scholarly journals ¿Fenêtre en longueur, hueco rasgado de suelo a techo o muro cortina? Una revisión crítica de la sintaxis del hueco en la modernidad

Author(s):  
Carlos L. Marcos

Le Corbusier planteó durante los años 20 del siglo pasado una gramática para el nuevo lenguaje de la arquitectura de hormigón armado y acero, la arquitectura moderna. Sus míticas viviendas realizadas durante esa década en colaboración con Pierre Jeanneret constituirían un elenco extraordinariamente influyente en los años posteriores y servirían de modelos para ilustrar una teoría que vería la luz en forma de texto en 1926 a modo de manifiesto fundacional, “Los 5 puntos de la arquitectura”. Su fenêtre en longueur  –ventana rasgada horizontalmente– ponía de manifiesto la condición no portante de la fachada al tiempo que se apropiaba del horizonte y de una visión continua desde el interior. La arquitectura neoplasticista, sin embargo, directamente influenciada por la “destrucción orgánica de la caja” de Wright, planteaba rasgar huecos de suelo a techo. Ambas negaban la idea de perforar la fachada recortando los huecos sobre ella. Mies van der Rohe, el más riguroso en el detalle arquitectónico y la construcción de los arquitectos modernos, plantearía ya desde su proyecto para el rascacielos de la Friedrichstrasse de 1919 la incipiente idea del muro cortina que años después llegaría a materializar. En las siguientes líneas planteamos una discusión crítica acerca de la gramática de la modernidad y en particular respecto de la sintaxis del hueco.

2018 ◽  
Author(s):  
Μαριάννα Χαριτωνίδου

H διατριβή δομείται σε τέσσερα μέρη που αντιστοιχούν σε τέσσερις γενιές αρχιτεκτόνων, αναδεικνύοντας τα εννοιολογικά εργαλεία και τις μεθόδους προβληματοθεσίας που βρίσκονται στο επίκεντρο του αρχιτεκτονικού λόγου και της συνθετικής διαδικασίας κάθε ιστορική στιγμή. Διερευνάται ο μετασχηματισμός της αλλαγής του αντικειμένου της αρχιτεκτονικής μέσα από την ανάλυση των μεταλλαγών των μέσων αναπαράστασης που βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος σε κάθε γενιά που εξετάζεται και του στόχου απεύθυνσής τους. Στο πρώτο μέρος της διατριβής αναδεικνύεται ότι αυτό που ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ήταν ο ατομικός και αστικός χαρακτήρας του αποδέκτη της αρχιτεκτονικής και η αρχιτεκτονική συμβολίζει την αξία της κατοχής της από τον αποδέκτη. Εξετάζονται οι λόγοι για τους οποίους οι αρχιτέκτονες Ludwig Mies van der Rohe και Le Corbusier προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη χρήση της προοπτικής αναπαράστασης. Στο δεύτερο μέρος της διατριβής, που εστιάζει στο έργο των το έργο των Ludovico Quaroni, Ernesto Nathan Rogers και Team 10, εξετάζεται η εντατικοποίηση του ενδιαφέροντος για την έννοια του χρήστη και η επίδραση της τυποποίησης της αρχιτεκτονικής στη διαμόρφωση της έννοιας του μαζικού χρήστη. Στο τρίτο μέρος της διατριβής, που εστιάζει στο έργο των Peter Eisenman, John Hejduk, Aldo Rossi και Oswald Mathias Ungers, εξετάζεται η μεταστροφή από την κατανόηση του αποδέκτη της αρχιτεκτονικής ως χρήστη προς την κατανόηση του αποδέκτη της αρχιτεκτονικής ως υποκειμένου. Παράλληλα, αναδεικνύεται πως η μετάβαση από την κατανόηση του αποδέκτη της αρχιτεκτονικής ως χρήστη στην αντίληψή του ως υποκειμένου υποδηλώνει ότι η σημασιοδότηση της αρχιτεκτονικής συν-διαμορφώνεται από τον αρχιτέκτονα και τον αποδέκτη. Επιχειρείται μια διεξοδική διερεύνηση των επιστημολογικών μεταλλαγών που συνοδεύουν τον παραπάνω αναπροσανατολισμό της κατανόησης της έννοιας του αποδέκτη της αρχιτεκτονικής. Στο τέταρτο μέρος της διατριβής εξετάζονται οι διαδικασίες μέσω των οποίων οι αρχιτέκτονες Rem Koolhaas και Bernard Tschumi μετατρέπουν την έννοια του προγράμματος της αρχιτεκτονικής σε μηχανισμό αρχιτεκτονικής σύνθεσης, λαμβάνοντας ως σημείο εκκίνησης της σχεδιαστικής διαδικασίας τον δυναμικό χαρακτήρα των αστικών συνθηκών. Αναδεικνύεται ότι οι προσεγγίσεις των παραπάνω αρχιτεκτόνων και η σημασία που προσδίδουν στην κιναισθητική εμπειρία της αρχιτεκτονικής βασίζεται στην παραδοχή ότι εντός του ίδιου υποκειμένου υπάρχουν αντιμαχόμενες μεταξύ τους τάσεις και δυνάμεις. Στα πλαίσια της διατριβής, παρουσιάζονται τα κύρια σημεία του μετασχηματισμού του αντικειμένου της αρχιτεκτονικής, που ακολουθούσε τον μετασχηματισμό αυτού στον οποίον απευθύνεται η αρχιτεκτονική σε κάθε εποχή. Η επιλογή να διερευνηθεί ένα ειδικό μέσο για την αρχιτεκτονική, όπως οι τρόποι λειτουργίας της αναπαράστασης, έγινε προκειμένου να διαγνωσθούν οι μεταλλάξεις του τρόπου με τον οποίο η αρχιτεκτονική ενσωματώνει ή ανταποκρίνεται σε καταστάσεις που ανήκουν σε ευρύτερες σφαίρες, όπως οι κοινωνικοί και πολιτικοί τομείς, οι αρθρώσεις μεταξύ της ειδικότητας της αρχιτεκτονικής και του κοινωνικού και θεσμικού πλαισίου της. Επίσης, αναδεικνύεται ότι οι σχέσεις μεταξύ των μέσων της αρχιτεκτονικής και της ευρύτερης σφαίρας μπορούν να γίνουν κατανοητές όταν η ανάλυση έχει ως αφετηρία την εξέταση του τι διακυβεύεται σε συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά έργα. Η διατριβή συστήνει ένα μεθοδολογικό εργαλείο κατανόησης των επάλληλων μετασχηματισμών του αντικειμένου του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού μέσα από τον πραγματικό και φαντασιωτικό μετασχηματισμό αυτού στον οποίον απευθύνεται. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στην ανάλυση των μεταλλαγών των μεθόδων διδασκαλίας στις σχολές αρχιτεκτονικής που εξετάζονται και στη σχέση των μεταλλαγών αυτών με τους μετασχηματισμούς του επιστημολογικού αντικειμένου της αρχιτεκτονικής. Παράλληλα, διερευνάται η εξέλιξη της σχέσης της φιλοσοφίας με την αρχιτεκτονική κατά τον 20ο και 21ο αιώνα.


2003 ◽  
Vol 7 (2) ◽  
pp. 183-186
Author(s):  
Richard Weston

It has taken a long time to be able to assess Jørn Utzon's importance. Until the end of the twentieth century, the architect described by Sigfried Giedion as the most important of the ‘third generation’ hardly appeared in its literature. By contrast we had no such problem with Le Corbusier: there were the Oeuvres Complètes. It was easy to consult any building, indeed sketch, and along the way to be thoroughly coerced into his theoretical position. His massive and megalomaniac contribution to the last century could be studied first through L'Esprit Nouveau, the avant-garde magazine which promulgated him – ‘17.23, 2me février, 1926, Grande Pensée de L-C …’ and so forth – and later through the archives and sketchbooks. Wright suffered from too many publications. After the Wasmuth Portfolio of 1910 there was no single, accessible reference to his huge output: his theory tended to the verbose, and he was devious in concealing his own sources, most especially his debt to Japan. Mies van der Rohe wrote little and was famously gnomic; his buildings supplied his ‘text’. The so-called second generation, Aalto and Kahn, were well served in terms of publication of their work. The former's theoretical position took much posthumous teasing-out by critics to become widely understood. He could overcome people's ignorance of Finnish – for example, by his 1961 definition ‘acoustic separation is kilograms’ and by his stupefied reaction to the question of what module he used: ‘a millimetre, more or less!’ – but he wrote little.


2016 ◽  
Vol 75 (3) ◽  
pp. 339-365
Author(s):  
Joseph M. Siry

From 1965 to 1973, Kevin Roche and John Dinkeloo created the Center for the Arts at Wesleyan University in Middletown, Connecticut. The center appears to be an essay in mid-twentieth-century modernism, directly expressing its varied interior programs in cubic volumes of limestone walls and reinforced concrete spans for floors and roofs. As Joseph M. Siry demonstrates in Roche and Dinkeloo's Center for the Arts at Wesleyan University: Classical, Vernacular, and Modernist Architecture in the 1960s, the Wesleyan Center for the Arts is a condensation of ideas from its context, including the seventeenth-century regional vernacular and the local Greek revival and contemporaneous modern architecture, including works of Le Corbusier, Ludwig Mies van der Rohe, and Louis Kahn. This article broadens both our understanding of the creative process as an integration of multiple sources and our view of modernism's potential to innovate while fittingly engaging with earlier periods without duplicating their historical vocabularies.


Author(s):  
Rudy Steinmetz

En raison des contraintes matérielles et fonctionnelles qui pèsent sur l’architecture, Roman Ingarden a tendance à n’accorder qu’une place restreinte à l’imagination dans ce domaine artistique. Or de grands architectes modernes comme Le Corbusier et Mies van der Rohe ont tâché de libérer l’espace construit de telles contraintes. Pour y parvenir, ils ont mis en œuvre ce qu’il n’est pas inconvenant d’appeler une épokhè architecturale. L’effet le plus notable de celle-ci a consisté dans la « réduction » de la substance physique et des finalités utilitaires des structures bâties qu’ils portaient à l’existence. C’est cette épokhè et la valorisation du rôle de l’imagination qu’elle entraîne dans le champ architectural qui sont au cœur de l’analyse proposée ici.


2015 ◽  
Author(s):  
Μαρία-Αλεξάνδρα Γρηγοριάδου

Αντικείμενο της διατριβής αποτελεί η δομική και εννοιολογική σχέση του κτιρίου με το έδαφος και το τοπίο, όπου με τον όρο δομική διαχείριση εννοείται η ουσιαστική ένταξη του εδάφους στη μορφοπλαστική και κατασκευαστική υπόσταση του κτιρίου. Δύο στοιχεία που συνυπάρχουν ταυτόχρονα, χωρίς ωστόσο να ταυτίζονται. Η περίοδος που εξετάζεται είναι η χρονική περίοδος κατά τη διάρκεια του Μοντέρνου και πιο συγκεκριμένα την περίοδο 1928 - 1965 στον Ευρωπαϊκό χώρο. Η περίοδος του Μοντέρνου επιλέγεται, καθώς θεωρείται ότι είναι έντονο το ενδιαφέρον των αρχιτεκτόνων στη σημασία που αποκτά το τοπίο σε ό,τι αφορά στη διαμόρφωση του κτιρίου. Η περίοδος αυτή ταυτίζεται ευρύτερα και με την εισαγωγή της νέας τεχνολογίας, η οποία συμβάλει στον επαναπροσδιορισμό της σχέσης της αρχιτεκτονικής με τη φύση. Χρησιμοποιώντας τις νέες μεθόδους και νέα υλικά, οι νέοι κυρίως αρχιτέκτονες χαρακτηρίζονται για τη μέριμνα τους στον εκάστοτε τόπο. Τα κτίρια πλέον που προκύπτουν είναι μοναδικά και αυτό γιατί διαμορφώνονται μέσα από τα ιδιαίτερα στοιχεία της κάθε περιοχής. Η βασική υπόθεση εργασίας συγκροτείται γύρω από τη διερεύνηση της σχέσης του εδάφους με το κτίριο και το τοπίο, ενώ γίνεται μια προσπάθεια εστίασης κυρίως μέσα από την οπτική της δομικής υπόστασης (συγκρότησης) της αρχιτεκτονικής, που σε ορισμένες περιπτώσεις αναδεικνύει ενδιαφέρουσες πτυχές μιας ποιητικής έκφρασης της αρχιτεκτονικής δομής και κατασκευής στο πλαίσιο της εδαφικής σχέσης τους με τον τόπο.Η δεκαετία του 1920 υπήρξε μια περίοδος γενικότερων μεταβολών. Κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί η αμφισβήτηση της σχέσης της αρχιτεκτονικής με το παρελθόν, καθώς η νέα τεχνολογία επιπλέον σηματοδοτεί ένα νέο πνεύμα. Με πρωτοπόρο τον Le Corbusier το κτίριο παρομοιάζεται με μηχανή, ενώ οι δυνατότητες των νέων υλικών και κατασκευαστικών μεθόδων συμβάλλουν στη διαμόρφωση νέων μορφών κτιρίων. Στη νέα αυτή εποχή επαναπροσδιορίζεται η σχέση του κτιρίου με το έδαφος και το τοπίο, καθώς πλέον προσφέρονται νέες δυνατότητες σχεδιασμού. Στη διατριβή μέσα από μια ανάλυση για τον πιο σαφή προσδιορισμό της χρονικής περιόδου μελέτης του Ευρωπαϊκού Μοντερνισμού, επιλέχθηκε η περίοδος 1925 έως 1965, καθώς θεωρήθηκε η κρισιμότερη εποχή, κατά την οποία δημιουργήθηκε και εξελίχτηκε το πλαίσιο εκείνο των βασικών θεωριών και αρχών του Μοντέρνου Κινήματος σε σχέση με τα εξεταζόμενα στην εργασία. Στη διατριβή γίνεται μια αναφορά σε προγενέστερα έργα και θεωρητικά κείμενα συγκεκριμένων αρχιτεκτόνων, τα οποία ωστόσο συμβάλουν στη δημιουργία του πλαισίου, μέσα στο οποίο αναλύεται διεξοδικά η περίοδος 1925 - 1965. Το 1928 αποτελεί χρονολογία "σταθμό" για το Μοντέρνο Κίνημα, καθώς κατασκευάζονται η villa Savoye και το Γερμανικό Περίπτερο στη Βαρκελώνη ταυτόχρονα με τη villa Tugendhat από τους Le Corbusier και Mies van der Rohe αντίστοιχα. Τα τρία αυτά κτίρια αποτελούν ένα είδος «κτισμένου μανιφέστου» για την εποχή του Μοντέρνου, καθώς με τις βασικές συνθετικές επιλογές των αρχιτεκτόνων καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό πολλές από τις σημαντικότερες αρχές της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής. Δεν είναι τυχαίο που η villa Savoye μαζί με την κατοικία Tugendhat θεωρούνται ως το αποκορύφωμα της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής. Μετά το 1960 το μοντέρνο κίνημα αρχίζει να φθίνει. Εξάλλου από τα μέσα της δεκαετίας του '60 αρχίζει να εμφανίζεται μια αλλαγή σε ό,τι αφορά στο Μοντέρνο, η οποία οδήγησε τελικά και στην ανατροπή του. Επιπλέον, το έτος 1965 θεωρήθηκε από πολλούς ότι εμπεριέχει ένα συμβολικό τέλος του Μοντερνισμού, συνδεόμενο και με το θάνατο του Le Corbusier, θεμελιωτή, εάν μπορούσε να ειπωθεί, του Μοντέρνου Κινήματος. Ακολουθεί και ο άλλος δάσκαλος του Μοντέρνου Κινήματος, ο Mies van der Rohe αποβιώνει το 1969. Στη συνέχεια, είναι φανερό ότι τα έργα που παράγονται από τους νεότερους αρχιτέκτονες εμφανίζουν μια αλλαγή στον τρόπο σκέψης, καθώς αποδεικνύεται μια μεταβολή της αρχιτεκτονικής μορφής. Υπό αυτή την έννοια η επιλογή μιας συγκεκριμένης χρονολογίας, αποκτά περισσότερο ένα εργαλειακό - μεθοδολογικό ρόλο, παρά ένα μεμονωμένο συμβάν διαχωρισμού.Πρόθεση της διατριβής υπήρξε και η συγκρότηση ενός γενικότερου πλαισίου έρευνας, ώστε στο μέλλον να είναι δυνατή και μια συνέχεια με ανάλογες προσεγγίσεις, οι οποίες με βασικό αντικείμενο τη σχέση του κτιρίου με το έδαφος μπορούν να αναπτυχθούν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Έτσι, η παρούσα διατριβή θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα πρώτο βήμα, προσέγγισης και ανάλυσης της σχέσης του κτιρίου με το έδαφος. Μέσα από το σύνολο της διατριβής μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι αν και σε πρώτη ανάγνωση δεν υπάρχουν ομοιότητες στον τρόπο που συγκροτείται η δομή του κτιρίου στη σημερινή αρχιτεκτονική, με μια πιο προσεκτική ματιά αυτό αναιρείται.


Author(s):  
Antonio Toca

El artículo perfila la vigencia de dos teorías de la arquitectura, escritas a mediados del siglo xix por Gottfried Semper y Eugène Viollet-le-Duc, cuyos conceptos materialista-constructivos rebasaron programáticamente la tradición vitruviana. La teoría de Semper cobra un interés especial para la historia del arte porque incluye una novedosa perspectiva antropológica en la comprensión teórica de la arquitectura, mientras que la teoría de Viollet-le-Duc reclamó la racionalidad de la construcción, por ejemplo de las catedrales góticas, que se opuso claramente a los cánones clásicos de la École des Beaux-Arts. En especial la teoría de Semper determinó profundamente la arquitectura moderna del siglo xx, por ejemplo de Frank Lloyd Wright, Mies van der Rohe y Le Corbusier; además contiene estímulos para la revisión de la arquitectura actual en México que todavía, bajo la duradera influencia de Luis Barragán, se fija en la tradición constructiva de las paredes masivas y adopta rara vez la propuesta analítica de Semper.


Author(s):  
Joana Barbedo

 Até que ponto o que sabemos, a nossa memória, não é apenas aquilo que os outros querem que seja?Viajar na memória. Aprender através da memória alheia significa ser moldado pelo olhar discreto de outros. A teoria contemporânea de arquitectura surge na década de 1960, produzida por autores como Jane Rendell, Anne Troutman, Beatriz Colomina, Mark Wigley. Através deles pode perceber-se que a memória está associada à publicidade, aos mass media e à consolidação da história. Como Colomina refere, Le Corbusier [a primeira dona de casa de Wisteria Lane] usa a retórica e a manipulação para construir a sua visão da arquitectura (apud Colomina, 1998, p.1850) e Mies van der Rohe [Mad Man] recorre à publicidade para criar uma imagem coerente (apud Colomina, 1994, p.207). A remontagem (apud Tafuri, 1984, p.207) começa. Agora que os segredos são desvendados, aprendemos a (re)construir a memória.  At what point our knowledge, our memory, is not just what others want it to be?Walk on memory. Learning through other’s memory means been shape by the discrete gaze of someone else.Contemporary architectural theory emerges in the 60’s, by the hands of authors such as Jane Rendell, Anne Trourman, Beatriz Colomina and Mark Wigley. Trough them it is possible to acknowledge that memory is associated to publicity, to mass media and to history itself.As Colomina points out, Le Corbusier [the first housewife of Wisteria Lane] uses rethoric and manipulation to build his vision for architecture (apud Colomina, 1998, p.185) and Mies van der Rohe [Mad Man] makes use of publicity to create a consistent image. (apud Colomina, 1994, p. 207).The remontage (apud Tafuri, 1984,p. 207)begins. Now that the secrets are revealed, we learn to (re)build memory.    Colomina, B. (1998). Privacy and Publicity, Modern Architecture as mass media. Cambridge (Mass.): MIT Press.Colomina, B. (1994). Images: Mies not. In Mertins, D. (ed.), Presence of Mies (pp.192-221). New York: Princeton Architectural Press. Tafuri, M. (1984). La Esfera Y el Labirinto: vanguardias y arquitetura de Piranesi a los años setenta. Barcelona: Gustavo Gili. 


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document