scholarly journals Situational factors influencing social anxiety in treatment-seeking adults who stutter: An exploratory factor analysis

2021 ◽  
Author(s):  
Tomosumi Haitani ◽  
Naomi Sakai ◽  
Koichi Mori ◽  
Tomohito Houjou

Purpose: Adults who stutter (AWS) often show high levels of social anxiety. Stuttering is a speech disorder, making the latent factors influencing social anxiety potentially different from those in individuals with a social anxiety disorder (SAD) or general populations. This study aims to examine the situational factors influencing social anxiety in AWS.Methods: We analyzed data of 351 AWS using the fear/anxiety scale in the Japanese self-report version of the Liebowitz Social Anxiety Scale (LSAS). We conducted exploratory factor analysis and investigated subscale scores.Results: We extracted five factors: (i) eating, drinking, and party, (ii) telephone, (iii) observation or non-speech, (iv) interaction with strangers, and (v) public speaking. The factor for telephone was newly extracted, and anxiety in telephone situations was poorly explained by the total score of fear/anxiety of the LSAS. On the other hand, the other four factors are similar to those previously extracted in individuals with SAD and general populations, and more than 60% of the variance of the subscale constructs was explained by the total score. Preliminary comparisons revealed that AWS had saliently higher anxiety in telephone situations and lower anxiety in observation or non-speech situations than individuals with anxiety disorders and Japanese university students.Conclusions: The factor for telephone was uniquely extracted in AWS, and the severity of anxiety in telephone situations was not explained well by the overall severity of social anxiety as a whole. Telephone situations have specific impacts on social anxiety in AWS.

2021 ◽  
Author(s):  
Tomosumi Haitani ◽  
Naomi Sakai ◽  
Koichi Mori ◽  
Tomohito Houjou

Purpose: Adults who stutter (AWS) often experience social anxiety. Social anxiety is explained by several situational factors, one of which is a factor for telephone, which is unique to AWS. This unique social anxiety, which has not been observed in individuals with social anxiety disorder (SAD), may lead to heterogeneity or distinct subtypes of AWS. The present study aimed to investigate the heterogeneity of social anxiety in AWS in terms of feared social situations.Methods: Social anxiety was measured using the fear/anxiety scale of the Liebowitz Social Anxiety Scale (LSAS). The scores of the five subscales in the LSAS in 562 AWS were analyzed using latent profile analysis. First, the number of latent classes (subtypes) was determined through statistical criteria and interpretability. Next, the profiles of social anxiety, demographic data, communication attitudes, and the overall severity of social anxiety of the subtypes were investigated.Results: Five latent class solutions led to good classifications. About one-quarter of AWS (156) were included in a subtype with sub-clinical levels of overall severity of social anxiety but severe social anxiety in telephone situations. Among them, 100 AWS showed severe social anxiety only in telephone situations. Psychosocial factors, including employment status and communication attitude, were related to extracted subtypes.Conclusions: Some AWS have severe social anxiety specific to telephone situations, which is not proportional to the overall severity of social anxiety. The telephone-specific subtype of social anxiety has not been empirically extracted in principal diagnosis of SAD and can be unique in AWS.


2002 ◽  
Vol 59 (1) ◽  
pp. 149-161 ◽  
Author(s):  
Jonathan Oakman ◽  
Michael Van Ameringen ◽  
Catherine Mancini ◽  
Peter Farvolden

2015 ◽  
Author(s):  
Μαρία Σμυρνάκη

Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση οικογενειακών και σχολικών παραγόντων που σχετίζονται με τα προβλήματα συμπεριφοράς μαθητών δημοτικού σχολείου και των πρακτικών διαχείρισής τους στο πλαίσιο της οικογένειας και του σχολείου στην ημιαστική περιοχή του Γαζίου, του Νομού Ηρακλείου Κρήτης. Ειδικότερα, επρόκειτο για μια μελέτη περίπτωσης που βασίστηκε στη συλλογή εμπειρικών και ποιοτικών δεδομένων. Στο εμπειρικό της μέρος, πραγματοποιήθηκε συγκριτική έρευνα ανάμεσα σε 55 μαθητές με προβλήματα συμπεριφοράς (ερευνητική ομάδα) και σε 55 μαθητές χωρίς προβλήματα συμπεριφοράς (ομάδα ελέγχου), που ανήκαν στις τρεις τελευταίες τάξεις του δημοτικού σχολείου, με τη χορήγηση 7 συνολικά ερωτηματολογίων: 1) Ερωτηματολόγιο TRF για Εκπαιδευτικούς (32 Ερωτήσεις) Παιδιών Ηλικίας 6-18 ετών (Achenbach & Rescorla, 2003), 2) Εργαλείο Ψυχοκοινωνικής Προσαρμογής: Κλίμακα Αυτοαναφοράς για Μαθητές 10-12 ετών (Χατζηχρήστου, Πολυχρόνη, Μπεζεβέγκης, & Μυλωνάς, 2008), 3) Εργαλείο Ψυχοκοινωνικής Προσαρμογής: Κλίμακα Εκπαιδευτικού για Παιδιά 7-12 ετών (Χατζηχρήστου, Πολυχρόνη, Μπεζεβέγκης, & Μυλωνάς, 2008), 4) PARQ/Parental Acceptance-Rejection/Short Form (Rohner, 2004), 5) TARQ/Teacher’s Acceptance-Rejection/Short Form (Rohner, 2004), 6) SFI/Self Report Family Inventory, Version II (Beavers & Hampson, 1990) και 7) Το Ερωτηματολόγιο της Τάξης μου για το Δημοτικό Σχολείο (ΤΕΤ/Βούλγαρης & Ματσαγγούρας, 2004). Το ποιοτικό μέρος περιελάμβανε τη μελέτη 12 συνολικά περιπτώσεων μαθητών με προβλήματα συμπεριφοράς και τη διεξαγωγή ημιδομημένων συνεντεύξεων στους ίδιους τους μαθητές, στους γονείς και στους δασκάλους τους (36 συνολικά συνεντεύξεις), όπου κατά κύριο λόγο διερευνήθηκαν: οι πρακτικές διαχείρισης που υιοθετούνται από τους γονείς και τους δασκάλους απέναντι στα προβλήματα συμπεριφοράς των μαθητών, ο τρόπος που αυτές βιώνονται από τους μαθητές, οι αντιδράσεις που τους προκαλούν και η αποτίμηση της αποτελεσματικότητάς τους κι από τις τρεις πλευρές. Η ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων της έρευνας, η οποία βασίστηκε στο Στατιστικό Πακέτο IBM SPSS Statistics Version 20, περιελάμβανε Διμεταβλητές Σχέσεις, Διερευνητική Παραγοντική Ανάλυση/Exploratory Factor Analysis (EFA), Επιβεβαιωτική Παραγοντική Ανάλυση /Confirmatory Factor Analysis (CFA) και Ανάλυση Διαδρομών/Path Analysis, όπου εξετάστηκε η προσαρμογή 9 διαφορετικών Μοντέλων Διαδρομών/Path Models. Οι συνεντεύξεις της ποιοτικής μελέτης αναλύθηκαν με τη μέθοδο της ανάλυσης περιεχομένου. Σύμφωνα με τα βασικότερα ευρήματα του εμπειρικού μέρους: 1) η αυτοαντίληψη του μαθητή διαδραματίζει τον πιο σημαντικό ρόλο στην πρόβλεψη των προβλημάτων συμπεριφοράς στο συγκεκριμένο πληθυσμό μαθητών, συγκρινόμενη τους άλλους παράγοντες ψυχοκοινωνικής του ανάπτυξης (κοινωνική, συναισθηματική και σχολική επάρκεια), 2) η εχθρότητα/επιθετικότητα του πατέρα και της μητέρας προβλέπουν σε σημαντικό βαθμό την παρουσία προβλημάτων συμπεριφοράς στον πληθυσμό αυτό, 3) η στάση αποδοχής/απόρριψης των δύο γονιών συνάδει μεταξύ τους, με τη στάση του πατέρα να επηρεάζει τη στάση της μητέρας στις ήπιες μορφές απόρριψης και τη στάση της μητέρας να επηρεάζει τη στάση του πατέρα στις πιο έντονες μορφές απόρριψης, ενώ η αντίστοιχη στάση του δασκάλου επηρεάζεται από τη στάση του πατέρα, 4) η ζεστασιά/στοργή της μητέρας διαδραματίζει τον πιο σημαντικό ρόλο στην πρόβλεψη των προβλημάτων συμπεριφοράς και της σχολικής επάρκειας των μαθητών αυτών, συγκρινόμενη με τις άλλες διαστάσεις μητρικής και πατρικής αποδοχής/απόρριψης, ενώ τόσο η συνοχή, όσο και η σύγκρουση της οικογένειας προβλέπουν με τον ίδιο τρόπο την υγιή/ικανή οικογενειακή λειτουργία και 5) η αδιαφοροποίητη απόρριψη του δασκάλου προβλέπει στο μεγαλύτερο βαθμό την παρουσία προβλημάτων συμπεριφοράς στο συγκεκριμένο πληθυσμό μελέτης συγκριτικά με τις άλλες διαστάσεις αποδοχής/απόρριψης του δασκάλου, ενώ τόσο η συνεκτικότητα, όσο και η διενεκτικότητα της τάξης προβλέπουν με τον ίδιο τρόπο την ικανοποίηση από τη λειτουργία της τάξης. Ακόμα, βάσει των κυριότερων δεδομένων του ποιοτικού μέρους της έρευνας: 1) υπερισχύουν οι αρνητικές γονικές και εκπαιδευτικές πρακτικές αντιμετώπισης της προβληματικής συμπεριφοράς των μαθητών (π.χ. ανέβασμα του τόνου της φωνής, τιμωρίες, φυσική/σωματική επιθετικότητα), σύμφωνα με τις αναφορές των ίδιων των μαθητών, 2) οι πρακτικές των γονιών κι ειδικά της μητέρας βιώνονται από τους μαθητές ως πιο σκληρές από εκείνες των δασκάλων τους και συνήθως συνδέονται με τη μη συμμόρφωσή τους, σε αντιδιαστολή με εκείνες του δασκάλου, στις οποίες οι μαθητές συμμορφώνονται, 3) οι αρνητικές γονικές πρακτικές προκαλούν συναισθήματα στενοχώριας, φόβου και θυμού στους μαθητές, 4) οι αποτελεσματικές γονικές και εκπαιδευτικές πρακτικές ομόφωνα συνδέονται, κατά την αντίληψη των τριών πλευρών, με θετικούς κυρίως τρόπους προσέγγισης των μαθητών (π.χ. συζήτηση, ενθάρρυνση, χιούμορ), ενώ οι αναποτελεσματικές πρακτικές με αποκλειστικά αρνητικούς τρόπους προσέγγισής τους (π.χ. ανέβασμα του τόνου της φωνής, τιμωρία, επίπληξη) και 5) οι μαθητές ζητούν από τους γονείς και τους δασκάλους τους να σταματήσουν τις αρνητικές πρακτικές και να αυξήσουν τις θετικές πρακτικές που εφαρμόζουν. Πρόκειται για δεδομένα που συμβάλλουν σημαντικά στη βαθύτερη κατανόηση του συγκεκριμένου πληθυσμού μελέτης, η οποία συνιστά αναγκαία προϋπόθεση και συνθήκη για το σχεδιασμό και την υλοποίηση εστιασμένων/αποτελεσματικών προληπτικών προγραμμάτων και παρεμβάσεων σχετικά με την προβληματική/αντικοινωνική (επιθετική και παραβατική) συμπεριφορά των προ-εφήβων μαθητών.


2021 ◽  
Vol 36 (6) ◽  
pp. 1251-1251
Author(s):  
Anthony J Longoria ◽  
Ben K Mokhtari ◽  
Tawny Meredith-Duliba ◽  
Mary A Hershberger ◽  
Patricia Champagne ◽  
...  

Abstract Objective Self-report scales are commonly used to evaluate non-specific symptoms following concussion. While several scales have been developed, few were created using a systematic process and most contain several ambiguous items that may be misinterpreted. To address this, a new theoretically-based, multidimensional measure was designed to assess Cognitive, Neuropsychiatric, and Somatic symptoms associated with concussion. This study used sophisticated psychometric techniques to develop the Texas Postconcussion Symptom Inventory (TPSI) and establish initial reliability and validity. Method Because concussion symptoms are non-specific, a pool of 76 potential items was developed and administered to a diverse clinical sample (N = 350) that included patients with concussion, epilepsy, and dementia. Polychoric correlations were utilized to remove items based on poor fit/multicollinearity and an exploratory factor analysis (EFA) with an Oblimin rotation was used to determine factor structure. Results A three-factor model best fit the data, and represented Cognitive, Neuropsychiatric, and Somatic domains as designed. Ten items were discarded, resulting in a total of 66 items. The model explained 48.5% of the total variance and contained adequate sampling (Kaiser-Meyer-Olkin measure =0.92) and sufficient item correlations (Bartlett’s Test of Sphericity, p < 0.05) for EFA. All three factor structures displayed high internal consistency (Cronbach’s α > 0.88). Conclusions The TPSI is a brief, multidimensional measure with evidence of strong internal consistency and reliability as well as distinct Cognitive, Neuropsychiatric, and Somatic symptoms associated with concussion. Future research will investigate its convergent and divergent validity in concussion as compared to existing popular symptom measures.


Author(s):  
Alexandre Heeren ◽  
Pierre Maurage ◽  
Mandy Rossignol ◽  
Morgane Vanhaelen ◽  
Virginie Peschard ◽  
...  

Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document