Σχεδιασμός εκπαιδευτικών προγραμμάτων από τον κόσμο των φυσικών επιστημών για μη τυπικά περιβάλλοντα μάθησης, υπό το πρίσμα της θεωρίας της δραστηριότητας

2018 ◽  
Author(s):  
Αθηνά-Χριστίνα Κορνελάκη

Η παρούσα διατριβή εξετάζει την αλληλεπίδραση της τυπικής με τη μη τυπική εκπαίδευση στο σχεδιασμό και την οργάνωση ολοκληρωμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, άμεσα συνδεδεμένων με το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών, που αξιοποιούν καινοτόμα εργαλεία. Ακολουθεί την αναπτυξιακή έρευνα εργασίας (developmental work research) ως μεθοδολογία, η οποία αποτυπώνεται στον επεκτατικό κύκλο μάθησης (Engeström & Sannino, 2010) και διέπεται από τις αρχές της πολιτισμικής και ιστορικής θεωρίας της Δραστηριότητας. Η εφαρμογή της μεθοδολογίας οδήγησε στο σχεδιασμό του εκπαιδευτικού προγράμματος «Το κυνήγι του χαμένου κεραυνού». Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα πραγματοποιήθηκε στο Αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων και όχι σε μουσείο ή κέντρο Φυσικών Επιστημών καθώς στην Ελλάδα, το πλήθος αυτών είναι ιδιαίτερα περιορισμένο. Απώτερος στόχος της έρευνας αποτελεί η βελτίωση της διδασκαλίας των μαθητών στις Φυσικές Επιστήμες. Για να επιτευχθεί αυτό προτείνεται η απαγκίστρωση της επιστήμης από την τυπική εκπαίδευση και την τάξη και η αναγωγή της στο πολιτισμό και τα πολιτισμικά ιδρύματα όπως είναι οι χώροι μη τυπικής εκπαίδευσης γενικού ενδιαφέροντος. Τα χαρακτηριστικά των ιδρυμάτων αυτών συνάδουν με τις αρχές της θεωρίας της Δραστηριότητας και προσφέρουν πολλά πλεονεκτήματα ως εναλλακτικές κοινότητες μάθησης και καλλιέργειας διαδικασιών επιστημονικής μεθόδου. Η πολιτισμική και ιστορική θεωρία της Δραστηριότητας χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα έρευνα ως θεωρητικό πλαίσιο σχεδιασμού και ανάλυσης εκπαιδευτικών προγραμμάτων με έμφαση στις ενεργητικές και αλληλεπιδραστικές διαδικασίες μάθησης. Αποτελεί μια κατεξοχήν πολιτισμική και ιστορική θεωρία προσφέροντας ένα ευρύ πεδίο σχεδιασμού και εφαρμογής για τη σύνδεση της επιστήμης με τον πολιτισμό και την κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα επιχειρεί να προσδιορίσει τις διαδικασίες επιστημονικής μεθόδου που λαμβάνουν χώρα κατά τη διεξαγωγή του εκπαιδευτικού προγράμματος «Το κυνήγι του χαμένου κεραυνού» στο Αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων καθώς και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μαθητών αλλά και μεταξύ της εμψυχώτριας και των εκπαιδευτικών. Μελετά ακόμα, το ρόλο της θεωρίας της Δραστηριότητας και των δομικών της στοιχείων στη λειτουργία του εξεταζόμενου συστήματος δραστηριότητας και τέλος, προσδιορίζει τις αντιφάσεις που εκδηλώθηκαν κατά το σχεδιασμό και την υλοποίηση του εκπαιδευτικού προγράμματος στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων μέσα από την ανάλυση τόσο του εξεταζόμενου συστήματος δραστηριότητας όσο και των γειτονικών του συστημάτων. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα υλοποιήθηκε σε 8 τάξεις μαθητών 6 – 8 ετών σε χρονικό διάστημα 2 μηνών (20/10/2017 – 22/12/2017). Για την επεξεργασία και την ανάλυση των δεδομένων αξιοποιήθηκε το λογισμικό ποιοτικής ανάλυσης NVivo9. Τα συνολικά δεδομένα της έρευνας αποτέλεσαν 12,7 ώρες βίντεοσκοπημένων εφαρμογών οι οποίες διατμήθηκαν σε 61 επιμέρους επεισόδια για αποτελεσματικότερη διαχείριση καθώς και 136 σχέδια/κείμενα μαθητών τα οποία παρήγαγαν τα παιδιά κατά τη διάρκεια της ερευνητικής διαδικασίας. Τα δεδομένα κάθε αποσπάσματος εμπλουτίστηκαν από τις συμπληρωματικές σημειώσεις πεδίου τις οποίες κατέγραψε η ερευνήτρια – εμψυχώτρια ως αποτέλεσμα παρατήρησης όπως επίσης και από στιγμιότυπα των δράσεων του εκπαιδευτικού προγράμματος που αποτυπώθηκαν σε μορφή φωτογραφιών. Τα δεδομένα αναλύθηκαν σε τρία επίπεδα, ως προς τις διαδικασίες επιστημονικής μεθόδου που εμφανίζονται, τις αλληλεπιδράσεις που λαμβάνουν χώρα και τα δομικά στοιχεία του εκτεταμένου τριγώνου της θεωρίας της Δραστηριότητας. Η πολυεπίπεδη ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε εντός του περιβάλλοντος του NVivo 9 με τη διαδικασία της κωδικοποίησης. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προκύπτει ότι το Αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων, παρά τους περιορισμούς που συνεπάγεται, λειτούργησε ως εύφορο πεδίο σχεδιασμού και εφαρμογής εκπαιδευτικού προγράμματος Φυσικών Επιστημών. Σε μια εναλλακτική κοινότητα μάθησης, αυτή του μουσείου, οι μαθητές καλλιέργησαν διαδικασίες επιστημονικής μεθόδου, αλληλεπιδρώντας με τα εκθέματα του μουσείου αλλά και τους συμμαθητές τους, όπως και με την εμψυχώτρια και τους εκπαιδευτικούς τους, συμμετέχοντας ενεργά στις δράσεις του εκπαιδευτικού προγράμματος. Η πολιτισμική και ιστορική θεωρία της Δραστηριότητας παρέχει ένα εννοιολογικό πρίσμα μέσω του οποίου αναλύθηκαν οι αλληλεπιδράσεις του συστήματος κατά τη διεξαγωγή του εκπαιδευτικού προγράμματος στο μουσείο. Επιπλέον, η ανάλυση του εξεταζόμενου συστήματος υπό το πρίσμα της θεωρίας της Δραστηριότητας, συνέβαλε στον προσδιορισμό και την ανάλυση των αντιφάσεων μεταξύ αυτού και των γειτονικών του συστημάτων παρέχοντας δυνατότητες επέκτασης και εξέλιξής του. Όλα τα προηγούμενα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Αρχαιολογικό Μουσείο ως εν γένει χώρος κοινωνικο-πολιτισμικών και ιστορικών πτυχών της εξέλιξης της ανθρώπινης δραστηριότητας καθίσταται υπό το πρίσμα της θεωρίας της Δραστηριότητας ιδανικό σημείο συνάντησης των μαθητών με το κοινωνικο-πολιτισμικό τους πλαίσιο.Το προϊόν της έρευνας αποτέλεσε η ανάπτυξη ενός πλαισίου σχεδιασμού εκπαιδευτικών προγραμμάτων Φυσικών Επιστημών (SciEPIGI). Ειδικότερα, ενσωματώνει τις αρχές της θεωρίας της Δραστηριότητας και προτείνει τη διεξαγωγή των εκπαιδευτικών προγράμματων σε μη τυπικά ιδρύματα γενικού ενδιαφέροντος. Το πλαίσιο σχεδιασμού μπορεί να αξιοποιηθεί τόσο από προσωπικό μουσείων όσο και από εκπαιδευτικούς που επιθυμούν να σχεδιάσουν το δικό τους εκπαιδευτικό πρόγραμμα Φυσικών Επιστημών προσαρμοσμένο στις ανάγκες των μαθητών τους καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ιδρύματος γενικού ενδιαφέροντος στο οποίο θα εφαρμοστεί.

Author(s):  
Hannu L. T. Heikkinen

The aim of this article is to introduce different ways to conceptualise approaches aimed at improving practices by combining practitioners’ professional work and research. In historical terms, the oldest of these approaches is action research which was introduced in the 1940’s. Thereafter, approaches combining practical work with academic aspirations have been conceptualised in a number of ways, such as design research, translational research, developmental work research (DWR) and practitioner research, and their numerous versions and combinations. Secondly, the purpose of this paper is, from a philosophical and theoretical perspective, to examine the relationship between theoretical and practical aims of research by integrating Aristotle’s classical views on epistemology with the theory of knowledge and human interests of Jürgen Habermas. The methodological approach of this article is a theoretical and philosophical analysis of the literature.


Author(s):  
Roberta Hill ◽  
Phillip Capper ◽  
Kathryn Hawes ◽  
Ken Wilson

The environment in which New Zealand businesses and public agencies operate is volatile, complex and uncertain. Organisations face a wide and competing range of demands. Managers and employees need to collaborate across functions, business units and teams. Practical research approaches are needed to help support them.This paper illustrates how a developmental work research (DWR) approach can support business process improvements and organisational/earning in continuously-changing, complex environments. We present findings from a PGSF study of cross-functional team problem-solving and learning at DHL Worldwide Express in Christchurch between April1997 and June 1998. The study used DWR methods, including analysis of videotaped meetings, developed at the University of Helsinki and the University of California San Diego by Engestrom and his colleagues (1996b).We describe how DWR was used to: analyse a process improvement initiative, or 'problem-trajectory', and how disturbances and tensions within this work activity reveal the underlying contradictions in DHL's operational and training systems; and identify opportunities for comprehensive system innovations that have a marked impact on productivity, efficiency and customer service.


2018 ◽  
Vol 8 (2) ◽  
pp. 27
Author(s):  
Athina Christina Kornelaki ◽  
Katerina Plakitsi

The study is based on an implementation of the basic steps of the Change Laboratory methodology (Engeström,Virkkunen, Helle, Pihlaja & Poikela, 1996) at the University of Ioannina. It was derived by a discussion withmaster’s students during a course about science education curricula in pre-school and primary education and theireffectiveness in the current educational system. Students’ engagement in Science Education is a multifaceted andcomplex process. Under a socio-cultural approach it constitutes an activity system which consists of several elementsand as a whole, is interconnected and interacting with more activity systems which interfere in the process. Theelement that connects all the above systems is the shared object which in the case we are studding is theenhancement of teachers’ confidence in teaching science education. The developmental work research methodology(Virkkunen & Newnham, 2013; Engestrom, 2015) was chosen in order the participants to reflect on the currentactivity, to identify the contradictions of the activity and propose solutions forming a new model. Within thisimplementation Engestrom’s triangular model of the Activity system (2001) is deployed and qualitative researchmethods are applied to analyze the content of the CL sessions occurred among participants. The findings of thisstudy attempt to examine the challenges of the participating teachers in teaching science education and how theirconfidence can be enhanced and furthermore, the CL methodology as a tool in professional development.


2012 ◽  
Vol 7 (4) ◽  
pp. 503-513 ◽  
Author(s):  
Marianne Teräs

This article reports on research into an intervention called a ‘Culture Laboratory’, based on a generic ‘Change Laboratory’ method within developmental work research and cultural-historical activity theory (CHAT). Within the Culture Laboratory, transitions can be viewed as movements, transformations and reciprocal relations, undertaken as participants attempt to improve their training in a process of observing, comparing and creating. The 17 participants in this study were students from eight different countries of origin, their teachers, other school staff and researchers. Experiences from this study would suggest that transitions are not outright movements that follow a certain path, but are rather complicated back-and-forth movements and tension-rich in-between spaces, which can enrich development and learning through creative actions.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document