Toxicity tests using flurbiprofen, naproxen, propranolol and carbamazepine on Lepidium sativum, Daphnia magna, and Aliivibrio fischeri

2021 ◽  
Vol 221 ◽  
pp. 359-366
Author(s):  
Süheyla Tongur ◽  
Sevil Yıldız
2010 ◽  
Vol 75 (9) ◽  
pp. 1291-1302 ◽  
Author(s):  
Mariliis Sihtmäe ◽  
Monika Mortimer ◽  
Anne Kahru ◽  
Irina Blinova

Aromatic amines (anilines and related derivates) are an important class of environmental pollutants that can be released to the aquatic environment as industrial effluents or as breakdown products of pesticides and dyes. The toxicities of aniline, 2-chloroaniline, 3-chloroaniline, 4-chloroaniline and 3,5-dichloroaniline towards a multitrophic test battery comprised of bacteria Aliivibrio fischeri (formerly Vibrio fischeri), a ciliated protozoan Tetrahymena thermophila and two crustaceans (Daphnia magna and Thamnocephalus platyurus) were investigated. Under the applied test conditions, the toxicities of the anilines notably varied among the test species. The bacteria and protozoa were much less sensitive towards the anilines than the crustaceans: EC50 values 13-403 mg L-1 versus 0.13-15.2 mg L-1. No general tendency between toxicity and the chemical structure of the anilines (the degree of chloro-substitution and the position of the chloro-substituents) was found in the case of all the tested aquatic species. The replacement of the artificial test medium (ATM) by the river water remarkably decreased the toxicity of anilines to crustaceans but not to protozoa. This research is part of the EU 6th Framework Integrated Project OSIRIS, in which ecotoxicogenomic studies of anilines (e.g., for Daphnia magna) will also be performed that may help to clarify the mechanisms of toxicity of different anilines.


2017 ◽  
Vol 34 (1) ◽  
pp. 95-102 ◽  
Author(s):  
Tomasz Ciesielczuk ◽  
Czesława Rosik-Dulewska ◽  
Joanna Poluszyńska ◽  
Irena Sławińska

Abstract The study presents the results of research on the acute toxicity of a fertilizer formulas made of spent coffee ground (SCG) with addition of ash from low-temperature combustion of biomass or ash with an admixture of magnesium sulphate and blood meal. The experimental fertilizer formulas included also rape oil used as a plasticizer for controlling the nutrients release from the fertiliser. Mustard (Sinapis alba L.), oats (Avena sativa sp. L.), cucumber (Cucumis sativus L.) and cress (Lepidium sativum L.) were used as test plants species in the experiment. The toxicity tests were performed using a standard procedure of 72 h with the use of Phytotoxkit microbiotest and fertilizer application of 2.5; 5 and 10% (v/v). The obtained results indicated an increase of acute toxicity for all tested plant species, proportionally to the applied doses of the fertilizer. During the 72 h period, the strongest inhibition of seedling growth was recorded in samples consisting of 10% of the tested fertilizers, particularly when they showed considerable level of salinity or low pH values. From the tested plant species, cress (Lepidium sativum L.) turned out to be the most sensitive to the applied fertilizers, the least was cucumber (Cucumis sativus L.) for which only a small inhibition of root system growth was observed. The inhibited growth of roots could be attributed to a reduced oxygen access and excessive salinity of the substratum caused by the applied additives.


Chemosphere ◽  
2001 ◽  
Vol 45 (4-5) ◽  
pp. 553-560 ◽  
Author(s):  
Teresa C. Diamantino ◽  
Elisabete Almeida ◽  
Amadeu M.V.M. Soares ◽  
Lúcia Guilhermino

2017 ◽  
Vol 5 (6) ◽  
pp. 6070-6076 ◽  
Author(s):  
Nádia Hortense Torres ◽  
Marilia Moura de Salles Pupo ◽  
Luiz Fernando Romanholo Ferreira ◽  
Lucineide Aparecida Maranho ◽  
Juliana Heloisa Pinê Américo-Pinheiro ◽  
...  

1995 ◽  
Vol 29 (6) ◽  
pp. 1453-1459 ◽  
Author(s):  
Alberto Santojanni ◽  
Gessica Gorbi ◽  
Franco Sartore

2021 ◽  
Author(s):  
An Xuehua ◽  
Liu Xinju ◽  
Jiang Jinhua ◽  
Wang Feidi ◽  
Lv Lu ◽  
...  

Abstract Prothioconazole (PTC) is a broad-spectrum triazole fungicide. Current research has mainly focused on its efficacy and residues, with few studies on its toxicological effects. This study assessed the effects of PTC, and its metabolite prothioconazole-desthio (PTCd), on the inhibition of activity, growth, and reproduction of Daphnia magna using acute and chronic toxicity tests. Additionally, the dose-response relationship was established to determine sensitive biological indicators. The acute toxicity test shows that the 48 h EC50 of PTC and PTCd to D. magna were 2.82 and 5.19 mg/L, respectively. The chronic toxicity of PTC and PTCd to D. magna were 0.00860 and 0.132 mg/L, respectively, with the parent compound being 15.3 times more toxic than its metabolite. The acute to chronic toxicity ratio (ACR) was calculated using chronic toxicity data, with ACR values of 227 and 27.5 for PTC and PTCd, respectively. These results indicate that both PTC and PTCd affect the growth and reproduction of D. magna, and the toxicity of the parent compound is greater than that of its metabolite. In conclusion, the metabolites of this pesticide have sufficient toxicity to harm D. magna at relevant environmental concentrations, and their environmental risk should not be neglected.


2021 ◽  
Author(s):  
Ιωάννης Γιαννάκης

Οι ποσότητες βιοαποδομήσιμων στερεών αποβλήτων που παράγονται από τις Εγκαταστάσεις Επεξεργασίας Λυμάτων (ΕΕΛ) αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου συνεχώς, προκαλώντας μεγάλα προβλήματα διαχείρισης και διάθεσης τους. Το μεγαλύτερο μέρος των αποβλήτων αυτών, τα παλαιότερα χρόνια, προορίζονταν για υγειονομική ταφή. Ωστόσο λόγω των προβλημάτων ρύπανσης που επέφεραν στο περιβάλλον, επιβλήθηκαν περιορισμοί της μεθόδου αυτής και αναζητήθηκαν νέοι τρόποι διαχείρισής τους που θα αξιοποιούσαν τα θρεπτικά τους συστατικά. Μία τέτοια μέθοδο διαχείρισης αποτελεί η εφαρμογή των βιοστερεών (ΒΣ), δηλαδή των κατάλληλα επεξεργασμένων βιοαποδομήσιμων στερεών αποβλήτων που πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για εφαρμογή με ασφάλεια στο έδαφος, ως λίπασμα αγροτικών καλλιεργειών.Κατά την παρούσα διδακτορική διατριβή, αρχικά εξετάστηκαν η επικινδυνότητα αυτής της πρακτικής σε ορισμένους οργανισμούς και γενικότερα ορισμένες από τις επιπτώσεις της μεθόδου στο περιβάλλον. Έτσι λοιπόν εκτιμήθηκε η τοξικότητα διαφορετικών τύπων ΒΣ που προέρχονται από δύο διαφορετικές ΕΕΛ και αξιολογήθηκε ο περιβαλλοντικός τους αντίκτυπος, μέσω των εκπλυμάτων τους. Καταρχάς λήφθηκαν δείγματα αναερόβιας επεξεργασμένης και αφυδατωμένης ιλύος από ΕΕΛ της Αττικής. Τα δείγματα υποβλήθηκαν στην στατική δοκιμή έκπλυσης EN 12457-2 και στη δοκιμή διαθεσιμότητας NEN 7341, κύριες φυσικοχημικές παράμετροι μετρήθηκαν στα υγρά των εκπλύσεων και εξετάστηκε η εποχικότητα αυτών των παραμέτρων. Eπιπλέον οι οργανισμοί δείκτες τοξικότητας Daphnia magna και Vibrio fischeri εκτέθηκαν σε αυτά τα εκπλύματα και υπολογίστηκαν διάφοροι δείκτες τοξικότητας. Ακόμα δημιουργήθηκαν μίγματα ΒΣ και εδάφους, σε αναλογία που προσομοιώνει εφαρμογή ΒΣ σε έδαφος αντίστοιχη με 80 tn/ha, και μετρήθηκαν οι ίδιες παράμετροι έπειτα από έκπλυσή τους με τη δοκιμή EN 12457-2. Παράλληλα λήφθηκαν, τέσσερις φορές τον χρόνο, τρία διαφορετικά είδη ιλύος από ΕΕΛ της Θεσσαλονίκης, τα οποία είχαν επίσης υποστεί αρχικά αναερόβια επεξεργασία, υποβλήθηκαν στις δύο ίδιες μεθόδους έκπλυσης και μετρήθηκαν αντίστοιχα φυσικοχημικές και οικοτοξικολογικές παράμετροι με χρήση των οργανισμών-δεικτών Daphnia magna, Vibrio fischeri, Sorghum saccharatum, Sinapis alba και Lepidium sativum. Επιπροσθέτως, εξετάστηκε η εκπλυσιμότητα μετάλλων τοξικολογικής σημασίας στα δείγματα αυτά (και για τις δύο μεθόδους έκπλυσης) και πραγματοποιήθηκαν συσχετίσεις μεταξύ των μετρούμενων παραμέτρων. Οι ίδιες μετρήσεις και διαδικασίες ακολουθήθηκαν έπειτα από εφαρμογή δύο εκ των τριών ΒΣ σε αναλογίες 0, 20 και 40 tn/ha, σε δύο αγρούς που καλλιεργούταν αραβόσιτος. Συνολικά τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα δείγματα ΒΣ παρουσίασαν σχετικά μεγάλη μεταβλητότητα των μετρούμενων παραμέτρων. Ωστόσο σε καμία περίπτωση εφαρμογής τους στο έδαφος δεν προκάλεσαν τοξική απόκριση στους μετρούμενους οργανισμούς και είτε δεν επηρέασαν την εκπλυσιμότητα των μετάλλων τοξικολογικής σημασίας είτε την επηρέασαν σε πολύ μικρό βαθμό χωρίς να υπερβαίνονται τα επιτρεπτά όρια (Cd). Καταλήγοντας κρίνεται ότι αν και η εφαρμογή των ΒΣ αύξησε την εκπλυσιμότητα νιτρικών και νιτρωδών ιόντων, έπειτα από αξιολόγηση όλων των μετρούμενων παραμέτρων η αύξηση αυτή θεωρείται χαμηλού περιβαλλοντικού κινδύνου.Εν συνεχεία, εκτιμήθηκε η δυνατότητα των ΒΣ να χρησιμοποιηθούν ως οργανικά λιπάσματα που ταυτόχρονα θα ενισχύσουν την ανάπτυξη των φυτών και θα δράσουν ως φυτοπροστατευτικά μέσα έναντι φυτοπαθογόνων μικροοργανισμών. Για τον σκοπό αυτόν αναμίχθηκαν τύρφη και/ή δύο είδη εδάφους με τύπο ΒΣ που χρησιμοποιήθηκε προηγουμένως, σε ποσότητες των 0, 80 και 160 tn/ha και εξετάστηκε η ανάπτυξη φυτών τομάτας και η απόκριση έπειτα από μόλυνσή τους με τον φυτοπαθογόνο μύκητα Fusarium oxysporum f. sp. radicis-lycopersici (Forl), σε συνθήκες εργαστηριακές και αγρού μέσα σε δικτυοκήπιο. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι τα φυτά τομάτας ευνοήθηκαν από την εφαρμογή των ΒΣ, καθώς αναπτύχθηκαν περισσότερο και παρουσίασαν ηπιότερους δείκτες ασθένειας. Μετέπειτα, έγινε προσπάθεια να αναδειχτούν περαιτέρω οι αιτίες για τις οποίες τα ΒΣ έδρασαν στα φυτά τομάτας ως φυτοπροστατευτικά απέναντι στον Forl. Έτσι εξετάστηκε εάν η προσθήκη ΒΣ θα μπορούσε να ενισχύσει τις αμυντικές αποκρίσεις φυτών τομάτας, είτε εκφράζοντας γονίδια στο φυτό, τα οποία σχετίζονται με την αντοχή στα παθογόνα, είτε δρώντας ως θρεπτικό υπόστρωμα σε μικροοργανισμούς που ζουν στο έδαφος και δρουν ανταγωνιστικά με την ανάπτυξη του παθογόνου. H ανάλυση έκφρασης γονιδίων σε φύλλα τομάτας αξιολογήθηκε με ποσοτική Αλυσιδωτή Αντίδραση Πολυμεράσης Αντίστροφης Μεταγραφής (Quantitative Reverse Transcription Polymerase Chain Reaction, RT-qPCR) και τα γονίδια αντοχής που μελετήθηκαν ήταν τα GLUA, CHI3, PR1-a, LOX και AOC. Η βιοποικιλότητα των μικροοργανισμών στα υποστρώματα ανάπτυξης των φυτών της τομάτας εξετάστηκε μέσω μεταγονιδιωματικής ανάλυσης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η προσθήκη των ΒΣ, στα υποστρώματα ανάπτυξης των φυτών, οδήγησε στην επαγωγή υψηλότερων επιπέδων έκφρασης των ανωτέρω γονιδίων και ευνόησε την ανάπτυξη κλάσεων βακτηρίων όπως τις Anaerolineae και Clostridia που δρουν ευεργετικά για το φυτό και ενδεχομένως περιορίζουν την επέκταση του Forl. Συνολικά τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν ότι ο συγκεκριμένος τύπος ΒΣ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως οργανικό λίπασμα και να ενισχύσει την αντοχή του φυτού τομάτας έναντι του Forl. Εν κατακλείδι, κρίνεται ότι η εφαρμογή του τύπου ΒΣ που μελετήθηκε για λίπανση φυτών τομάτας ευνοεί την ανάπτυξη φυτών τομάτας, έχει μικρό περιβαλλοντικό ρίσκο και για τους λόγους αυτούς προτείνεται η αξιοποίησή του στη γεωργία ενισχύοντας τις αρχές της κυκλικής οικονομίας και παρέχοντας μία βιώσιμη λύση στο πρόβλημα διαχείρισης των αποβλήτων αυτών.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document