Σύμφωνα με μελέτες έχει προταθεί πως διαταραγμένη ενδοθηλιακή λειτουργία παρατηρείται ήδη από τα πρώιμα στάδια του σακχαρώδη διαβήτη. Τα προγονικά ενδοθηλιακά κύτταρα (EPCs) προέρχονται από τον μυελό των οστών, συμμετέχουν στη νεοαγγειογένεση και συμβάλλουν στην ομοιόσταση των αγγείων. Τα προγονικά ενδοθηλιακά κύτταρα θεωρούνται ως ένας δυνητικός δείκτης καρδιαγγειακής νόσου. Επιπρόσθετα, η ασύμμετρη διμεθυλαργινίνη (ADMA), αποτελεί έναν ενδογενή αναστολέα της συνθετάσης του μονοξειδίου του αζώτου και έχει επίσης προταθεί ως ένας πιθανός νέος δείκτης της ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας και της αθηροσκλήρωσης. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση των πιθανών συσχετίσεων που εμφάνιζαν τα EPCs και η ADMA με ανθρωπομετρικές, βιοχημικές και λοιπές παραμέτρους καρδιομεταβολικού κινδύνου σε νεοδιαγνωσθέντα άτομα με προδιαβήτη. Στη μελέτη συμπεριλήφθησαν 59 άτομα με νεοδιαγνωσθέντα προδιαβήτη (ομάδα προδιαβήτη) και 32 υγιείς-μάρτυρες (ομάδα ελέγχου). Σε κάθε συμμετέχοντα λήφθηκε υπόψιν το πλήρες ιατρικό ιστορικό και επιπρόσθετα προσδιορίσθηκαν ανθρωπομετρικά και βιοχημικά δεδομένα συμπεριλαμβανομένων διαφόρων παραγόντων καρδιομεταβολικού κινδύνου, καθώς επίσης της υψηλής ευαισθησίας C-αντιδρώσας πρωτεΐνης και του δείκτη ινσουλινοαντίστασης (HOMA-IR). Η ADMA ανιχνεύθηκε και προσδιορίσθηκε ανοσολογικά με την ποσοτική μέθοδο της ανταγωνιστικής ELISA. Τα EPCs ταυτοποιήθηκαν και ποσοτικοποιήθηκαν με τη μέθοδο της κυτταρομετρίας ροής χρησιμοποιώντας τα μονοκλωνικά αντισώματα (CD34+ KDR+ CD133+). Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με τη χρήση του στατιστικού προγράμματος STATA 11.1 statistical software. Το επίπεδο της στατιστικής σημαντικότητας ορίστηκε στο p<0.05. Μονομεταβλητές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν για όλες τις παραμέτρους. Οι παράμετροι που αναδείχθηκαν στατιστικά σημαντικές εντάχθηκαν στο πολυμεταβλητό μοντέλο ανάλυσης. Από την πολυπαραγοντική ανάλυση μεταξύ των δύο ομάδων διαπιστώθηκε πως η ομάδα του προδιαβήτη χαρακτηρίζεται από υψηλότερα επίπεδα ADMA (OR=2.459, 95%CI:1.522-3.974, p<0.0001), ινσουλινοαντίστασης εκτιμώμενα με τον δείκτη HOMA-IR (OR=1.296, 95%CI: 1.029-1.633, p=0.027) και hs-CRP (OR=1.171, 95%CI:1.011-1.356, p=0.035). Κατόπιν, πραγματοποιήθηκε επιμέρους στατιστική ανάλυση κατά ομάδες. Συγκεκριμένα, στην ομάδα ελέγχου μετά την πραγματοποίηση και της πολυμεταβλητής ανάλυσης διαπιστώθηκε στατιστικά ανεξάρτητη συσχέτιση των επιπέδων της ADMA με την άσκηση (OR=0.247, 95%CI:0.061-0.996, p=0.049) και το κάπνισμα (OR=10.522, 95%CI: 1.541-71.854, p=0.016). Αντίστοιχα, για την ομάδα του προδιαβήτη σημαντική συσχέτιση διαπιστώθηκε μεταξύ των επιπέδων της ADMA με την ηλικία (OR=1.048, 95%CI: 1.006-1.091, p=0.024) το ΒΜΙ (OR=1.082, 95%CI: 1.006-1.162, p=0.033) και τη λήψη στατινών (OR=0.261, 95%CI: 0.081-0.840, p=0.024). Αναφορικά με τα επίπεδα των EPCs στην ομάδα ελέγχου στατιστική συσχέτιση παρατηρήθηκε με τις παραμέτρους: ηλικία (OR: 0.783, 95%CI:0.683-0.898, p<0.0001), άσκηση (OR: 65.577, 95%CI:6.080-707.264, p=0.001), το κάπνισμα (OR:0.006 95%CI:0.0002-0.156, p=0.002) και το θετικό οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη (OR: 0.013, 95%CI:0.001-0.164, p=0.001) ενώ στην ομάδα του προδιαβήτη με το ΒΜΙ (OR: 0.845, 95%CI: 0.780-0.916, p<0.0001) και τη λήψη στατινών (OR: 4.066, 95%CI:1.141-14.494, p=0.031). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης τα άτομα με προδιαβήτη συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου εμφάνιζαν σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό ινσουλινοαντίστασης και φλεγμονής (εκτιμώμενες με το δείκτη HOMA-IR και τα επίπεδα της hs-CRP, αντίστοιχα) καθώς και σημαντικά υψηλότερα επίπεδα ADMA. Δεδομένου, ότι τα μειωμένα επίπεδα των EPCs και αντίστοιχα τα αυξημένα επίπεδα της ADMA συνδέονται με την ενδοθηλιακή δυσλειτουργία και τον υψηλό καρδιομεταβολικό κίνδυνο, καταδεικνύεται ένας πιθανός επιπρόσθετος παθοφυσιολογικός μηχανισμός σύνδεσης της παχυσαρκίας (αρνητική επίδραση) και των στατινών (ευεργετικής δράσης) στην καρδιαγγειακή νόσο ακόμη και από τα πρώιμα στάδια του προδιαβήτη.