτικά στις καρβαπενέμες παθογόνα, όπου καταγράφηκε παρόμοια θνητότητα μεταξύ των δύο ομάδων της μελέτης. Η ομάδα Α είχε μακρότερη χορήγηση αντιμικροβιακών αλλά βραχύτερη διάρκεια νοσηλείας σε σύγκριση με την ομάδα Β, (μέση διάρκεια χορήγησης 13,3 έναντι 10,8 ημερών αντίστοιχα, P<0,001 και μέση διάρκεια νοσηλείας 18 έναντι 26,5 ημερών αντίστοιχα, P<0,001). Η κατανάλωση καρβαπενεμών στο νοσοκομείο σημείωσε στατιστικά σημαντική μείωση από 32,0 [διάστημα εμπιστοσύνης 30,1 – 56,9] DDDs/100patient-days κατά την προ-παρέμβασης περίοδο σε 26,6 [διάστημα εμπιστοσύνης 4,3 – 35,8] DDDs/100patient-days στην μετά την παρέμβαση περίοδο (Ρ=0,009). Από την άλλη πλευρά, καταγράφηκε σημαντική αύξηση των υπόλοιπων αντιβιοτικών, από 485,4 [ΔΕ 352,1 – 596,5] σε 660, 0 [ΔΕ 641,4 – 822,9] DDDs/100patient-days κατά τις αντίστοιχες περιόδους (p=0,009). Τα δεδομένα αυτά δεν άλλαξαν μετά τον συνυπολογισμό και των καταναλώσεων στις ΜΕΘ του Νοσοκομείου. Τα ποσοστά αντοχής στα αντιβιοτικά (και στις καρβαπενέμες) των επιτηρούμενων παθογόνων δεν μεταβλήθηκαν κατά το διάστημα της μελέτης. Αξιοσημείωτο όμως ήταν το γεγονός ότι δεν αυξήθηκαν και τα ποσοστά αντοχής έναντι των αντιβιοτικών που αναπλήρωσαν τη μείωση των καρβαπενεμών, ήτοι της πιπερακιλλίνης-ταζομπακτάμης και της κολιστίνης. Συμπεράσματα: Το πρόγραμμα περιορισμού των καρβαπενεμών που εφαρμόσθηκε στο Νοσοκομείο Θριάσιο ήταν ασφαλές για τους ασθενείς που έπασχαν από λοίμωξη από Gram-αρνητικά παθογόνα με πολυαντοχή, καταδεικνύοντας ότι η μείωση της κατανάλωσης καρβαπενεμών είναι δυνατή και ασφαλής. Το πρόγραμμα έτυχε ευρείας αποδοχής από τους συνταγογραφούντες ιατρούς, κυρίως λόγω της αφοσιωμένης και παρά την κλίνη του ασθενούς παρεχόμενης συμβουλευτικής από την αρμόδια ομάδα. Η χρήση καρβαπενεμών σημείωσε σημαντική μείωση αλλά όχι η αντοχή των τριών κύριων παθογόνων (K. pneumoniae, A. baumannii, P. aeruginosa) στις καρβαπενέμες. Κύρια Σημεία•Ένα πρόγραμμα περιορισμού της κατανάλωσης των καρβαπενεμών που εφαρμόστηκε σε Ελληνικό Τριτοβάθμιο Νοσοκομείο με ενδημικότητα Gram(-) με αντοχή στις καρβαπενέμες αποδείχθηκε ασφαλές για τους ασθενείς που έπασχαν από λοίμωξη από πολυανθεκτικά Gram(-) παθογόνα. Η παρατήρηση αυτή υποδηλώνει ότι η μείωση της κατανάλωσης καρβαπενεμών είναι ασφαλής και εφικτή •Η Ομάδα Διαχείρισης των Αντιμικροβιακών παρείχε αυτόκλητη συμβουλευτική παρά την κλίνη του ασθενούς, επιτυγχάνοντας 71,8% συμμόρφωση των θεραπόντων Ιατρών με τις συμβουλές της, ποσοστό από τα υψηλότερα που έχουν καταγραφεί σε αντίστοιχες μελέτες στη βιβλιογραφία •Η πλειονότητα των εναλλακτικών στις καρβαπενέμες σχημάτων βασίστηκε στην πιπερακιλλίνη/ταζομπακτάμη ή στην κολιστίνη •Η ομάδα που έλαβε εναλλακτικό των καρβαπενεμών αντιμικροβιακό σχήμα και αυτή που παρέμεινε σε καρβαπενέμη δεν σημείωσαν διαφορά στη θνητότητα, ούτε όταν επρόκειτο για βακτηριαιμία από ESBL ή Carbapenem-resistant παθογόνο •Η επιβίωση ήταν πολύ χαμηλότερη σε άτομα με ηλικία >65 ετών και APACHE II >12 •Η παρέμβαση μείωσε σημαντικά την κατανάλωση των καρβαπενεμών αλλά όχι και την αντοχή σε αυτές των κύριων παθογόνων, υποδηλώνοντας ότι πιθανώς χρειάζονται και άλλες ή πολλαπλές παρεμβάσεις


2017 ◽  
Author(s):  
Ιωάννα Κορμπίλα

Εισαγωγή: Η πνευμονία που σχετίζεται με αναπνευστήρα επιπλέκει συχνά τη νοσηλεία των ασθενών στη μονάδα εντατικής θεραπείας, οδηγώντας σε αύξηση της θνητότητας, της διάρκειας νοσηλείας και του κόστους. Προκαλείται κυρίως από πολυανθεκτικά βακτήρια, τα κυριότερα των οποίων στα ελληνικά νοσοκομεία είναι τα ανθεκτικά στις καρβαπενέμες Acinetobacter baumannii, Klebsiella pneumoniae και Pseudomonas aeruginosa. Η ενδοφλέβια κολιστίνη αποτελεί την κυριότερη θεραπευτική επιλογή. Χορηγείται ως προφάρμακο (νατριούχος κολιστιμεθάτη) έχοντας ιδιαίτερα σύνθετη φαρμακοκινητική, με αποτελεσματικότητα που δεν έχει σαφώς τεκμηριωθεί και συχνή τοξικότητα. Η κολιστίνη έχει χορηγηθεί από δεκαετίες και ως εισπνεόμενο αντιβιοτικό σε ασθενείς με κυστική ίνωση. Η χορήγηση εισπνεόμενης κολιστίνης σε ασθενείς με πνευμονία που σχετίζεται με αναπνευστήρα μπορεί θεωρητικά να οδηγήσει σε υψηλότερες συγκεντρώσεις στην εστία της λοίμωξης, χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο για συστηματική τοξικότητα. Σκοπός: Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας με εισπνεόμενη σε συνδυασμό με ενδοφλέβια κολιστίνη σε σύγκριση με ενδοφλέβια κολιστίνη μόνο για την πνευμονία που σχετίζεται με αναπνευστήρα. Μεθοδολογία: Πρόκειται για μια αναδρομική, συγκριτική ως προς την έκθεση, μελέτη κοόρτης. Πραγματοποιήθηκε στη μονάδα εντατικής θεραπείας ενός τριτοβάθμιου νοσοκομείου των Αθηνών. Συμπεριλήφθηκαν όλοι οι ασθενείς με μικροβιολογικά τεκμηριωμένη πνευμονία σχετιζόμενη αναπνευστήρα που έλαβαν ενδοφλέβια κολιστίνη για τουλάχιστον 3 ημέρες, σε συνδυασμό ή όχι με νεφελοποιημένη κολιστίνη, μεταξύ Μαΐου 2005 και Αυγούστου 2007. Η συνήθης δοσολογία της νεφελοποιημένης κολιστίνης ήταν 1 MIU τρις ημερησίως και της ενδοφλέβιας κολιστίνης ήταν 3 MIU τρις ημερησίως για φυσιολογική νεφρική λειτουργία. Συλλέχθηκαν και αναλύθηκαν δεδομένα των ασθενών σχετικά με τα δημογραφικά στοιχεία, τα υποκείμενα νοσήματα, τα εργαστηριακά, απεικονιστικά και μικροβιολογικά ευρήματα, την αντιμικροβιακή αγωγή, τυχόν επεμβατικές πράξεις, την παρουσία ξένων σωμάτων και καθετήρων, ειδικές θεραπείες, καθώς και τη διάρκεια νοσηλείας και μηχανικού αερισμού. Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μελέτης ήταν η ίαση (υποχώρηση της πνευμονίας) κατά το τέλος της θεραπείας με κολιστίνη. Δευτερεύον καταληκτικό σημείο ήταν η θνητότητα από κάθε αιτία. Οι μεταβλητές που σχετίζονταν με την έκβαση αξιολογήθηκαν σε πολυπαραγοντική ανάλυση λογιστικής εξάρτησης. Αποτελέσματα: Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 121 ασθενείς, 78 εκ των οποίων (64,5%) έλαβαν εισπνεόμενη σε συνδυασμό με ενδοφλέβια κολιστίνη, ενώ 43 (35,5%) έλαβαν ενδοφλέβια κολιστίνη μόνο. Από τους 121 ασθενείς, 23 (19,0%) έλαβαν ταυτόχρονα και άλλα δραστικά αντιβιοτικά. Τα υπεύθυνα παθογόνα ήταν A. baumannii σε 92 (76,0%) ασθενείς, P. aeruginosa σε 22 (18,2%) και K. pneumoniae σε 7 (5,8%). Οι ασθενείς που έλαβαν εισπνεόμενη κολιστίνη είχαν λιγότερα παθογόνα που ήταν ευαίσθητα μόνο στην κολιστίνη, είχαν λάβει λιγότερες μεταγγίσεις αίματος, ενώ έλαβαν μακρύτερη διάρκεια θεραπείας με ενδοφλέβια κολιστίνη. Περισσότεροι ασθενείς στην ομάδα της εισπνεόμενης κολιστίνης παρουσίασαν κλινική ίαση [62/78 (79,5%) έναντι 26/43 (60,5%) ασθενών στην ομάδα της ενδοφλέβια κολιστίνη μόνο (p=0,025)]. Στην πολυπαραγοντική ανάλυση, η χορήγηση εισπνεόμενης κολιστίνης ήταν η μόνη παράμετρος που σχετίστηκε ανεξάρτητα με αυξημένη πιθανότητα ίασης (OR 2,53, 95% CI 1,11-5,76). Μεταξύ των 98 ασθενών στους οποίους η κολιστίνη ήταν το μόνο δραστικό αντιβιοτικό, η κλινική ίαση της πνευμονίας ήταν επίσης πιο συχνή σε όσους έλαβαν εισπνεόμενη κολιστίνη [46/60 (76,7%) έναντι 22/38 (57,9%) όσων έλαβαν ενδοφλέβια κολιστίνη μόνο, p=0,049]. Η θνητότητα από κάθε αιτία στο νοσοκομείο ήταν 31/78 (39,7%) στην ομάδα της εισπνεόμενης κολιστίνης έναντι 19/43 (44,2%) στην ομάδα της ενδοφλέβιας κολιστίνης μόνο (p=0,63). Η θνητότητα από κάθε αιτία στη μονάδα εντατικής θεραπείας ήταν 28/78 (35,9%) και 17/43 (39,5%), αντίστοιχα (p=0,69). Μετά από προσαρμογή για παράγοντες κινδύνου, η θεραπεία με εισπνεόμενη κολιστίνη δεν βρέθηκε να σχετίζεται με τη νοσοκομειακή θνητότητα. Οι παράγοντες που συσχετίσθηκαν ανεξάρτητα με αυξημένη θνητότητα ήταν το υψηλότερο APACHE II σκορ (OR 1,12, 95% CI 1,04-1,20), η ύπαρξη κακοήθειας (OR 4,11, 95% CI 1,18-14,23) και η χορήγηση χαμηλότερης ημερήσιας δόσης ενδοφλέβιας κολιστίνης [OR (ανά MIU) 0,81, 95% CI 0,68-0,96]. Συζήτηση: Το κύριο εύρημα της μελέτης είναι ότι οι ασθενείς με πνευμονία που σχετίζεται με αναπνευστήρα από πολυανθεκτικά Gram-αρνητικά βακτήρια παρουσίασαν συχνότερα κλινική ίαση αν είχαν λάβει θεραπεία με συνδυασμό εισπνεόμενης και ενδοφλέβιας κολιστίνης έναντι ενδοφλέβιας κολιστίνης μόνο.Η χρησιμότητα της προσθήκης εισπνεόμενης κολιστίνης μπορεί να αποδοθεί στην περιορισμένη και καθυστερημένη διείσδυση της ενδοφλέβιας κολιστίνης στο πνευμονικό παρέγχυμα. Αντιθέτως, η εισπνεόμενη κολιστίνη φαίνεται ότι επιτυγχάνει υψηλές συγκεντρώσεις στους πνεύμονες και συνοδεύεται από μικρό σχετικά κίνδυνο νεφροτοξικότητας. Ερωτήματα όμως ακόμα παραμένουν αναφορικά με τον καλύτερο τρόπο χορήγησης των νεφελοποιημένων αντιβιοτικών και τη διείσδυση τους σε περιοχές σοβαρής πνευμονίας. Η θνητότητα των ασθενών με πνευμονία που σχετίζεται με αναπνευστήρα σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με την υποκείμενη κλινική τους κατάσταση, ενώ η αποδοτέα στην λοίμωξη θνητότητα φαίνεται ότι είναι σχετικά μικρή. Για την εύρεση τυχόν διαφοράς στη θνητότητα από την προσθήκη της εισπνεόμενης κολιστίνης απαιτείται ιδιαίτερα μεγάλο μέγεθος δείγματος. Οι περισσότερες από τις σχετικές πειραματικές και κλινικές μελέτες έχουν δείξει ωφέλη από την εισπνεόμενη κολιστίνη ως προς την κλινική βελτίωση και τη μικροβιολογική εκρίζωση στην πνευμονία που σχετίζεται με αναπνευστήρα. Υπάρχει όμως αρκετή ετερογένεια μεταξύ των μελετών όσον αφορά τον τρόπο χορήγησης της εισπνεόμενης κολιστίνης και της δοσολογίας της, τα ενδοφλέβια αντιβιοτικά που συγχορηγήθηκαν και το προφίλ ευαισθησίας των παθογόνων μικροοργανισμών. Συμπεράσματα: Η προσθήκη εισπνεόμενης κολιστίνης στην ενδοφλέβια κολιστίνη μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη πιθανότητα ίασης των ασθενών με πνευμονία που σχετίζεται με αναπνευστήρα από πολυανθεκτικά Gram-αρνητικά βακτήρια, χωρίς όμως εμφανές όφελος αναφορικά με την επιβίωση. Τα αποτελέσματα αυτά δικαιολογούν τη διενέργεια τυχαιοποιημένων κλινικών μελετών για την περαιτέρω μελέτη της αποτελεσματικότητας και ασφάλειας της θεραπείας με εισπνεόμενη κολιστίνη.


VASA ◽  
1999 ◽  
Vol 28 (1) ◽  
pp. 30-33 ◽  
Author(s):  
Bürger ◽  
Meyer ◽  
Tautenhahn ◽  
Halloul

Background: Objective evaluation of the management of patients with ruptured infrarenal aortic aneurysm in emergency situations has been described rarely. Patients and methods: Fifty-two consecutive patients with ruptured infrarenal aortic aneurysm (mean age, 70.3 years; range, 56–89 years; SD 7.8) were admitted between January 1993 and March 1998. Emergency protocols, final reports, and follow-up data were analyzed retrospectively. APACHE II scores at admission and fifth postoperative day were assessed. Results: The time between the appearance of first symptoms and the referral of patients to the hospital was more than 5 hours in 37 patients (71%). Thirty-eight patients (71%) had signs of shock at time of admission. Ultrasound was performed in 81% of patients as the first diagnostic procedure. The most frequent site of aortic rupture was the left retroperitoneum (87%). Intraoperatively, acute left ventricular failure occurred in four patients, and cardiac arrest in two others. The postoperative course was complicated significantly in 34 patients. The overall mortality rate was 36.5% (n = 19). In 35 patients, APACHE II score was assessed, showing a probability of death of more than 40% in five patients and lower than 30% in 17 others. No patient showing probability of death of above 75% at the fifth postoperative day survived (n = 7). Conclusions: Ruptured aortic aneurysm demands surgical intervention. Clinical outcome is also influenced by preclinical and anesthetic management. The severity of disease as well as the patient’s prognosis can be approximated using APACHE II score. Treatment results of heterogenous patient groups can be compared.


1994 ◽  
Vol 71 (06) ◽  
pp. 768-772 ◽  
Author(s):  
Gerhard Dickneite ◽  
Jörg Czech

SummaryRats which were infected with the gramnegative pathogen Klebsiella pneumoniae develop disseminated intravascular coagulation (DIC), multi-organ failure (MOF) and finally die in a septic shock. We investigated the therapeutic effect of antibiotic (tobramycin) treatment combined with the infusion of the highly specific thrombin inhibitor rec. hirudin. Although administration of 2 mg/kg tobramycin alone leads to a decrease of the bacterial burden, DIC could not be prevented. Infusion of rec. hirudin (0.25 mg/kg x h) for 4 h (start of treatment 1 h post infection), in addition to a bolus administration of tobramycin, led to an amelioration of DIC parameters as fibrinogen, thrombin-antithrombin complex (TAT) and platelets. Serum transaminase levels (GOT, GPT) as a marker of MOF were significantly improved by rec. hirudin, the T50 value increased from 17 h in the tobramycin group to 42 h in the tobramycin + rec. hirudin giuup, muilality rates were 90% or 60%, respectively. Combination of heparin (10011/kg x h) and tobramycin was not effective on survival.


2004 ◽  
Vol 221 (S 5) ◽  
Author(s):  
A Scharipow ◽  
M Blum ◽  
K Ende ◽  
B Knau

Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document