scholarly journals Caracterización y mejora tecnológica de la madera de Populus x euramericana I-214 (Dode) Guinier, austral y boreal, con fines estructurales

2015 ◽  
Author(s):  
Eleana María Spavento Zanotta
2016 ◽  
Vol 167 (2) ◽  
pp. 98-104
Author(s):  
Bastien Cochard ◽  
François Lefort

A case of sooty bark disease and Cytospora poplar canker in the Canton of Geneva In summer 2014, a case of sooty bark disease caused by Cryptostroma corticale on an individual field maple (Acer campestre) and two cases of poplar canker due to Cytospora chrysosperma on Populus x euramericana were identified genetically for the first time on the territory of the Canton of Geneva. In both cases, the trees presented signs of very advanced dieback, accompanied by specific symptoms such as bark peeling and sooty plaques for the maple, and loose twisted bark layers and black colouring of the wood in structural branches of the poplars. Sampling was carried out in the symptomatic areas and components of the fungal flora were isolated in pure cultures in order to identify any pathogenic fungi. The molecular analysis of the rDNA internal transcribed spacer (ITS) sequences made it possible to identify precisely all pure isolates obtained. The results showed a majority presence of C. corticale in the maple tree, and of C. chrysosperma in the two poplars. Both these fungi are little known in Switzerland and Europe, and their presence is maybe associated with changes in the climate.


2002 ◽  
Author(s):  
Πέτρος Παπαπέτρου

Η παρούσα έρευνα ασχολείται με την επίδραση της οργανικής και της χημικής λίπανσης στις φυσικοχημικές ιδιότητες του εδάφους, στην υγρασία και στην απόδοση του κλώνου λεύκης Ι - 214. Το οργανικό λίπασμα προέρχονταν από το στερεό υπόλειμμα της επεξεργασία των υγρών αστικών λυμάτων του βιολογικού καθαρισμού Θεσσαλονίκης, ενώ ως χημικό λίπασμα χρησιμοποιήθηκε το σύνθετο N - P - K (11 - 15 - 15). Η εφαρμογή των δύο λιπάνσεων έγινε σε φυτείες λεύκης Populus x euramericana (Dode) Guiner cv. Ι - 214, οι οποίες φύονταν στο ανάχωμα τεχνητής κοίτης του Αξιού ποταμού, στην περιοχή της πόλης των Κουφαλίων 30 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης της Θεσσαλονίκης. Η έρευνα άρχισε το 1998 και για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν 5 δειγματοληπτικές επιφάνειες έκτασης 0,3 ha έκαστη, σχήματος ορθογωνίου παραλληλογράμμου, έχοντας τη μεγάλη πλευρά παράλληλα προς την κοίτη του ποταμού και τη μικρή κάθετα προς αυτή. Οι δύο εκ των πέντε επιφανειών χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες, ενώ στις άλλες τρεις εφαρμόστηκαν οι χειρισμοί της οργανικής και της χημικής λίπανσης. Ο φυτευτικός σύνδεσμος των λευκών ήταν 6 X 6, ενώ η ηλικία τους ήταν 6 και 7 ετών. Εφαρμόστηκε οργανικό λίπασμα 50 m3/ha σε μία δόση το έτος 1998 με τη βοήθεια μικρού ελκυστήρα και χημικό λίπασμα 750 kg/ha σε μία δόση κατά το ίδιο έτος χειρονακτικά. Οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους (μηχανική σύσταση, φαινομενική πυκνότητα, υδατοϊκανότητα, σημείο μόνιμου μαρασμού, διαθέσιμη υγρασία) προσδιορίστηκαν πριν την εφαρμογή του οργανικού λιπάσματος, αμέσως μετά την εφαρμογή του (δύο μήνες μετά) και 18 μήνες μετά, για να διαπιστωθούν οι επιπτώσεις του. Το ίδιο συνέβη και με τις χημικές ιδιότητες, όπως το pH, τα ανθρακικά άλατα, την αλατότητα, την οργανική ουσία, το άζωτο, το φώσφορο, τα εναλλακτικά κατιόντα και τα ιχνοστοιχεία. Η μηνιαία πορεία της υγρασίας του εδάφους μετρήθηκε σε βάθος ως 1 μέτρο, κατά τη διάρκεια και των δύο αυξητικών περιόδων τόσο στο μάρτυρα, όσο και στις οργανικά λιπανθείσες επιφάνειες, με σκοπό να διαπιστωθεί η επίπτωση της οργανικής λίπανσης σε αυτή. Επίσης προσδιορίστηκαν οι μηνιαίες μεταβολές των θρεπτικών στοιχείων στα φύλλα και στα κλαδιά των δέντρων της λεύκης, κατά τη διάρκεια δύο αυξητικών περιόδων, στις οργανικά λιπασμένες επιφάνειες και στους μάρτυρες. Τέλος μετρήθηκε η στηθιαία διάμετρος και το ύψος των δέντρων στους μάρτυρες και στις λιπανθείσες επιφάνειες, πριν την εφαρμογή των λιπασμάτων και στο τέλος κάθε αυξητικής περιόδου για δύο συνεχόμενα έτη, ώστε να διαπιστωθούν οι επιπτώσεις των χειρισμών στην απόδοση των λευκών. Από την εμπεριστατωμένη επεξεργασία των αποτελεσμάτων που διενεργήθηκε, εξήχθησαν χρήσιμα συμπεράσματα, τα οποία αναφέρονται συνοπτικά ακολούθως. Η εφαρμογή των στερεών αστικών λυμάτων (sewage sludge - ιλύς) του βιολογικού καθαρισμού Θεσσαλονίκης ως οργανικό λίπασμα στο έδαφος, επιδρά σημαντικά στην καλύτερη κατανομή της παρατηρούμενης διαθέσιμης υγρασίας ανά εδαφική στρώση, στα ανώτερα στρώματα του εδάφους ως 60 cm. Η εφαρμογή της ιλύος σε ποσότητα 50 m3/ha σε εδάφη ελαφράς μηχανικής σύστασης, ουδεμία μεταβολή επιφέρει σε αυτή και στη φαινομενική πυκνότητα. Η προσθήκη της ιλύος είναι δυνατόν να αυξήσει αρχικά κατά τους πρώτους μήνες την ηλεκτρική αγωγιμότητα του εδάφους, λόγω των περιεχομένων υδατοδιαλυτών αλάτων σε αυτή. Με το πέρασμα του χρόνου όμως παρατηρείται ελάττωση αυτής σε αποδεκτά επίπεδα, διότι αρχίζει η έκπλυση τους. Η προσθήκη ιλύος, οξύτητας παρόμοιας με αυτή του εδάφους στο οποίο εφαρμόζεται, δε μεταβάλει καθόλου την αντίδρασή του. Η οργανική ουσία του εδάφους αυξάνεται με την προσθήκη της ιλύος, μέχρι βάθους 40 cm, δύο μήνες μετά την εφαρμογή της. Μετά το πέρας σημαντικού χρονικού διαστήματος, 18 μηνών, παρατηρείται ελάττωσή της, αλλά συνήθως παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά των εδαφών που δεν έχουν λιπανθεί. Η ποσότητα του αζώτου στα εδάφη που δέχτηκαν την ιλύ, αυξάνει σημαντικά δύο μήνες μετά την εφαρμογή, ενώ μετά την πάροδο ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος (18 μηνών) μειώνεται, αλλά εξακολουθεί να κυμαίνεται σε υψηλότερα επίπεδα από τα μη λιπανθέντα εδάφη. Η προσθήκη της ιλύος αυξάνει σημαντικά την ποσότητα του φωσφόρου στα εδάφη, δύο μήνες μετά την εφαρμογή της. Ο εφοδιασμός του εδάφους με φώσφορο διατηρείται και μετά από σημαντικό χρονικό διάστημα, όπως αυτό των 18 μηνών. Η επίπτωση της εφαρμογής της ιλύος στα εναλλακτικά κατιόντα του εδάφους ποικίλει. Στο κάλιο δεν παρατηρείται ουδεμία μεταβολή, σε αντίθεση με το ασβέστιο, το νάτριο και το μαγνήσιο όπου αυξάνονται. Η απόθεση 50 m3/ha ιλύος προερχόμενης από το βιολογικό καθαρισμό Θεσσαλονίκης, σε έδαφος ελαφράς μηχανικής σύστασης με υψηλό pH, περίπου 8, στο οποίο φύονται λεύκες, δεν επιφέρει αύξηση των συγκεντρώσεων των βαρέων μετάλλων στο έδαφος πάνω από τα ανώτατα επιτρεπόμενα όρια. Ο χειρισμός της εφαρμογής των στερεών αστικών λυμάτων (sewage sludge - ιλύς) προερχόμενων από το βιολογικό καθαρισμό Θεσσαλονίκης, καθώς και ο χειρισμός της εφαρμογής ορυκτού λιπάσματος (11 - 15 - 15), σε φυτεία ταχυαυξούς είδους (λευκοκαλλιέργεια), ουδεμία μεταβολή επέφερε στην απόδοση των δέντρων (διάμετρο και ύψος), σε σύγκριση με τα δέντρα που δε δέχτηκαν κανένα χειρισμό, λόγω της έλλειψης επαρκούς ποσότητας διαθέσιμου νερού. Παρόλη την αύξηση της γονιμότητας του εδάφους, δεν αυξήθηκε η παραγωγικότητά του. Η αντικατάσταση εξ’ ολοκλήρου των ορυκτών λιπασμάτων από τα οργανικά, που προέρχονται από τους βιολογικούς καθαρισμούς, δε μπορεί να στοιχειοθετηθεί με τα στοιχεία που προέκυψαν από την παρούσα έρευνα. Η περιοχή έρευνας ταξινομείται στη μέτρια ποιότητα τόπου από πλευράς εδαφολογικών και αυξητικών κριτηρίων, καθώς και από πλευράς γαιοκαταλληλότητας εφαρμογής ιλύος αστικών λυμάτων.


2000 ◽  
Vol 57 (3) ◽  
pp. 261-266 ◽  
Author(s):  
Franck Brignolas ◽  
C�cile Thierry ◽  
Gilles Guerrier ◽  
�ric Boudouresque

2003 ◽  
Vol 159 (2) ◽  
pp. 443-452 ◽  
Author(s):  
Daniela Di Baccio ◽  
Roberto Tognetti ◽  
Luca Sebastiani ◽  
Claudio Vitagliano

2012 ◽  
Vol 2012 ◽  
pp. 1-10 ◽  
Author(s):  
Mauro Medori ◽  
Lucia Michelini ◽  
Isabel Nogues ◽  
Francesco Loreto ◽  
Carlo Calfapietra

Most of the perennial plant species, particularly trees, emit volatile organic compounds (BVOCs) such as isoprene and monoterpenes, which in several cases have been demonstrated to protect against thermal shock and more generally against oxidative stress. In this paper, we show the response of three strong isoprene emitter species, namely,Phragmites australis, Populus x euramericana, andSalix phylicifoliaexposed to artificial or natural warming of the root system in different conditions. This aspect has not been investigated so far while it is well known that warming the air around a plant stimulates considerably isoprene emission, as also shown in this paper. In the green house experiments where the warming corresponded with high stress conditions, as confirmed by higher activities of the main antioxidant enzymes, we found that isoprene uncoupled from photosynthesis at a certain stage of the warming treatment and that even when photosynthesis approached to zero isoprene emission was still ongoing. In the field experiment, in a typical cold-limited environment, warming did not affect isoprene emission whereas it increased significantly CO2assimilation. Our findings suggest that the increase of isoprene could be a good marker of heat stress, whereas the decrease of isoprene a good marker of accelerated foliar senescence, two hypotheses that should be better investigated in the future.


2019 ◽  
Vol 28 (2) ◽  
pp. e008
Author(s):  
Eleana Spavento ◽  
Mónica Murace ◽  
Luis Acuña ◽  
Silvia Estela Monteoliva ◽  
Mª Teresa Troya

Aim of study: to assess the natural durability of Populus x euramericana ‘I-214’ against xylophagous fungi and termites, and to carry out a macro-microscopic analysis of the alterations caused by each xylophagous agent in order to get the necessary information for its possible inclusion in existing European standards.Area of study: A 20-years-old commercial plantation Populus x euramericana‘I-214’ located in Quintanilla de Sollamas (42° 36′ 00″N - 05° 49′ 00″ W), Spanish community of Castile-LeonMaterial and methods: material sampling and selection was carried out following EN 350:2017 for commercial sawn timber. Poplar resistance to xylophagous basidiomycete, soft rot fungi and subterranean termites was determined according to CEN/TS 15083-1:2005, CEN/TS 15083-2:2005 and EN 117:2012, respectively. The durability and use classes were estimated according to EN 350:2016 and EN 335:2013, respectively. The anatomical studies were carried out with Optical and Scanning Electron Microscope. Material characterization was carried out by reference to Anagnost (1998) and Schwarze (2007).Main results: ‘I-214’ poplar wood proved to be “Not-durable” to the action of basidiomycetes, soft rot fungi and termites, use classes 1-2, and showed macro-microscopic evidence of these types of decay.Research highlights: the information obtained in this study would allow the inclusion of clone I-214 in the standard EN 350 and its explicit classification within it.Keywords: wood-decay fungi; termites; EN 350.Abbreviations used: TM: test material; RM: reference material; RH: relative humidity; ML: mass loss; mi: initial dry mass; mf: final dry mass; DC: durability class; OM: Optical Microscope; SEM: Scanning Electron Microscope; TS: transverse section samples; LS: longitudinal section samples; CI: robust confidence intervals; F: fibre; V: vessel; h: hole; t: erosion trough; R: radial parenchyma cell; ep: erosion pitting; Fc: fungal colonization; fr: fracture; c: cavity; b: bore hole; m: mycelium.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document