scholarly journals Η διαχείριση της ανιχνευσιμότητας στις υποβρύχιες οπτικές δειγματοληψίες

2017 ◽  
Author(s):  
Ιωάννης Ίσσαρης

Η κατανομή και η αφθονία των θαλάσσιων οργανισμών αποτελούν κύριο θέμα μελέτης της θαλάσσιας οικολογίας. Για τα προστατευόμενα είδη και τα είδη των οποίων το ενδιαίτημα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο σε καταστρεπτικές δειγματοληπτικές μεθόδους, ο ενδεδειγμένος τρόπος δειγματοληψίας που στοχεύει στην εκτίμηση της αφθονίας ή του εύρους εξάπλωσής τους προβλέπει την αποκλειστική χρήση οπτικών, μη καταστρεπτικών μεθόδων. Ωστόσο, η εφαρμογή οπτικών μεθόδων δειγματοληψίας για τη μελέτη θαλάσσιων μεγαβενθικών οργανισμών παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες και δυσκολίες που οφείλονται στη φύση του υποβρύχιου περιβάλλοντος και στη φυσιολογία του δύτη-ερευνητή που πραγματοποιεί την υποβρύχια δειγματοληψία, δημιουργώντας προϋποθέσεις για σφάλματα και αυξάνοντας την πιθανότητα μη έγκυρων εκτιμήσεων. Μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους που είναι δυνατόν να οδηγήσει σε σημαντικά σφάλματα εάν δεν ληφθεί υπόψη κατά την ανάλυση των δεδομένων των οπτικών δειγματοληψιών είναι η ανιχνευσιμότητα του είδους-στόχου, που αφορά στο μη πλήρη εντοπισμό όλων των ατόμων του είδους στην εκάστοτε επιφάνεια διερεύνησης. Στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση και η ανάδειξη του προβλήματος της ατελούς ανίχνευσης στις υποβρύχιες οπτικές μεθόδους δειγματοληψίας και η προσαρμογή μεθοδολογικών προσεγγίσεων που συνεκτιμούν την ανιχνευσιμότητα για τη βέλτιστη εφαρμογή τους στο υποβρύχιο περιβάλλον. Οι μέθοδοι εκτίμησης αφθονίας ή/και πληθυσμιακής πυκνότητας μέσω οπτικών δειγματοληψιών που είναι πρακτικά δυνατό να εφαρμοστούν στο υποβρύχιο περιβάλλον είναι οι εξής: α) η Δειγματοληψία Πλήρους Καταμέτρησης (ΔΠΚ) σε δειγματοληπτικές επιφάνειες, β) η Δειγματοληψία Αποστάσεων (ΔΑ), γ) η μέθοδος σύλληψης-επανασύλληψης κατά Lincoln-Petersen ή δειγματοληψία Διπλής Καταμέτρησης (ΔΚ) και δ) η Δειγματοληψία Διπλής Καταμέτρησης Αποστάσεων (ΔΔΚΑ). Για τη συγκριτική εξέτασή των παραδοχών τους ως προς την ανιχνευσιμότητα και της αποτελεσματικότητάς τους ως προς την αμεροληψία και την πιστότητα των εκτιμήσεών τους, έγινε ταυτόχρονη εφαρμογή των παραπάνω μεθόδων σε 4 ανεξάρτητες μελέτες εκτίμησης μεγέθους πληθυσμού διαφορετικών μεγαβενθικών οργανισμών: του Σπόγγου Aplysina aerophoba στον όρμο της Παλαιάς Επιδαύρου στο Σαρωνικό κόλπο, του Δίθυρου Pinna nobilis στο Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Ζακύνθου, του Κεφαλόποδου Octopus vulgaris στον κόλπο του Κόρφου στον Σαρωνικό κόλπο και των Ακτινοπτερύγιων Hippocampus hippocampus και Η. guttulatus στον όρμο Λιβαδόστρας στον Κορινθιακό κόλπο. Οι εν λόγω μελέτες επιλέχθηκαν ώστε να εξεταστούν διαφορετικές περιπτώσεις και συνθήκες που είναι πιθανόν να επηρεάζουν την ανιχνευσιμότητα των οργανισμών που μελετώνται, όπως η πολυπλοκότητα του βιότοπου, η ικανότητα απόκρυψης του οργανισμού στόχου, η υποβρύχια ορατότητα, κ.λπ. Σε όλες αυτές τις μελέτες συγκεντρώθηκαν κοινά δεδομένα που αναλύθηκαν με την προτεινόμενη αναλυτική προσέγγιση της κάθε μεθόδου. Συγκεκριμένα, η ΔΔΚΑ εφαρμόστηκε στο για πρώτη φορά στα πλαίσια της παρούσας διδακτορικής διατριβής στο υποβρύχιο περιβάλλον, προτείνοντας κατάλληλα προσαρμοσμένο πρωτόκολλο διαδικασιών υποβρύχιας οπτικής δειγματοληψίας. Στη συνέχεια έγινε σύγκριση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν σε κάθε μελέτη μέσω κατάλληλης επαναδειγματοληψίας με χρήση μη παραμετρικού bootstrap και αξιολογήθηκαν οι διαφορές που προέκυψαν από τη χρήση των διαφορετικών μεθόδων εκτίμησης σε σχέση με τις συνθήκες της δειγματοληψίας, των ιδιαιτεροτήτων των συγκεκριμένων οργανισμών και της περιοχής μελέτης. Επιπλέον, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία των παραπάνω εμπειρικών μελετών, κατασκευάστηκαν τρεις διαφορετικές περιπτώσεις στοχαστικής αριθμητικής προσομοίωσης υποβρύχιων οπτικών δειγματοληψιών με πολλαπλά σενάρια ανιχνευσιμότητας, κατά τα οποία εξετάστηκε η αποτελεσματικότητα όλων των μεθόδων στην εκτίμηση της αφθονίας και της πληθυσμιακής πυκνότητας του κατά περίπτωση μελέτης εικονικού είδους-στόχου. Τα αποτελέσματα των συγκρίσεων αυτών κατέδειξαν σημαντικές διαφορές στις εκτιμήσεις που προκύπτουν από τη χρήση διαφορετικών μεθόδων στις διαφορετικές περιπτώσεις μελετών και συνθηκών δειγματοληψίας, ιδιαίτερα στις μελέτες εκείνες όπου η ανιχνευσιμότητα είναι χαμηλή.Επιπλέον, στα πλαίσια της αξιολόγησης του ρόλου της ανιχνευσιμότητας στην εκτίμηση του εύρους εξάπλωσης των θαλάσσιων μεγαβενθικών οργανισμών, επιχειρήθηκε η πρώτη υποβρύχια εφαρμογή μεθόδου που λαμβάνει υπόψη την ανιχνευσιμότητα του είδους αυτού και τη συνεκτιμά, μέσα από την πραγματοποίηση επαναληπτικών δειγματοληψιών για τη συλλογή δεδομένων απουσίας/παρουσίας. Για την εφαρμογή της μεθόδου αυτής με ελεύθερη και αυτόνομη κατάδυση, δημιουργήθηκε κατάλληλο πρωτόκολλο πεδίου και δοκιμάστηκε επιτυχώς για τον υπολογισμό της χωρικής κατανομής δύο μεγαβενθικών οργανισμών στο Σαρωνικό κόλπο: του αλλόχθονου Χλωροφύκους Codium fragile fragile και του θαλάσσιου Γαστερόποδου Stramonita haemastoma. Η πιθανότητα «ψευδούς απουσίας» του Stramonita haemastoma που βασίστηκε στα δεδομένα ενός παρατηρητή ήταν ιδιαίτερα υψηλή σε όλες τις περιπτώσεις των ανεξάρτητων παρατηρητών (μεταξύ 0,1 και 0,3), αρκετά χαμηλή σε οποιαδήποτε περίπτωση συνδυασμού 3 παρατηρητών (μικρότερη από 0,025) και πρακτικά μηδενίστηκε στην περίπτωση ταυτόχρονης χρήσης των δεδομένων των πέντε παρατηρητών. Επίσης, η απλή αξιοποίηση δεδομένων παρουσίας/απουσίας ενός οποιοδήποτε παρατηρητή οδήγησε σε υποεκτίμηση της πιθανότητας παρουσίας του Stramonita haemastoma σε κάθε περίπτωση παρατηρητή. Στην περίπτωση του αλλόχθονου Codium fragile fragile, η μοντελοποίηση της πιθανότητας παρουσίας του με χωρικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους κατέδειξε την αρνητική συσχέτισή της με την απόσταση από το λιμάνι του Πειραιά και την επιβεβαίωση της υπόθεσης της εισαγωγής του είδους στο Σαρωνικό κόλπο με την μεταφορά από εμπορικά πλοία. Τέλος, στο πλαίσιο των αναγκών της βιολογικής παρακολούθησης προστατευόμενων ειδών και λαμβάνοντας υπόψη τους οικονομικούς περιορισμούς που συχνά χαρακτηρίζουν τις οικολογικές μελέτες στο θαλάσσιο περιβάλλον, δημιουργήθηκε ένα μεθοδολογικό εργαλείο που καθοδηγεί στην επιλογή της –κατά περίπτωση– πλέον οικονομικότερης μεθόδου οπτικής δειγματοληψίας και ανάλυσης δεδομένων για την αμερόληπτη εκτίμηση των παραμέτρων κατάστασης των μεγαβενθικών οργανισμών ενδιαφέροντος. Η εν λόγω μεθοδολογική προσέγγιση στηρίζεται σε μια διαδικασία πολυκριτηριακής ανάλυσης που λαμβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά του είδους στόχου στην περιοχή μελέτης, τη συμπεριφορά του αλλά και τις περιβαλλοντικές συνθήκες που είναι πιθανόν να επηρεάσουν τη δειγματοληψία. Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη είναι τα εξής: Α) η πληθυσμιακή πυκνότητα του οργανισμού στόχου, Β) η δομική πολυπλοκότητα του βιότοπου του οργανισμού στην περιοχή μελέτης, Γ) η ικανότητα παραλλαγής του οργανισμού στο φυσικό περιβάλλον και Δ) οι περιβαλλοντικές συνθήκες και άλλες παράμετροι που επηρεάζουν την έκβαση της δειγματοληψίας. Κάθε ένα από τα κριτήρια αυτά σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την ανιχνευσιμότητα των οργανισμών στόχων στις δειγματοληπτικές επιφάνειες και επηρεάζουν με αυτό τον τρόπο την επιλογή της πλέον κατάλληλης –κατά περίπτωση– μεθόδου εκτίμησης αφθονίας. Για τη βαθμονόμηση των κριτηρίων αυτών αξιοποιήθηκαν τα σχετικά δεδομένα των μελετών που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διδακτορικής διατριβής και βάσει αυτών προτάθηκε τρόπος υπολογισμού κατάλληλου δείκτη, οι τιμές του οποίου αντιστοιχίστηκαν σε πρόταση επιλογής συγκεκριμένης μεθόδου εκτίμησης της αφθονίας ή/και της πληθυσμιακής πυκνότητας.

2015 ◽  
Vol 8 (1) ◽  
pp. 27
Author(s):  
In-Yeong Kwon ◽  
Sun-Ju Moon ◽  
Hyo-Yeong Lee ◽  
De-Hyuk Park ◽  
Jun-Beom Seo ◽  
...  

Author(s):  
Cynthia D. Trowbridge

The stenophagous ascoglossan (=sacoglossan) opisthobranch Elysia viridis has long been a model organism for the study of endosymbiosis or kleptoplasty as well as one of the few herbivores to consume the introduced green macroalga Codium fragile on European shores. Larval and post-larval dynamics of the ascoglossan were investigated. Planktotrophic larvae of E. viridis grew at 5–10 μm d−1 (shell length) at 15°C on a unicellular algal diet (the cryptophyte Rhodomonas baltica); larvae became competent one month post-hatching. Effective feeding and chloroplast acquisition typically started within 2–3 d of metamorphosis. Slugs grew about 8 mm in the first month of post-larval life. During this period, juveniles held in the light did not grow faster or survive better than conspecifics held in the dark; thus, functional kleptoplasty did not occur during first three weeks of benthic life. While larval growth rates and the nature of metamorphic cues are consistent with those of many other opisthobranch species with planktotrophic larvae, measures of post-larval growth—particularly as it pertains to kleptoplasty—is a new contribution to opisthobranch biology.


Biomarkers ◽  
2021 ◽  
pp. 1-12
Author(s):  
İbrahim Ender Künili ◽  
Selin Ertürk Gürkan ◽  
Ata Aksu ◽  
Emre Turgay ◽  
Fikret Çakir ◽  
...  

2021 ◽  
Vol 64 (1) ◽  
pp. 13-18
Author(s):  
Ira Gray ◽  
Lindsay A. Green-Gavrielidis ◽  
Carol Thornber

Abstract Caffeine is present in coastal environments worldwide and there is a need to assess its impact on marine organisms. Here, we exposed two species of ecologically important marine macroalgae (Chondrus crispus and Codium fragile subsp. fragile) to a suite of caffeine concentrations and measured their response. Caffeine concentrations of 10–100 ng L−1 had no significant effect on the growth rate or photosynthetic efficiency of either algae. Extremely high concentrations (100–200 mg L−1), which may occur acutely, produced sublethal effects for both species and mortality in C. fragile subsp. fragile. Our results highlight the need to understand how caffeine impacts marine species.


2021 ◽  
Vol 9 (3) ◽  
pp. 308 ◽  
Author(s):  
Fabio Crocetta ◽  
Maria Shokouros-Oskarsson ◽  
Nikolaos Doumpas ◽  
Ioannis Giovos ◽  
Stefanos Kalogirou ◽  
...  

Biological invasions constitute a major threat to native ecosystems and to global biodiversity [...]


Author(s):  
Andrea Petetta ◽  
Massimo Virgili ◽  
Stefano Guicciardi ◽  
Alessandro Lucchetti

AbstractStock overexploitation, bycatch, discards and gear impacts on the environment are outstanding issues for Mediterranean fisheries. The adoption of alternative fishing gears is an appealing solution to ensure a more sustainable exploitation of resources. We discuss the pros and cons of pots as alternative gears by reviewing their main designs, spatial distribution and target species in the Mediterranean basin. We assessed the technical factors affecting the catch efficiency of the different pot designs for four target species: spiny lobster, Palinurus elephas; Norway lobster, Nephrops norvegicus; common octopus, Octopus vulgaris and pandalid shrimps, Plesionika spp. We found that pot volume is important to catch Octopus; mesh size to catch Nephrops and Plesionika; entrance surface to catch Octopus, Nephrops and Plesionika; pot shape/colour and entrance shape/position to catch Octopus and Plesionika; and bait type to catch Octopus and Nephrops. The literature review shows that pot fisheries have several considerable advantages over conventional gears, especially in terms of discards, bycatch, seabed impacts (particularly compared with bottom trawls and passive set nets), size and species selectivity, gear depredation, catch quality and gear cost, besides saving time and labour. Disadvantages hampering their wider diffusion include ghost fishing, a low catch of finfish species, the narrow range of species targeted by each pot design and the current early stage of research. These data make a clear case for using pots as alternative gears to traditional ones in the Mediterranean Sea in some areas and seasons to catch certain target species.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document