Colonization and Containment of Hyalomma Marginatum Rufipes for Studies on the Transmission of Crimean-Congo Hemorrhagic Fever

1987 ◽  
Author(s):  
Daniel E. Sonenshine
Author(s):  
Ahmad Ali Hanafi-Bojd ◽  
Samin Jafari ◽  
Zakkyeh Telmadarraiy ◽  
Abbas Abbasi-Ghahramanloo ◽  
Eslam Moradi-Asl

Background: The Crimean-Congo Hemorrhagic Fever (CCHF) is one of the most important arthropod-borne viral dis-eases with a mortality rate of about 30% among humans. The disease, caused by a Nairovirus, is transmitted to humans and animals by hard and soft ticks. This study aimed to determine the distribution of soft and hard ticks in the past three decades in Iran with an emphasis on the vectors of the CCHF virus. Methods: In this study, all studies that were carried out in different regions of Iran from 1979 to 2018 and their results were published in prestigious journals were used to create a database. The distribution of ticks was mapped using ArcMap10.3. Results: Based on the results, nine genera and 37 species of soft and hard ticks were recorded in Iran. So far, six genera and 16 species of hard and soft ticks were reported to be infected with the CCHF virus. The infection to this virus was reported from 18 out of 31 provinces, with a high rate in Sistan and Baluchistan as well as Khuzestan provinces. The highest levels of CCHF infection belonged to Hyalomma marginatum and H. anatolicum. Conclusion: The main vectors of CCHF, H. marginatum and H. anatolicum, were reported in more than 38.7% of Iran's provinces, and these two species were identified as invasive species in Iran. Thus, control activities should be strength-ened to avoid the outbreaks of CCHF.


2020 ◽  
Author(s):  
Ηλίας Χαληγιάννης

Ο αιμορραγικός πυρετός Κριμαίας-Κογκό (Crimean - Congo Hemorrhagic Fever– CCHF), είναι σοβαρή οξεία εμπύρετη νόσος που συνοδεύεται συχνά από αιμορραγικές εκδηλώσεις και παρουσιάζει θνητότητα που κυμαίνεται από 5%-30%. Αιτιολογικός παράγοντας της νόσου είναι ο ιός του αιμορραγικού πυρετού Κριμαίας-Κογκό (CCHFV, genus Orthonairovirus, family Nairoaviridae). Η μετάδοση της νόσου στον άνθρωπο γίνεται με νύγμα κροτώνων, κυρίως του γένους Hyalomma, ή μετά από άμεση επαφή των βλεννογόνων ή του δέρματος με αίμα, εκκρίματα ή ιστούς μολυσμένων ζώων ή ανθρώπων. Η γεωγραφική διασπορά του CCHFV είναι η πιο εκτεταμένη από τους ιούς που μεταδίδονται με κρότωνες, καθ΄ όσον η παρουσία του αναφέρθηκε σε περισσότερες από 30 χώρες στην Αφρική, Ασία, Ν.Α Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή. Η κατανομή του ιού ακολουθεί τη διασπορά των κροτώνων του γένους Hyalomma, οι οποίοι εξαπλώνονται έως το 50° βόρειο γεωγραφικό πλάτος. Τα στελέχη του CCHF διαχωρίζονται σε 9 γονότυπους: οι γονότυποι “Africa 1”, “Africa 2” , “Africa 3” και “Africa 4” περιλαμβάνουν στελέχη διαφόρων χωρών της Αφρικής, ο γονότυπος “Asia 1” με στελέχη της Μέσης Ανατολής, ο “Asia 2” με στελέχη από την Κίνα, το Τατζικιστάν, το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, ο “Europe 1” με στελέχη από τα Βαλκάνια, τη Ρωσία και την Τουρκία, ο “Europe 2” που περιλαμβάνει ένα μόνο στέλεχος, το ελληνικό στέλεχος AP92 και ο γονότυπος “Europe 3” με στελέχη από τη Ρωσία. Στην Ελλάδα ανιχνεύθηκαν στελέχη που ανήκουν στους γονοτύπους “Europe 1” και “Europe 2”, τα οποία διαφέρουν σημαντικά στο γονιδίωμα και στη λοιμογόνο δύναμή τους. Η μόνη (και θανατηφόρα) περίπτωση CCHF στην Ελλάδα παρατηρήθηκε τον Ιούνιο του 2008 και το στέλεχος ανήκε στον γονότυπο “Europe 1” ενώ το στέλεχος AP92 που ανήκει στον γονότυπο “Europe 2” απομονώθηκε το 1975 από κρότωνες Rhipicephalus bursa στην Βεργίνα της Κεντρικής Μακεδονίας. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η καταγραφή της διασποράς και συχνότητας των κροτώνων σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας (ιδιαίτερα σε αυτές όπου είχαν πραγματοποιηθεί προηγουμένως οροεπιδημιολογικές μελέτες στον γενικό πληθυσμό), η χαρτογράφησή τους μέσω χρήσης συστημάτων γεωγραφικής και χωρικής ανάλυσης (GIS- SA), ο έλεγχος των κροτώνων για μόλυνση με τον CCHFV, καθώς και η γενετική και η φυλογενετική ανάλυση των στελεχών της μελέτης. Συγκεκριμένα, διεξήχθη μια εκτεταμένη μελέτη του πληθυσμού και της διασποράς των σκληρών κρότωνων (Ixodidae) σε τρεις διαδοχικές περιόδους (2012 - 2014) σε 309 κτηνοτροφικές μονάδες αιγών και προβάτων που βρίσκονται στην ηπειρωτική χώρα και σε πέντε νησιά της Ελλάδας. Συνολικά συλλέχθηκαν 2108 κρότωνες. Η ταυτοποίησή τους με ειδικές για αρθρόποδα διχοτομικές κλείδες ανέδειξε δύο είδη Rhipicephalus, δύο Ixodes, πέντε Hyalomma, τρία Haemaphysalis και ένα Dermacentor. Τα είδη με την ευρύτερη κατανομή ήταν τα Rhipicephalus sanguineus sensu lato (s.l.) (64,8%), R. bursa (25,9%) και Dermacentor marginatus (4,1%), και ακολουθούσαν τα Ixodes ricinus, Ι. gibbosus, Haemaphysalis parva, Η. sulcata, Η. punctata, Hyalomma marginatum, Η. excavatum, Η. dromedarii, Η. rufipes και Η. impeltatum που όλα μαζί αντιπροσωπεύουν περίπου το 5,3% της συλλογής. Οι κρότωνες διαχωρίστηκαν σε 1290 ομάδες ανάλογα με το είδος, το φύλο, το ξενιστή, την ημερομηνία και την περιοχή συλλογής τους. Μετά από ομογενοποίηση, απομονώθηκε το ιικό RNA και εφαρμόστηκε αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (RT-nested PCR) για την ανίχνευση του CCHFV. Ο ιός ανιχνεύθηκε σε 36 από τις 1290 (2,8%) ομάδες κροτώνων. Ειδικότερα, ανιχνεύθηκε σε 27 από τις 843 (3,2%) ομάδες κροτώνων του είδους R. sanguineus s.l. και σε 9 από τις 377 (2,4%) ομάδες του είδους R. bursa. Οι περιφέρειες με τα υψηλότερα ποσοστά ανίχνευσης του CCHFV ήταν η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία (8,8%), η Κρήτη (6,2%) και η Πελοπόννησος (5,7%), ενώ στις Θεσσαλία, Θράκη και Ήπειρο τα ποσοστά ήταν 3,1%, 1,4% και 1,2% αντίστοιχα. Όλοι οι κρότωνες του είδους H. marginatum (που αποτελεί τον κύριο φορέα του CCHFV) ήταν αρνητικοί. Από την φυλογενετική ανάλυση των αλληλουχιών του ιού που ανιχνεύθηκαν σε 27 ομάδες κροτώνων φάνηκε η παρουσία των γονοτύπων “Europe 1” (19/27) και “Europe 2” (8/27). Ο γονότυπος “Europe 1” βρέθηκε κυρίως σε κρότωνες του είδους R. sanguineus s.l. (16/19), ενώ ο “Europe 2” σε κρότωνες του είδους R. bursa (6/8). Το γονιδίωμα του στελέχους CCHFV γονοτύπου “Europe 2” που ανιχνεύθηκε σε κρότωνες R. bursa διέφερε κατά 9,7% σε επίπεδο νουκλεοτιδίων από το πρότυπο στέλεχος AP92, το οποίο είχε απομονωθεί το 1975.Συμπερασματικά, η παρούσα μελέτη έδωσε μία πρώτη αποτύπωση σχετικά με τον πληθυσμό των κροτώνων στην ηπειρωτική χώρα και τα νησιά της Ελλάδας. Μέχρι σήμερα, δεν έχουν αναφερθεί κλινικές περιπτώσεις CCHF σε ανθρώπους (εκτός από μία περίπτωση το 2008 που οφειλόταν σε στέλεχος του γονοτύπου “Europe 1”). Η κυκλοφορία του CCHFV του γονοτύπου “Europe 2” σε περιοχές όπου ο οροεπιπολασμός είναι σχετικά υψηλός, σε συνδυασμό με την απουσία κλινικών περιστατικών, υποδηλώνει ότι αυτά τα στελέχη παρουσιάζουν αντιγονικότητα, αλλά έχουν μικρή η μηδαμινή λοιμογόνο δύναμη. Περαιτέρω μελέτες σε στελέχη του γονοτύπου “Europe 2” θα αυξήσουν τις γνώσεις μας σχετικά με το ρόλο αυτών των στελεχών τύπου ΑΡ92 στην επιδημιολογία του CCHF, οι οποίες θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες για το σχεδιασμό φαρμάκων και εμβολίων. Όσον αφορά τον γονότυπο “Europe 1”, είναι πιθανό, οι κρότωνες του γένους Rhipicephalus να μην είναι ικανοί φορείς του ιού όπως είναι οι κρότωνες του γένους Hyalomma, οπότε θα απαιτηθούν περαιτέρω εργαστηριακές μελέτες για να διερευνηθεί ο ακριβής ρόλος τους στη συντήρηση και μετάδοση του CCHFV.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document