Η παρούσα διδακτορική διατριβή διερευνά τις προοπτικές ανάκαμψης ελληνόφωνων παιδιών με εστιακή εγκεφαλική βλάβη (ΕΕΒ) στον γλωσσικό και γνωστικό τομέα. Στην παρούσα έρευνα, συμμετείχαν 16 παιδιά με ΕΕΒ και 62 παιδιά τυπικής ανάπτυξης. Όλοι οι συμμετέχοντες με ΕΕΒ υπέστησαν περιγεννητικό ή μεταγεννητικό εγκεφαλικό επεισόδιο, στο αριστερό ή στο δεξί ημισφαίριο ή και στα δύο, με μικρού, μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους βλάβη. Η παρούσα έρευνα θέτει το ερώτημα των επιπτώσεων διαφόρων παραγόντων στη γλωσσική και τη γνωστική επίδοση των παιδιών με ΕΕΒ. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζουμε τη συμβολή των δημογραφικών (φύλο, χρονολογική ηλικία), νευρο-ανατομικών (αριστερό/δεξί ημισφαίριο, μέγεθος, ισχαιμικό/αιμορραγικό επεισόδιο, υποφλοιώδης/φλοιώδης βλάβη, σημείο βλάβης), κλινικών (επιληπτικές κρίσεις, κινητικές δυσκολίες, IQ), χρονικών (χρόνος έναρξης της βλάβης, διάστημα μεταξύ ΕΕΒ και εξέτασης των γλωσσικών και γνωστικών ικανοτήτων) και περιβαλλοντικών παραγόντων (με/χωρίς παρέμβαση, διάρκεια παρέμβασης, έναρξη παρέμβασης και γλωσσικές διαταραχές πριν την ΕΕΒ) στη βραχυπρόθεσμη μνήμη, στο λεξιλόγιο, στη μορφολογία και σύνταξη. Χρησιμοποιήθηκαν σταθμισμένες και μη-σταθμισμένες δοκιμασίες. Οι σταθμισμένες δοκιμασίες περιλαμβάνουν: δοκιμασία IQ και λεξιλογίου. Οι μη-σταθμισμένες δοκιμασίες περιλαμβάνουν: δοκιμασία βραχυπρόθεσμης μνήμης, παραγωγή παρελθοντικών χρόνων και παραγωγή σύνθετων συντακτικών δομών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά με ΕΕΒ παρουσίασαν δυσκολίες στη βραχυπρόθεσμη μνήμη, στην κατανόηση λεξιλογίου και στους παρελθοντικούς χρόνους, ενώ είχαν παρόμοια απόδοση με τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης στην παραγωγή των σύνθετων συντακτικών δομών. Πραγματοποιήθηκε επίσης ατομική ανάλυση και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχει σημαντική ατομική ποικιλία. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε μια σειρά αναλύσεων παλινδρόμησης για την αξιολόγηση της επίδρασης των παραπάνω παραγόντων στις γλωσσικές και γνωστικές ικανότητες των παιδιών με ΕΕΒ. Η χρονολογική ηλικία ήταν ένας σημαντικός προγνωστικός παράγοντας για τη βραχυπρόθεσμη μνήμη, την παραγωγή παρελθοντικών χρόνων και τη κατανόηση λεξιλογίου που δείχνει ότι η απόδοση μπορεί να βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου. Ο χρόνος έναρξης της βλάβης συνέβαλε σημαντικά στην παραγωγή παρελθοντικών χρόνων, υποδεικνύοντας ότι τα παιδιά που υπέστησαν βλάβη αργότερα στη ζωή τους είχαν καλύτερες προοπτικές ανάκαμψης, ενώ τα παιδιά που υπέστησαν βλάβη νωρίτερα είχαν προτιμήσεις σε συγκεκριμένους παρελθοντικούς τύπους που όμως δεν ήταν ίδιες με αυτές των παιδιών τυπικής ανάπτυξης. Επιπλέον, ο τύπος βλάβης επηρέασε σημαντικά την παραγωγή παρελθοντικών χρόνων υποστηρίζοντας ότι ο αιμορραγικός τύπος σχετίζεται με χαμηλές επιδόσεις. Το IQ και το λεκτικό IQ επηρέασαν την επίδοση στη βραχυπρόθεσμη μνήμη, στο λεξιλόγιο και στη σύνταξη, δείχνοντας ότι τα παιδιά με υψηλό IQ είχαν καλύτερες επιδόσεις. Επιπροσθέτως, η παρέμβαση και οι γλωσσικές διαταραχές πριν την ΕΕΒ συσχετίστηκαν με τον παρελθοντικό χρόνο, υποστηρίζοντας ότι τα παιδιά με πρώιμη παρέμβαση είχαν καλύτερες επιδόσεις, ενώ τα παιδιά με γλωσσικές διαταραχές πριν την ΕΕΒ είχαν προτιμήσεις σε συγκεκριμένους παρελθοντικούς τύπους που όμως δεν ήταν ίδιες με αυτές των παιδιών τυπικής ανάπτυξης. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας έδειξαν ότι τα ελληνόφωνα παιδιά με ΕΕΒ μπορεί να έχουν τυπική ανάπτυξη σε ορισμένες γλωσσικές και γνωστικές δεξιότητες ενώ σε άλλες όχι (βραχυπρόθεσμη μνήμη, λεξιλόγιο, μορφολογία). Συνοψίζοντας, η παρούσα έρευνα ανέδειξε τόσο δυνατότητες όσο και περιορισμούς στην αποκατάσταση γλωσσικών και γνωστικών ικανοτήτων παιδιών με ΕΕΒ και αξιολόγησε την προβλεπτική αξία ποικίλλων παραγόντων.