Διερεύνηση της μητρικής πρόσληψης θρεπτικών συστατικών και συσχέτιση της με τους μεταβολίτες του αμνιακού υγρού
Σκοπός: Η παρούσα μελέτη παρατήρησης, δεδομένης χρονικής στιγμής, είχε ως σκοπό την ανάπτυξη και τον έλεγχο εγκυρότητας ενός ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων (FFQ) για τη διερεύνηση της μητρικής πρόσληψης θρεπτικών συστατικών και τη συσχέτισή της με τους μεταβολίτες του αμνιακού υγρού (ΑΥ). Μέθοδος: Για τον έλεγχο εγκυρότητας του FFQ, τα αποτελέσματα του προτεινόμενου ερωτηματολογίου συγκρίθηκαν με τον μέσο όρο δύο, μη διαδοχικών, εικοσιτετραώρων ανάκλησης (μέθοδος αναφοράς). Για τη συσχέτιση της μητρικής διατροφικής πρόσληψης με τη σύσταση του ΑΥ, καταγράφηκαν διατροφικά δεδομένα εγκύων οι οποίες επρόκειτο να υποβληθούν σε αμνιοπαρακέντηση για προγεννητικό έλεγχο, χρησιμοποιώντας το έγκυρο FFQ και κατόπιν προσωπικής συνέντευξης. Μετά το πέρας της προγραμματισμένης προγεννητικής ανάλυσης, καταψύχονταν 2-3 ml ΑΥ (-80oC). Η μητρική διατροφική πρόσληψη εκφράστηκε ως πηλίκο πρωτεΐνης / υδατάνθρακα και λίπος (p/np) και το ΑΥ αναλύθηκε με τη μέθοδο του πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού (NMR). Η κατηγοριοποίηση των γυναικών πραγματοποιήθηκε σε ποσοστημόρια (δεκατημόρια, τεταρτημόρια, τρεις κλάσεις ίσου περιεχομένου), και σε κάθε περίπτωση συγκρίθηκαν οι ακραίες ομάδες. Εφαρμόστηκε διακριτή ανάλυση με ορθογώνια περιστροφή (Οrthogonal Projections to Latent Structures Discriminant Analysis), με στόχο την ταυτοποίηση μεταβολιτών. Αποτελέσματα: Στον έλεγχο εγκυρότητας του FFQ συμμετείχαν 179 υγιείς έγκυες, με μονήρη κύηση. Αν και οι μέσες τιμές πρόσληψης για τη πλειοψηφία των θρεπτικών συστατικών και την ενέργεια, έτειναν να υπερεκτιμούνται από το FFQ σε σύγκριση με τη μέθοδο αναφοράς, η παράμετρος d του Cohen ήταν μικρότερη του 0,3 στην πλειοψηφία τους. Τα όρια συμφωνίας μεταξύ των δύο μεθόδων, σύμφωνα με τη μέθοδο Bland-Altman, ήταν αποδεκτά. Οι στατιστικά σημαντικές θετικές συσχετίσεις κυμαίνονταν από 0,35 έως 0,77. Το ποσοστό των γυναικών που ταξινομήθηκε ορθά ήταν από 73,2 έως 92,2%, ενώ η εσφαλμένη ταξινόμηση ήταν χαμηλή σε όλες τις περιπτώσεις. Ο συντελεστής k του Cohen κυμαινόταν μεταξύ 0,31 έως 0,78 και ο ICC μεταξύ 0,49 έως 0,89. Για τη συσχέτιση της μητρικής διατροφικής πρόσληψης με τη σύσταση του ΑΥ, ελέγχθηκαν 78 υγιείς έγκυες, με μονήρη κύηση, μεταξύ της 18ης-26ης εβδομάδας κύησης. Όπως φάνηκε από τον οπτικό διακριτό διαχωρισμό των διαγραμμάτων σκέδασης των ακραίων ομάδων, η μητρική διατροφική πρόσληψη επηρεάζει τη σύσταση του ΑΥ. Το ΑΥ των γυναικών οι οποίες ανήκαν στα ακραία ανώτερα ποσοστημόρια, χαρακτηρίζονταν από αυξημένα επίπεδα γλυκόζης, φαινυλαλανίνης, ιστιδίνης, βαλίνης και αλανίνης ενώ το ΑΥ εκείνων στα ακραία χαμηλότερα ποσοστημόρια, από αυξημένα επίπεδα γαλακτικού οξέος και χολίνης. Η επίδραση της μητρικής διατροφικής πρόσληψης στη σύσταση του ΑΥ ήταν πιο διακριτή, όσο η σύγκριση γινόταν μεταξύ ομάδων που είχαν τη μεγαλύτερη διαφορά πηλίκου πρωτεΐνης / υδατάνθρακα και λίπος (p/np). Συμπεράσματα: Το FFQ του οποίου ελέγχθηκε η εγκυρότητα, μπορεί να αποτυπώσει σε ικανοποιητικό βαθμό τη μητρική διατροφική πρόσληψη, κατά το δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, σε επίπεδο ενέργειας και θρεπτικών συστατικών. Η μητρική διατροφική πρόσληψη επηρεάζει το μεταβολικό προφίλ του ΑΥ, κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης. Τα αποτελέσματα αναδεικνύουν την αναγκαιότητα εύρεσης της ιδανικής αναλογίας μακροθρεπτικών και μικροθρεπτικών συστατικών της μητρικής διατροφικής πρόσληψης.