Cross-Talk Between Skeletal Muscle and Adipose Tissue: A Link with Obesity?

ChemInform ◽  
2005 ◽  
Vol 36 (11) ◽  
Author(s):  
Josep M. Argiles ◽  
Joaquin Lopez-Soriano ◽  
Vanessa Almendro ◽  
Silvia Busquets ◽  
Francisco J. Lopez-Soriano
GeroScience ◽  
2021 ◽  
Author(s):  
Andrew Wilhelmsen ◽  
Kostas Tsintzas ◽  
Simon W. Jones

AbstractSarcopenia, broadly defined as the age-related decline in skeletal muscle mass, quality, and function, is associated with chronic low-grade inflammation and an increased likelihood of adverse health outcomes. The regulation of skeletal muscle mass with ageing is complex and necessitates a delicate balance between muscle protein synthesis and degradation. The secretion and transfer of cytokines, long non-coding RNAs (lncRNAs) and microRNAs (miRNAs), both discretely and within extracellular vesicles, have emerged as important communication channels between tissues. Some of these factors have been implicated in regulating skeletal muscle mass, function, and pathologies and may be perturbed by excessive adiposity. Indeed, adipose tissue participates in a broad spectrum of inter-organ communication and obesity promotes the accumulation of macrophages, cellular senescence, and the production and secretion of pro-inflammatory factors. Pertinently, age-related sarcopenia has been reported to be more prevalent in obesity; however, such effects are confounded by comorbidities and physical activity level. In this review, we provide evidence that adiposity may exacerbate age-related sarcopenia and outline some emerging concepts of adipose-skeletal muscle communication including the secretion and processing of novel myokines and adipokines and the role of extracellular vesicles in mediating inter-tissue cross talk via lncRNAs and miRNAs in the context of sarcopenia, ageing, and obesity. Further research using advances in proteomics, transcriptomics, and techniques to investigate extracellular vesicles, with an emphasis on translational, longitudinal human studies, is required to better understand the physiological significance of these factors, the impact of obesity upon them, and their potential as therapeutic targets in combating muscle wasting.


Endocrinology ◽  
2006 ◽  
Vol 147 (5) ◽  
pp. 2458-2467 ◽  
Author(s):  
Henrike Sell ◽  
Daniela Dietze-Schroeder ◽  
Ulrike Kaiser ◽  
Jürgen Eckel

2019 ◽  
Author(s):  
Αθηνά Χασάπη

Ο οιστρογονικός υποδοχέας ERβ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον ανθρώπινο μεταβολισμό και μερικές από τις δράσεις του διαμεσολαβούνται μέσω θετικής αλληλεπίδρασης (“positive cross-talk”) με το μεταγραφικό παράγοντα NFAT και το συν-ενεργοποιητή της μεταγραφής TIF2. Επιπλέον, έχει ήδη αποδειχθεί πως η παχυσαρκία χαρακτηρίζεται από χρόνια, χαμηλού βαθμού συστηματική φλεγμονή, αλλά λίγα είναι γνωστά για το ρόλο του σκελετικού μυός ως ενεργό μεταβολικό όργανο.Η μελέτη μας είναι μια “in-situ” μορφολογική εκτίμηση της λειτουργικής διαντίδρασης (“cross-talk”) των μεταγραφικών παραγόντων ERβ, NFATc1 και του συν-ρυθμιστή της μεταγραφής TIF2 στη νοσογόνο παχυσαρκία. Επιπλέον, θα διερευνήσουμε τη συσχέτιση ανάμεσα στη φλεγμονή του σκελετικού μυός και του λιπώδους ιστού με την ανάπτυξη μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος (NAFLD) και σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, καθώς και τη σχέση με διάφορες κλινικοπαθολογικές παραμέτρους. Υλικό και μέθοδος: Ο πληθυσμός της μελέτης μας αποτελείται από 50 νοσογόνα παχύσαρκους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε προγραμματισμένο βαριατρικό χειρουργείο κατά τη διάρκεια του οποίου ελήφθησαν βιοψίες από σπλαγχνικό λιπώδη ιστό (visceral adipose tissue, VAT), υποδόριο λιπώδη ιστό (subcutaneous adipose tissue, SAT), σκελετικό μυ (skeletal muscle, SM), εξωμυοκυττάριο λιπώδη ιστό (extramyocellular adipose tissue, EMAT) κι ήπαρ. Η πρωτεϊνική έκφραση των υπό μελέτη παραγόντων (ERβ, NFAT, TIF2, CD3, CD68) εκτιμήθηκε με τη μέθοδο της ανοσοϊστοχημείας. Αποτελέσματα: Αναδείξαμε την ύπαρξη ενός εκτεταμένου ενδο- και δια-ιστικού δικτύου συνέκφρασης πρωτεϊνών, που επιβεβαιώνει το μοναδικό κι ιστοειδικό ρόλο καθενός εκ των υπό μελέτη βιοδεικτών στην νοσογόνο παχυσαρκία και τα συνοδά της νοσήματα.Επιπλέον, τα αποτελέσματά μας συνηγορούν υπέρ του ευεργετικού ρόλου του ERβ και του NFATc1 έναντι της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος, ενώ ο ακριβής ρόλος του TIF2 συνεχίζει να παραμένει αδιευκρίνιστος. Καινοτόμο εύρημα αποτελεί η επικοινωνία (“cross-talk”) μεταξύ σκελετικού μυός (SM), του εξωμυοκυττάριου λιπώδους ιστού (ΕΜΑΤ) και του ήπατος κι η πιθανή συσχέτιση μεταξύ της φλεγμονής του σκελετικού μυός και του εξωμυοκυττάριου λιπώδους ιστού με την παρουσία ηπατικής ίνωσης. Συμπεράσματα: Συμπερασματικά, η παχυσαρκία δε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ξεχωριστή νοσολογική οντότητα, αλλά ως αναπόσπαστο τμήμα ενός αλληλοσυνδεόμενου δικτύου ασθενειών. Ως εκ τούτου, ο τρόπος σκέψης κι η έρευνά μας πρέπει να στρέφονται ως προς αυτή την κατεύθυνση ώστε ν’ αναδειχθούν οι κοινοί γενετικοί σύνδεσμοι κι οι κατάλληλοι βιοδείκτες που μπορούν να αποτελέσουν καινοτόμους, μελλοντικούς, θεραπευτικούς στόχους. Τα ευρήματά μας υποστηρίζουν τη θεωρία της ιατρικής των δικτύων. Συγκεκριμένα, αναδείξαμε ένα περίπλοκο ενδο- και δια-ιστικό δίκτυο συνέκφρασης πρωτεϊνών που συνδέει την επαγόμενη από παχυσαρκία φλεγμονή με τη μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος (NAFLD). Αναλυτικότερα, διαπιστώσαμε πως η έκφραση των φλεγμονωδών βιοδεικτών (CD3, CD68) σε όλα τα λιπώδη διαμερίσματα εμφανίζει θετική συσχέτιση με τα επίπεδα ηπατικών τρανσαμινασών και την παρουσία NASH στη βιοψία ήπατος, ενώ η έκφραση του CD3 στο σκελετικό μυ και το εξωμυοκυττάριο λίπος (ΕΜΑΤ) σχετίζεται με την ίνωση του ήπατος. Επιπλέον, παρατηρήθηκε πως οι παράγοντες ERβ, NFATc1 και TIF2 συνεκφράζονται στους υπό μελέτη ιστούς υποδηλώνοντας τη συμμετοχή τους στην παθοφυσιολογία της παχυσαρκίας και των σχετιζόμενων με αυτή νοσημάτων όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ κι η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (NAFLD). Ειδικότερα, τα αποτελέσματά μας συνηγορούν υπέρ του ευεργετικού ρόλου των ERβ και NFATc1 έναντι της NAFLD, ενώ ο ρόλος του TIF2 στην παθογένεση του διαβήτη και της ηπατικής ίνωσης συνεχίζει να παραμένει διφορούμενος. Επίσης, διαπιστώθηκε πως η έκφραση των βιοδεικτών σχετίζεται με τα επίπεδα τρανσαμινασών και λιπιδίων πλάσματος, κατοχυρώνοντας το ρόλο τους στο μεταβολισμό των λιπιδίων και της γλυκόζης. Η ανάλυση των δικτύων συνέκφρασης αντιπροσωπεύει μια καινοτόμο συστημική προσέγγιση, που ενδεχομένως διευκολύνει την ανάπτυξη νέων διαγνωστικών τεχνικών και θεραπειών στοχεύοντας στους συνδετικούς κρίκους ενός δικτύου ασθενειών. Τα αποτελέσματά μας μπορούν να συμβάλλουν στην κατανόηση της παχυσαρκίας και των συνοδών νοσημάτων της στο πλαίσιο της συστημικής ανάλυσης κι ολιστικής προσέγγισης των νοσημάτων. Για παράδειγμα, η βιοψία λιπώδους ιστού ή σκελετικού μυός σε συνδυασμό με τα επίπεδα ηπατικών τρανσαμινασών πλάσματος κι απεικονιστικές τεχνικές, μπορούν ν’ανιχνεύσουν με μεγάλη ακρίβεια λανθάνουσα ηπατική νόσο κι ενδεχομένως μελλοντικά να υποκαταστήσουν τη βιοψία ήπατος. Αναμφισβήτητα, περαιτέρω έρευνα απαιτείται για την πλήρη κατανόηση των μοριακών μηχανισμών και των δικτύων συνέκφρασης που ενέχονται στην παχυσαρκία και τα συνοδά της νοσήματα με τελικό σκοπό την ανάδειξη νέων βιοδεικτών, διαγνωστικών τεχνικών κι ελπιδοφόρων θεραπευτικών στόχων στο εγγύς μέλλον.


2019 ◽  
Author(s):  
Κωνσταντίνος Μπαλαμπάνης

Εισαγωγή: Η παχυσαρκία είναι πλέον μια επιδημία που συνδέεται με τα μεταβολικά και καρδιαγγειακά νοσήματα και χαρακτηρίζεται από χρόνια φλεγμονή. Το μεταβολικό σύνδρομο (MetS), το οποίο αποτελείται από τη συνδεδεμένη τριάδα παχυσαρκίας, σακχαρώδη διαβήτη και καρδιαγγειακής νόσου, εκτιμάται σήμερα ότι επηρεάζει το ένα τέταρτο του ενήλικου πληθυσμού στον κόσμο και επιβάλλει σημαντική επιβάρυνση για τη δημόσια υγεία. Το κύριο κλινικό συστατικό του MetS είναι η σπλαχνική παχυσαρκία και η παρουσία “έκτοπου” λίπους στα όργανα που δεν έχουν σχεδιαστεί για την αποθήκευση λίπους, ενώ η κύρια μεταβολική ανωμαλία είναι η αντίσταση στην ινσουλίνη. Πολυάριθμοι βιοδείκτες εμπλέκονται στην παθοφυσιολογία της νόσου, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων μεταγραφής και των συν-ρυθμιστών τους. Μεταξύ των πολυάριθμων μορίων που έχουν αναγνωριστεί ως σημαντικοί ρυθμιστές της ομοιοστασίας της γλυκόζης είναι ο PGC-1α , ο οποίος είναι συν-ενεργοποιητής του μεταγραφικού παράγοντα PPAR-γ. Αν και ο NFkB αρχικά χαρακτηρίστηκε σε κύτταρα του αιμοποιητικού συστήματος, η μετέπειτα ερευνά αποκάλυψε έναν βασικό ρόλο της σηματοδότησης του NFkB στο ήπαρ, τον λιπώδη ιστό και το κεντρικό νευρικό σύστημα στην ανάπτυξη φλεγμονής σχετιζόμενης με μεταβολικά νοσήματα. Η παχυσαρκία χαρακτηρίζεται από χρόνια, συστημική φλεγμονή και υπάρχουν ενδείξεις ότι η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (NAFLD) και η αντίσταση στην ινσουλίνη σχετίζονται έντονα με την υποκείμενη φλεγμονώδη διαδικασία. Αν και ο λιπώδης ιστός υπήρξε ο στόχος ενδιαφέροντος μεταξύ των ερευνητών για τις τελευταίες δύο δεκαετίες, λίγα είναι γνωστά για την ακριβή μηχανική στον ανθρώπινο μεταβολισμό και την παχυσαρκία. Για παράδειγμα, διαπιστώθηκε πρόσφατα ότι ο σκελετικός μυς, όχι μόνο διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ομοιόσταση της γλυκόζης, αλλά αντιπροσωπεύει επίσης ένα ενεργό μεταβολικό όργανο του οποίου οι δραστηριότητες πρέπει να προσδιοριστούν. Η μελέτη μας είναι μια “in-situ” μορφολογική εκτίμηση της λειτουργικής διαντίδρασης (“cross-talk”) των μεταγραφικών παραγόντων NFkB, PPARγ και των συν-ρυθμιστών της μεταγραφής AIB και PGC-1a στη νοσογόνο παχυσαρκία. Επιπλέον, θα διερευνήσουμε τη συσχέτιση ανάμεσα στη φλεγμονή του σκελετικού μυός και του λιπώδους ιστού με την ανάπτυξη μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος (NAFLD) και σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, καθώς και τη σχέση με διάφορες κλινικοπαθολογικές παραμέτρους.Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να προσδιοριστεί η σχέση μεταξύ ασθενών με παθολογική παχυσαρκία, η υποκείμενη μη αλκοολική λιπώδης ηπατική νόσος, ο διαβήτης, καθώς και η διερεύνηση πιθανών συσχετισμών με κλινικοπαθολογικές παραμέτρους. Η μελέτη μας επικεντρώθηκε στο ρόλο των PPARγ, NFκΒ και PGC1a στο μεταβολισμό του ανθρώπου, με βάση την έκφρασή τους, όπως αυτή αξιολογήθηκε με την ανοσοϊστοχημεία, σε πέντε διαφορετικά δείγματα ιστών, (σπλαγχνικό λιπώδη ιστό (visceral adipose tissue, VAT), υποδόριο λιπώδη ιστό (subcutaneous adipose tissue, SAT), σκελετικό μυ (skeletal muscle, SM), εξωμυοκυττάριο λιπώδη ιστό (extramyocellular adipose tissue, EMAT) κι ήπαρ. που συλλέχθηκαν από 50 ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία προτού προχωρήσουν σε προγραμματισμένη βαριατρική επέμβαση. Επιλέξαμε τους παραπάνω ιστούς με βάση το γεγονός ότι οι σκελετικοί μύες και το ήπαρ διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην ομοιόσταση της γλυκόζης, ενώ το ενδομυϊκό και το σπλαχνικό λίπος φαίνεται να σχετίζονται με την αντίσταση στην ινσουλίνη και το NAFLD.Αποτελέσματα: Τα ευρήματά μας έδειξαν ένα σύνθετο δίκτυο συν-έκφρασης μεταξύ των ιστών που συνδέει την επαγόμενη από την παχυσαρκία φλεγμονή μέσω της εναπόθεσης λιπώδους ιστού στους σκελετικούς μύες και με μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος. Ένα νέο εύρημα ήταν η περίπλοκη αλληλεπίδραση (cross-talk) μεταξύ του σκελετικού μυός (SM) και του εξωμυοκυτταρικού λιπώδους ιστού (EMAT) με το ήπαρ και της αιτιώδους σχέσης μεταξύ της φλεγμονής στον SM, στον EMAT και της εξέλιξης της ίνωσης του ήπατος. Τα ευρήματά μας, μας έδειξαν πολύπλοκα πρότυπα έκφρασης των μορίων NFκB, PPARγ και PGC1α μεταξύ των ιστών. Επιπλέον, διαπιστώσαμε σημαντικές αρνητικές συσχετίσεις μεταξύ της έκφρασης του PGC1a στον σπλαχνικό λιπώδη ιστό και της έκφρασης του CD68 στους σκελετικούς μύες και το εξωμυοκυτταρικό λιπώδη ιστό (EMAT), υποδεικνύοντας ένα προστατευτικό ρόλο του PGC1a κατά της φλεγμονής που προκαλείται από την παχυσαρκία. Τέλος, προκύπτουν αρκετά στοιχεία για να αναδείξουμε έναν ευεργετικό ρόλο του PGC1a κατά της νόσου που προκαλείται από την παχυσαρκία, όπως ο διαβήτης τύπου II (T2DM) και η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (NAFLD). Παρουσιάσαμε ένα εκτεταμένο δίκτυο ενδοεπικοινωνίας και αλληλεπίδρασης, το οποίο επιβεβαιώνει τον αναπόσπαστο ρόλο κάθε μίας από τις ερευνηθείσες πρωτεΐνες στον ανθρώπινο μεταβολισμό. Στη μελέτη μας, διαπιστώσαμε ότι ο NFκB είναι ο βασικός βιοδείκτης σε ένα πολύπλοκο δίκτυο ενδοεπικοινωνίας και αλληλεπίδρασης, ο οποίος διασυνδέει τις σηματοδοτικές οδούς της μεταβολικής και ανοσολογικής σηματοδότησης. Επίσης, επιδείξαμε το ρόλο του στον μεταβολισμό των λιπιδίων και ενδεχομένως στην ανάπτυξη της ανθεκτικότητας στην ινσουλίνη, των σκελετικών μυών και της μη αλκοολικής στεατοηπατίτιδας (NASH).Τέλος, αναδείχθη η έκφραση των φλεγμονωδών βιοδεικτών (CD3, CD68) σε όλα τα λιπώδη διαμερίσματα να εμφανίζει θετική συσχέτιση με τα επίπεδα ηπατικών τρανσαμινασών και την παρουσία NASH στη βιοψία ήπατος, ενώ η έκφραση του CD3 στο σκελετικό μυ και το εξωμυοκυττάριο λίπος (ΕΜΑΤ) σχετίζεται με ίνωση του ήπατος. Συμπεράσματα: Παρόλο που οι μηχανισμοί της φλεγμονής που προκαλείται από την παχυσαρκία και η σύνδεσή της με τη μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος (NAFLD) και την ίνωση του ήπατος, δεν είναι πλήρως κατανοητοί, τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ένα εκτεταμένο και σύνθετο δίκτυο που πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω. Πιστεύουμε ότι η μελέτη μας θα συμβάλει στην κατανόηση των κοινών υποκείμενων μηχανισμών μεταξύ των αλληλοσυνδεδεμένων παθολογιών, προκειμένου να προσδιοριστούν οι δυνητικοί θεραπευτικοί και προγνωστικοί στόχοι, μιας και η παχυσαρκία δε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια ξεχωριστή νοσολογική οντότητα, αλλά ως αναπόσπαστο τμήμα ενός αλληλοσυνδεόμενου δικτύου ασθενειών. Πιστεύουμε ότι η μελέτη μας θα δώσει περισσότερη πληροφορία για το ρόλο των υπό εξέταση μορίων στους υποκείμενους μηχανισμούς της παχυσαρκίας και των συνοσηρότητας του. Ελπίζουμε ότι τα ευρήματά μας θα ρίξουν φως στους σύνθετους βασικούς μηχανισμούς και ότι οι βιοδείκτες που μελετήθηκαν θα μπορούσαν να αποτελέσουν μελλοντικούς στόχους για την πρόληψη και τη θεραπεία της παχυσαρκίας και των συνοδών νοσηροτήτων τους. Ελπίζουμε ότι η παρούσα μελέτη μας θα συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση των σύνθετων αλληλεπιδράσεων των διαφορετικών ιστών που διαταράσσονται στην παχυσαρκία.Αναμφισβήτητα, περαιτέρω έρευνα απαιτείται για την πλήρη κατανόηση των μοριακών μηχανισμών και των δικτύων συνέκφρασης που ενέχονται στην παχυσαρκία και τα συνοδά της νοσήματα με τελικό σκοπό την ανάδειξη νέων βιοδεικτών, διαγνωστικών τεχνικών κι ελπιδοφόρων θεραπευτικών στόχων στο εγγύς μέλλον.


Environments ◽  
2021 ◽  
Vol 8 (4) ◽  
pp. 35
Author(s):  
Fozia Ahmed ◽  
Maria João Pereira ◽  
Céline Aguer

Bisphenol A (BPA) and bisphenol S (BPS) are environmental contaminants that have been associated with the development of insulin resistance and type 2 diabetes (T2D). Two organs that are often implicated in the development of insulin resistance are the skeletal muscle and the adipose tissue, however, seldom studies have investigated the effects of bisphenols on their metabolism. In this review we discuss metabolic perturbations that occur in both the skeletal muscle and adipose tissue affected with insulin resistance, and how exposure to BPA or BPS has been linked to these changes. Furthermore, we highlight the possible effects of BPA on the cross-talk between the skeletal muscle and adipose tissue.


2004 ◽  
Vol 25 (1) ◽  
pp. 49-65 ◽  
Author(s):  
Josep M. Argilés ◽  
Joaquín López-Soriano ◽  
Vanessa Almendro ◽  
Sílvia Busquets ◽  
Francisco J. López-Soriano

Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document