Για τη μελέτη και κατανόηση της κοινωνικής και ακαδημαϊκής συμπεριφοράς στο σχολικό πλαίσιο έχουν θεμελιωθεί θεωρητικές προοπτικές που βασίζονται κυρίως σε αντιλήψεις και στάσεις των μαθητών, οι οποίες δρουν και αλληλεπιδρούν με δυναμικό τρόπο διαμορφώνοντας τα μαθησιακά αποτελέσματα. Μια ομάδα τέτοιων ατομικών διαφορών είναι ο προσανατολισμός των στόχων επίτευξης, το ενδιαφέρον, οι πεποιθήσεις αυτο-αποτελεσματικότητας και οι αντιλαμβανόμενοι στόχοι που προωθούν οι εκπαιδευτικοί στο σχολικό πλαίσιο. Οι παράγοντες αυτοί μπορούν να επηρεάσουν άλλες αντιλήψεις ή/και γνωστικές μεταβλητές, όπως οι αντιλαμβανόμενες διδακτικές πρακτικές που χρησιμοποιούνται στην τάξη, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μαθητές/μαθήτριες, οι στρατηγικές μάθησης που αναφέρουν ότι ακολουθούν και εν κατακλείδι οι επιδόσεις τους. Η παρούσα έρευνα αποσκοπεί στη διερεύνηση των σχέσεων των παραπάνω μεταβλητών στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και συγκεκριμένα στην παραγωγή γραπτού λόγου. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 2049 μαθητές/μαθήτριες που φοιτούσαν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (α', β', γ' γυμνασίου και α', β' λυκείου). Τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή των δεδομένων ήταν οκτώ ερωτηματολόγια αυτο-αναφοράς. Τα πρώτα τρία ερωτηματολόγια, που αφορούσαν στους ατομικούς στόχους επίτευξης, στους στόχους που αντιλαμβάνονται οι μαθητές/μαθήτριες πως προωθούν οι εκπαιδευτικοί τους και στις πεποιθήσεις αυτο-αποτελεσματικότητας, ανήκαν στο πακέτο του Patterns of Adaptive Learning Scales, PALS (Midgley, Kaplan, Middleton, Maehr, Urdan, Anderman, Anderman, & Roeser, 1998). To ερωτηματολόγιο που αφορούσε στο ενδιαφέρον ήταν των Harackiewicz, Barron, Tauer, Carter, & Elliot (2000), ενώ για την αυτό-αναφερόμενη χρήση σχεδιαγράμματος και για τις αντιλαμβανόμενες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μαθητές/μαθήτριες κατά τη συγγραφή, χρησιμοποιήθηκε ένα ελληνικό ερωτηματολόγιο της Παπαδοπούλου (2016). Τέλος, για τις αντιλαμβανόμενες διδακτικές πρακτικές που χρησιμοποιούνται στην τάξη και την αυτό-αναφερόμενη χρήση στρατηγικών συγγραφής χρησιμοποιήθηκαν τα ερωτηματολόγια των Nie και Lau, (2010) και των Baker και Boonkit, (2004) αντίστοιχα, τα οποία μεταφράστηκαν και σταθμίστηκαν στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας στον ελληνικό μαθητικό πληθυσμό. Η ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων, η οποία έγινε ξεχωριστά για γυμνάσιο και λύκειο, περιλαμβάνει περιγραφική στατιστική, διμεταβλητές και πολυμεταβλητές αναλύσεις. Η κύρια μεθοδολογική προσέγγιση που ακολουθήθηκε ήταν η Ανάλυση Λανθανουσών Τάξεων (Latent Class Analysis, LCA), η οποία είναι μια ψυχομετρική μέθοδος που βασίζεται στην μπεϊζιανή στατιστική. Η LCA πραγματοποιήθηκε με βάση τον προσανατολισμό των στόχων επίτευξης από όπου προέκυψαν λανθάνουσες τάξεις (clusters ή προφίλ), οι οποίες, ως εξαρτημένες μεταβλητές προβλέπονται από τους αντιλαμβανόμενους στόχους που προωθούν οι εκπαιδευτικοί στο σχολικό πλαίσιο. Τα ίδια προφίλ, ως ανεξάρτητες μεταβλητές προβλέπουν όλες τις υπό διερεύνηση εξαρτημένες μεταβλητές. Το παραπάνω υπόδειγμα, με τον διαμεσολαβητικό ρόλο των προφίλ του προσανατολισμού στόχων επίτευξης, έχει εφαρμογή τόσο στα δεδομένα του γυμνασίου όσο και του λυκείου και θεωρητικά ανήκει στην προοπτική των πολλαπλών στόχων, για την οποία διερευνήθηκαν και γραμμικά μοντέλα με γραμμικές παλινδρομήσεις. Επιπλέον, σε αυτό το πλαίσιο, ελέγχθηκαν και μη γραμμικά μοντέλα από τη θεωρία καταστροφών (cusp catastrophe), τα οποία παρουσιάζουν καλύτερη προσαρμογή, εύρημα το οποίο ανοίγει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για την εισαγωγή των πολύπλοκων δυναμικών συστημάτων στο πεδίο. Τα ευρήματα της έρευνας που προέκυψαν από όλες τις αναλύσεις είναι ερμηνεύσιμα από τις σύγχρονες θεωρίες και αναδεικνύουν τον κεντρικό ρόλο που έχουν τα κίνητρα στη μαθησιακή διαδικασία και την αλληλεπίδραση τους με κρίσιμες ατομικές διαφορές που καθορίζουν τα γνωστικά αποτελέσματα. Αναδείχθηκε, συγκεκριμένα, ο προστατευτικός ρόλος του προσανατολισμού στόχων μάθησης, ο οποίος και στην προσέγγιση των πολλαπλών στόχων, αναδεικνύεται καθοριστικός μαζί με την επίδραση των στόχων που προωθούν οι εκπαιδευτικοί στην τάξη. Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται οδηγούν σε σαφή αξιοποίησή τους στην σχολική πράξη. Παράλληλα, ενώ η συμβολή της παρούσας έρευνας έχει κυρίως θεωρητικές και μεθοδολογικές διαστάσεις, εισάγει νέες ιδέες στο πεδίο για περαιτέρω έρευνα.