Η παρούσα διατριβή εξετάζει την αλληλεπίδραση της τυπικής με τη μη τυπική εκπαίδευση στο σχεδιασμό και την οργάνωση ολοκληρωμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, άμεσα συνδεδεμένων με το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών, που αξιοποιούν καινοτόμα εργαλεία. Ακολουθεί την αναπτυξιακή έρευνα εργασίας (developmental work research) ως μεθοδολογία, η οποία αποτυπώνεται στον επεκτατικό κύκλο μάθησης (Engeström & Sannino, 2010) και διέπεται από τις αρχές της πολιτισμικής και ιστορικής θεωρίας της Δραστηριότητας. Η εφαρμογή της μεθοδολογίας οδήγησε στο σχεδιασμό του εκπαιδευτικού προγράμματος «Το κυνήγι του χαμένου κεραυνού». Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα πραγματοποιήθηκε στο Αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων και όχι σε μουσείο ή κέντρο Φυσικών Επιστημών καθώς στην Ελλάδα, το πλήθος αυτών είναι ιδιαίτερα περιορισμένο. Απώτερος στόχος της έρευνας αποτελεί η βελτίωση της διδασκαλίας των μαθητών στις Φυσικές Επιστήμες. Για να επιτευχθεί αυτό προτείνεται η απαγκίστρωση της επιστήμης από την τυπική εκπαίδευση και την τάξη και η αναγωγή της στο πολιτισμό και τα πολιτισμικά ιδρύματα όπως είναι οι χώροι μη τυπικής εκπαίδευσης γενικού ενδιαφέροντος. Τα χαρακτηριστικά των ιδρυμάτων αυτών συνάδουν με τις αρχές της θεωρίας της Δραστηριότητας και προσφέρουν πολλά πλεονεκτήματα ως εναλλακτικές κοινότητες μάθησης και καλλιέργειας διαδικασιών επιστημονικής μεθόδου. Η πολιτισμική και ιστορική θεωρία της Δραστηριότητας χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα έρευνα ως θεωρητικό πλαίσιο σχεδιασμού και ανάλυσης εκπαιδευτικών προγραμμάτων με έμφαση στις ενεργητικές και αλληλεπιδραστικές διαδικασίες μάθησης. Αποτελεί μια κατεξοχήν πολιτισμική και ιστορική θεωρία προσφέροντας ένα ευρύ πεδίο σχεδιασμού και εφαρμογής για τη σύνδεση της επιστήμης με τον πολιτισμό και την κοινωνία. Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα επιχειρεί να προσδιορίσει τις διαδικασίες επιστημονικής μεθόδου που λαμβάνουν χώρα κατά τη διεξαγωγή του εκπαιδευτικού προγράμματος «Το κυνήγι του χαμένου κεραυνού» στο Αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων καθώς και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μαθητών αλλά και μεταξύ της εμψυχώτριας και των εκπαιδευτικών. Μελετά ακόμα, το ρόλο της θεωρίας της Δραστηριότητας και των δομικών της στοιχείων στη λειτουργία του εξεταζόμενου συστήματος δραστηριότητας και τέλος, προσδιορίζει τις αντιφάσεις που εκδηλώθηκαν κατά το σχεδιασμό και την υλοποίηση του εκπαιδευτικού προγράμματος στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων μέσα από την ανάλυση τόσο του εξεταζόμενου συστήματος δραστηριότητας όσο και των γειτονικών του συστημάτων. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα υλοποιήθηκε σε 8 τάξεις μαθητών 6 – 8 ετών σε χρονικό διάστημα 2 μηνών (20/10/2017 – 22/12/2017). Για την επεξεργασία και την ανάλυση των δεδομένων αξιοποιήθηκε το λογισμικό ποιοτικής ανάλυσης NVivo9. Τα συνολικά δεδομένα της έρευνας αποτέλεσαν 12,7 ώρες βίντεοσκοπημένων εφαρμογών οι οποίες διατμήθηκαν σε 61 επιμέρους επεισόδια για αποτελεσματικότερη διαχείριση καθώς και 136 σχέδια/κείμενα μαθητών τα οποία παρήγαγαν τα παιδιά κατά τη διάρκεια της ερευνητικής διαδικασίας. Τα δεδομένα κάθε αποσπάσματος εμπλουτίστηκαν από τις συμπληρωματικές σημειώσεις πεδίου τις οποίες κατέγραψε η ερευνήτρια – εμψυχώτρια ως αποτέλεσμα παρατήρησης όπως επίσης και από στιγμιότυπα των δράσεων του εκπαιδευτικού προγράμματος που αποτυπώθηκαν σε μορφή φωτογραφιών. Τα δεδομένα αναλύθηκαν σε τρία επίπεδα, ως προς τις διαδικασίες επιστημονικής μεθόδου που εμφανίζονται, τις αλληλεπιδράσεις που λαμβάνουν χώρα και τα δομικά στοιχεία του εκτεταμένου τριγώνου της θεωρίας της Δραστηριότητας. Η πολυεπίπεδη ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε εντός του περιβάλλοντος του NVivo 9 με τη διαδικασία της κωδικοποίησης. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προκύπτει ότι το Αρχαιολογικό μουσείο Ιωαννίνων, παρά τους περιορισμούς που συνεπάγεται, λειτούργησε ως εύφορο πεδίο σχεδιασμού και εφαρμογής εκπαιδευτικού προγράμματος Φυσικών Επιστημών. Σε μια εναλλακτική κοινότητα μάθησης, αυτή του μουσείου, οι μαθητές καλλιέργησαν διαδικασίες επιστημονικής μεθόδου, αλληλεπιδρώντας με τα εκθέματα του μουσείου αλλά και τους συμμαθητές τους, όπως και με την εμψυχώτρια και τους εκπαιδευτικούς τους, συμμετέχοντας ενεργά στις δράσεις του εκπαιδευτικού προγράμματος. Η πολιτισμική και ιστορική θεωρία της Δραστηριότητας παρέχει ένα εννοιολογικό πρίσμα μέσω του οποίου αναλύθηκαν οι αλληλεπιδράσεις του συστήματος κατά τη διεξαγωγή του εκπαιδευτικού προγράμματος στο μουσείο. Επιπλέον, η ανάλυση του εξεταζόμενου συστήματος υπό το πρίσμα της θεωρίας της Δραστηριότητας, συνέβαλε στον προσδιορισμό και την ανάλυση των αντιφάσεων μεταξύ αυτού και των γειτονικών του συστημάτων παρέχοντας δυνατότητες επέκτασης και εξέλιξής του. Όλα τα προηγούμενα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Αρχαιολογικό Μουσείο ως εν γένει χώρος κοινωνικο-πολιτισμικών και ιστορικών πτυχών της εξέλιξης της ανθρώπινης δραστηριότητας καθίσταται υπό το πρίσμα της θεωρίας της Δραστηριότητας ιδανικό σημείο συνάντησης των μαθητών με το κοινωνικο-πολιτισμικό τους πλαίσιο.Το προϊόν της έρευνας αποτέλεσε η ανάπτυξη ενός πλαισίου σχεδιασμού εκπαιδευτικών προγραμμάτων Φυσικών Επιστημών (SciEPIGI). Ειδικότερα, ενσωματώνει τις αρχές της θεωρίας της Δραστηριότητας και προτείνει τη διεξαγωγή των εκπαιδευτικών προγράμματων σε μη τυπικά ιδρύματα γενικού ενδιαφέροντος. Το πλαίσιο σχεδιασμού μπορεί να αξιοποιηθεί τόσο από προσωπικό μουσείων όσο και από εκπαιδευτικούς που επιθυμούν να σχεδιάσουν το δικό τους εκπαιδευτικό πρόγραμμα Φυσικών Επιστημών προσαρμοσμένο στις ανάγκες των μαθητών τους καθώς και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ιδρύματος γενικού ενδιαφέροντος στο οποίο θα εφαρμοστεί.