The Child Trauma Screening Questionnaire predicts PTSD onset 6 months after traumatic accident better than the Children's Impact of Events Scale

2007 ◽  
Vol 10 (2) ◽  
pp. 44-44 ◽  
Author(s):  
W B. Daviss
2006 ◽  
Author(s):  
Justin Kenardy ◽  
Susan H. Spence ◽  
Alexandra C. Macleod

2021 ◽  
Author(s):  
Παναγιώτης Καλλιανέζος

Εισαγωγή: Υπάρχει μια παγκόσμια τάση για αύξηση της συχνότητας των ατυχημάτων και ιδιαίτερα των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων κατά την παιδική ηλικία. Οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις αποτελούν μείζον θέμα για τη δημόσια υγεία λόγω των συνεπειών τους στη σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών. Σκοπός: Η παρούσα μελέτη επιδιώκει να συνεισφέρει στην κατανόηση της ψυχολογικής διάστασης αυτών των κακώσεων στα παιδιά. Οι επιμέρους στόχοι είναι: 1) η αποτύπωση της έκτασης του προβλήματος των παιδικών ατυχημάτων στη Δυτική Ελλάδα και κατ' επέκταση της νοσηρότητας από ατύχημα στην ηλικιακή ομάδα των 6-14 ετών, 2) η αναζήτηση παραγόντων κινδύνου για ατύχημα που σχετίζονται τόσο με το ίδιο το παιδί όσο και το οικογενειακό και φυσικό του περιβάλλον, 3) η αξιολόγηση της σχέσης μεταξύ των ήπιων κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων της παιδικής ηλικίας και του κινδύνου μελλοντικής εμφάνισης Διαταραχής Μετατραυματικού Stress μία εβδομάδα και ένα μήνα μετά το τραυματικό γεγονός, 4) η συσχέτιση της εμφάνισης της διαταραχής με δημογραφικούς παράγοντες και άλλες παραμέτρους που αφορούν στις ήπιες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις στην ίδια πληθυσμιακή ομάδα, 5) η διερεύνηση του επιπολασμού του άγχους και της κατάθλιψης στους γονείς των παιδιών του δείγματος λόγω της τραυματικής εμπειρίας του παιδιού τους, 6) και η γλωσσική και ψυχομετρική επικύρωση μέσω συγκεκριμένης διαδικασίας της Ελληνικής εκδοχής των ερωτηματολογίων. Υλικό και μέθοδος: Για την εκπλήρωση των προαναφερθέντων στόχων πραγματοποιήσαμε μία αναδρομική μελέτη κατά το χρονικό διάστημα 2014–2017 όπου μελετήθηκαν τα ιατρικά αρχεία 381 παιδιών ηλικίας 6-14 ετών με ήπια κρανιοεγκεφαλική κάκωση που νοσηλεύθηκαν στην Παιδοχειρουργική Κλινική του Καραμανδανείου Γενικού Νοσοκομείου Παίδων Πάτρας και μία προοπτική μελέτη για τη διερεύνηση του κινδύνου εμφάνισης της Διαταραχής Μετατραυματικού Stress σε δείγμα παιδιών με ήπια κρανιοεγκεφαλική κάκωση που αντιμετωπίστηκαν στην Παιδοχειρουργική Κλινική από τον Φεβρουάριο του 2017 έως τον Μάρτιο του 2018. Στην προπτική μελέτη καταγράφηκαν 377 παιδιά ηλικίας 6 έως 14 ετών με ήπια κρανιοεγκεφαλική κάκωση που αντιμετωπίστηκαν στο επείγον εξωτερικό ιατρείο ή/και νοσηλεύτηκαν τουλάχιστον για 24 ώρες. Από αυτά 175 παιδιά πληρούσαν τα κριτήρια συμμετοχής στην προοπτική μελέτη. Η μελέτη περιελάμβανε κάθε δεύτερο παιδί που προσέρχονταν, προκειμένου να εξασφαλισθεί η τυχαιοποίηση του δείγματος. Επιπρόσθετος σκοπός της έρευνας ήταν η διερεύνηση δύο βασικών ψυχικών διαταραχών, του άγχους και της κατάθλιψης στους γονείς των παιδιών του δείγματος.Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν τα εξής αυτοσυμπληρούμενα ψυχομετρικά εργαλεία: Ερωτηματολόγιο καταγραφής κοινωνικοδημογραφικών στοιχείων και χαρακτηριστικών της κάκωσης, η κλίμακα «Child Trauma Screening Questionnaire (CTSQ), η Αναθεωρημένη κλίμακα επίπτωσης παιδικού τραύματος για συμπτώματα μετατραυματικού stress «The Children’s revised impact of event scale (CRIES-13)» και η Ελληνική έκδοση της κλίμακας Άγχους και Κατάθλιψης «The Hospital Anxiety And Depression Scale HADS». Η στατιστική ανάλυση διενεργήθηκε με το λογισμικό πρόγραμμα Statistical Package for Social Sciences IBM SPSS version 25 software (IBM Corp, Armonk, NY, USA). Το πρόγραμμα Amos version 25 software, Chicago: IBM SPSS και επιπρόσθετες στατιστικές μέθοδοι χρησιμοποιήθηκαν για την διερευνητική και επιβεβαιωτική ανάλυση των ερωτηματολογίων. Αποτελέσματα: Τα κυριότερα αποτελέσματα της προοπτικής μελέτης ήταν τα εξής: το 67,5% ήταν αγόρια με μέση ηλικία 9,46 έτη και το 32,5% κορίτσια με μέση ηλικία 9,1 έτη. Φαίνεται δηλαδή ότι, η επίπτωση των ήπιων κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων στα αγόρια ήταν δύο φορές μεγαλύτερη από τα κορίτσια. Σχετικά με την ηλικία παρατηρήθηκε ότι τα παιδιά ηλικίας 6-8 ετών παρουσίαζαν συχνότερα ήπια κρανιοεγκεφαλική κάκωση σε σχέση με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Τα περισσότερα ατυχήματα συνέβησαν στο δρόμο (28,7%), στο σχολείο (27,6%) και στο σπίτι (20%), κυρίως απογευματινές ώρες (45,9%) και καθημερινές ημέρες (76,1%) και σχεδόν τα μισά (49,3%) με παρουσία ενήλικα. Ενώ ως προς την εποχή διαπιστώθηκε όπως αναμενόταν ότι την άνοιξη και το καλοκαίρι συμβαίνουν τα περισσότερα ατυχήματα σε ποσοστό 43,5% και 24.1% του συνόλου αντίστοιχα. Ως προς το μηχανισμό κάκωσης οι περισσότερες ήπιες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις οφείλονταν σε πτώσεις (67,7%), σε συγκρούσεις με άλλο παιδί (20,3%) και σε τροχαία (5,1%). Η πλειοψηφία (82,6%) νοσηλεύθηκε μία ημέρα ενώ μόνο το 4,6% των παιδιών νοσηλεύθηκαν τρεις ημέρες και άνω. Περίπου το 50% των παιδιών με ήπια κρανιοεγκεφαλική κάκωση που ήρθαν στο παιδιατρικό νοσοκομείο έρχονται μετά από παραπομπή από άλλο νοσοκομείο. Σε σχέση με το μετατραυματικό stress στην εκτίμηση της εβδομάδας στο 33,7% των παιδιών διαπιστώθηκαν συμπτώματα της διαταραχής ενώ στην επανεκτίμηση του μήνα σημειώθηκε σημαντική μείωση του ποσοστού σε 9,9%. Οι γονείς παρατήρησαν συμπτώματα μετατραυματικού stress σε ποσοστό 19% μία εβδομάδα μετά την κάκωση και 3,9% στον ένα μήνα. Τα κορίτσια εμφάνισαν πιο συχνά τη διαταραχή από τα αγόρια (p=0,013) μία εβδομάδα μετά το ατύχημα. Στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς τους παράγοντες που επηρέαζαν την εκδήλωση του stress παρατηρήθηκαν στο φύλο, την αστική περιοχή (p=0,04), τον τόπο ατυχήματος (p=0,004), την ύπαρξη πολλαπλών βλαβών (p=0,030), τη νοσηλεία (p=0,003) κ.α. Από τους συμμετέχοντες γονείς, το 56% ήταν ηλικίας 35−44 ετών, το 89,2% ήταν παντρεμένοι, το 20% ήταν βασικής εκπαίδευσης και το 49,4% είχε δύο παιδιά. Το 23,9% των συμμετεχόντων βίωνε μέτρια επίπεδα άγχους και το 31,3% υψηλά επίπεδα άγχους, ενώ το 30,1% βίωνε μέτρια επίπεδα κατάθλιψης και το 22,1% υψηλά επίπεδα. Όσον αφορά τις συσχετίσεις παραγόντων προέκυψε ότι η εμφάνιση συμπτωμάτων άγχους ήταν συχνότερη στις γυναίκες από ότι στους άντρες (p=0,016). Επίσης η ένταση του άγχους και της κατάθλιψης βρέθηκε να συσχετίζεται θετικά με το χαμηλό εισόδημα (p=0,001), τη μόρφωση των συμμετεχόντων (p=0,001), και το καθεστώς επαγγελματικής απασχόλησης (p=0,001).Συμπεράσματα: Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης κατέδειξαν ότι οι ήπιες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις δεν είναι πάντοτε άμοιρες επιπλοκών και μπορεί να αναπτύξουν επίμονα νευροφυσιολογικά συμπτώματα. Τα συμπεράσματα δικαιολογούν την παρακολούθηση της συμπεριφοράς των παιδιών πολύ καιρό μετά τον τραυματισμό και μπορούν να αξιοποιηθούν για τη διατύπωση προτάσεων για περαιτέρω έρευνα για τον προσδιορισμό των παραγόντων κινδύνου, εφαρμογής μεθόδων υποστηρικτικής φροντίδας, παρεμβάσεων και συμβουλευτικής της οικογένειας για μείωση του μετατραυματικού stress.


1972 ◽  
Vol 1 ◽  
pp. 27-38
Author(s):  
J. Hers

In South Africa the modern outlook towards time may be said to have started in 1948. Both the two major observatories, The Royal Observatory in Cape Town and the Union Observatory (now known as the Republic Observatory) in Johannesburg had, of course, been involved in the astronomical determination of time almost from their inception, and the Johannesburg Observatory has been responsible for the official time of South Africa since 1908. However the pendulum clocks then in use could not be relied on to provide an accuracy better than about 1/10 second, which was of the same order as that of the astronomical observations. It is doubtful if much use was made of even this limited accuracy outside the two observatories, and although there may – occasionally have been a demand for more accurate time, it was certainly not voiced.


Author(s):  
J. Frank ◽  
P.-Y. Sizaret ◽  
A. Verschoor ◽  
J. Lamy

The accuracy with which the attachment site of immunolabels bound to macromolecules may be localized in electron microscopic images can be considerably improved by using single particle averaging. The example studied in this work showed that the accuracy may be better than the resolution limit imposed by negative staining (∽2nm).The structure used for this demonstration was a halfmolecule of Limulus polyphemus (LP) hemocyanin, consisting of 24 subunits grouped into four hexamers. The top view of this structure was previously studied by image averaging and correspondence analysis. It was found to vary according to the flip or flop position of the molecule, and to the stain imbalance between diagonally opposed hexamers (“rocking effect”). These findings have recently been incorporated into a model of the full 8 × 6 molecule.LP hemocyanin contains eight different polypeptides, and antibodies specific for one, LP II, were used. Uranyl acetate was used as stain. A total of 58 molecule images (29 unlabelled, 29 labelled with antl-LPII Fab) showing the top view were digitized in the microdensitometer with a sampling distance of 50μ corresponding to 6.25nm.


Author(s):  
A. V. Crewe

We have become accustomed to differentiating between the scanning microscope and the conventional transmission microscope according to the resolving power which the two instruments offer. The conventional microscope is capable of a point resolution of a few angstroms and line resolutions of periodic objects of about 1Å. On the other hand, the scanning microscope, in its normal form, is not ordinarily capable of a point resolution better than 100Å. Upon examining reasons for the 100Å limitation, it becomes clear that this is based more on tradition than reason, and in particular, it is a condition imposed upon the microscope by adherence to thermal sources of electrons.


Author(s):  
Li Li-Sheng ◽  
L.F. Allard ◽  
W.C. Bigelow

The aromatic polyamides form a class of fibers having mechanical properties which are much better than those of aliphatic polyamides. Currently, the accepted morphology of these fibers as proposed by M.G. Dobb, et al. is a radial arrangement of pleated sheets, with the plane of the pleats parallel to the axis of the fiber. We have recently obtained evidence which supports a different morphology of this type of fiber, using ultramicrotomy and ion-thinning techniques to prepare specimens for transmission and scanning electron microscopy.


Author(s):  
P.R. Swann ◽  
A.E. Lloyd

Figure 1 shows the design of a specimen stage used for the in situ observation of phase transformations in the temperature range between ambient and −160°C. The design has the following features a high degree of specimen stability during tilting linear tilt actuation about two orthogonal axes for accurate control of tilt angle read-out high angle tilt range for stereo work and habit plane determination simple, robust construction temperature control of better than ±0.5°C minimum thermal drift and transmission of vibration from the cooling system.


Author(s):  
K.C. Newton

Thermal effects in lens regulator systems have become a major problem with the extension of electron microscope resolution capabilities below 5 Angstrom units. Larger columns with immersion lenses and increased accelerating potentials have made solutions more difficult by increasing the power being handled. Environmental control, component choice, and wiring design provide answers, however. Figure 1 indicates with broken lines where thermal problems develop in regulator systemsExtensive environmental control is required in the sampling and reference networks. In each case, stability better than I ppm/min. is required. Components with thermal coefficients satisfactory for these applications without environmental control are either not available or priced prohibitively.


Author(s):  
D. Cherns

The use of high resolution electron microscopy (HREM) to determine the atomic structure of grain boundaries and interfaces is a topic of great current interest. Grain boundary structure has been considered for many years as central to an understanding of the mechanical and transport properties of materials. Some more recent attention has focussed on the atomic structures of metalsemiconductor interfaces which are believed to control electrical properties of contacts. The atomic structures of interfaces in semiconductor or metal multilayers is an area of growing interest for understanding the unusual electrical or mechanical properties which these new materials possess. However, although the point-to-point resolutions of currently available HREMs, ∼2-3Å, appear sufficient to solve many of these problems, few atomic models of grain boundaries and interfaces have been derived. Moreover, with a new generation of 300-400kV instruments promising resolutions in the 1.6-2.0 Å range, and resolutions better than 1.5Å expected from specialist instruments, it is an appropriate time to consider the usefulness of HREM for interface studies.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document