radiographic testing
Recently Published Documents


TOTAL DOCUMENTS

127
(FIVE YEARS 26)

H-INDEX

5
(FIVE YEARS 1)

2021 ◽  
Vol 11 (24) ◽  
pp. 12051
Author(s):  
Gang-soo Jin ◽  
Sang-jin Oh ◽  
Yeon-seung Lee ◽  
Sung-chul Shin

Metals created by melting basic metal and welding rods in welding operations are referred to as weld beads. The weld bead shape allows the observation of pores and defects such as cracks in the weld zone. Radiographic testing images are used to determine the quality of the weld zone. The extraction of only the weld bead to determine the generative pattern of the bead can help efficiently locate defects in the weld zone. However, manual extraction of the weld bead from weld images is not time and cost-effective. Efficient and rapid welding quality inspection can be conducted by automating weld bead extraction through deep learning. As a result, objectivity can be secured in the quality inspection and determination of the weld zone in the shipbuilding and offshore plant industry. This study presents a method for detecting the weld bead shape and location from the weld zone image using image preprocessing and deep learning models, and extracting the weld bead through image post-processing. In addition, to diversify the data and improve the deep learning performance, data augmentation was performed to artificially expand the image data. Contrast limited adaptive histogram equalization (CLAHE) is used as an image preprocessing method, and the bead is extracted using U-Net, a pixel-based deep learning model. Consequently, the mean intersection over union (mIoU) values are found to be 90.58% and 85.44% in the train and test experiments, respectively. Successful extraction of the bead from the radiographic testing image through post-processing is achieved.


2021 ◽  
Author(s):  
Αθανάσιος Κυργιαζόγλου

Η παρούσα διατριβή ανήκει στο γενικό επιστημονικό πεδίο των Μη Καταστροφικών Ελέγχων (ΜΚΕ) και συγκεκριμένα χρησιμοποιεί τη μέθοδο των δινορρευμάτων (Eddy Current Testing, ECT).Ως ΜΚΕ ορίζονται όλες εκείνες οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη διερεύνηση της αρτιότητας μιας κατασκευής χωρίς αυτή να καταστραφεί και να καταστεί μη ικανή για επαναχρησιμοποίηση. Η διαδικασία ελέγχου των υλικών με χρήση ΜΚΕ μεθόδων αποτελεί ένα συνεχώς αυξανόμενο πεδίο στην επιστημονική κοινότητα, λόγω της ικανότητας εξαγωγής αξιόπιστων πληροφοριών σε έγκαιρο χρόνο.Από τις πιο διαδεδομένες μεθόδους ΜΚΕ είναι η ραδιογραφία με ακτίνες – Χ και ακτίνες – γ (Radiographic Testing, RT), η μέθοδος υπερήχων (Ultrasound Testing, UT), η μέθοδος διεισδυτικών υγρών (Liquid Penetrant Testing, LPT), η μέθοδος μαγνητικών σωματιδίων (Magnetic Particle Testing, MT), ο οπτικός έλεγχος (Visual Inspection, VI), η μέθοδος δινορρευμάτων (Eddy Current Testing, ECT) κ.α. Η κάθε μέθοδος εξαρτάται από διαφορετικά φυσικά φαινόμενα και έχει συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής. Όλες αυτές οι μέθοδοι εφαρμόζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό στη βιομηχανία, όπως σε εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, σε πλατφόρμες και αγωγούς πετρελαίου και παραγώγων του, σε μεταλλικές κατασκευές και στην αεροναυπηγική. Η μέθοδος των δινορρευμάτων, την οποία πραγματεύεται η παρούσα διατριβή, ενέχει τα φυσικά φαινόμενα του ηλεκτρισμού και του μαγνητισμού. Δηλαδή, έχει πεδίο εφαρμογής σε όλα τα αγώγιμα υλικά τα οποία επηρεάζονται από το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Τέτοιου είδους υλικά απαντώνται σε μεγάλο κομμάτι της βιομηχανίας, από τις πιο απλές κατασκευές (π.χ. σκελετός μηχανής) μέχρι και σε απαιτητικές κατασκευές μεγάλης σημασίας (π.χ. μαχητικό αεροσκάφος τεχνολογίας stealth). Η παρούσα διατριβή καλείται να καλύψει το κενό που υπάρχει στη χρήση της μεθόδου των δινορρευμάτων σε σιδηρομαγνητικά υλικά, καθώς και να εξηγήσει τις δυνατότητες και τις διαφορές σε σχέση με τη διαδεδομένη εφαρμογή της σε μη σιδηρομαγνητικά υλικά. Τόσο με τις πειραματικές μετρήσεις όσο και με τα θεωρητικά αποτελέσματα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η μέθοδος αποτελεί ένα πραγματικά χρήσιμο εργαλείο στην εύρεση αστοχιών και σφαλμάτων στις μεταλλικές κατασκευές που χρησιμοποιούν κάποιο σιδηρομαγνητικό υλικό. Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας παρατίθενται ορισμένα γενικά στοιχεία της μεθόδου καθώς και πληροφορίες για έννοιες οι οποίες συνδέονται άρρηκτα με τη μέθοδο των δινορρευμάτων. Ιδίως, λόγω της χρήσης σιδηρομαγνητικών υλικών, κρίνεται απαραίτητη η παράθεση ορισμένων γενικών πληροφοριών και θεμελιωδών μεγεθών για αυτή την κατηγορία υλικών. Στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας γίνεται αναφορά στις ηλεκτρομαγνητικές μεθόδους ΜΚΕ που χρησιμοποιούνται τόσο για τον έλεγχο των μη σιδηρομαγνητικών υλικών όσο και για τον έλεγχο σε σιδηρομαγνητικά υλικά. Σε αυτό το κεφάλαιο γίνεται κατανοητή η δυσκολία της εφαρμογής των δινορρευμάτων σε τέτοιου είδους υλικά, καθώς οι περισσότερες ηλεκτρομαγνητικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη μελέτη αυτών των υλικών, δεν εμπεριέχουν τη μέθοδο με δινορρεύματα, λόγω των δυσκολιών εφαρμογής της, αλλά επικεντρώνονται σε άλλα φαινόμενα του ηλεκτρομαγνητισμού.Περνώντας στο τρίτο κεφάλαιο, εισάγονται οι μαθηματικές εξισώσεις του υπολογισμού της σύνθετης αντίστασης, που αποτελεί και την κρίσιμη πληροφορία στη μέθοδο των δινορρευμάτων, για τις περιπτώσεις των δοκιμίων πλάκας και αυλού. Επιπλέον, σε αυτό το κεφάλαιο παρουσιάζεται μια αναλυτική προσεγγιστική λύση για την εύρεση ασυνέχειας στην επιφάνεια ενός αγώγιμου μέσου.Στο τέταρτο κεφάλαιο, γίνεται αναφορά της πειραματικής πορείας που έλαβε χώρα για την εξαγωγή των αποτελεσμάτων της παρούσας διατριβής. Η πειραματική πορεία αποτελείται από δυο ξεχωριστά πειράματα, επομένως περιγράφονται αναλυτικά τόσο η διάταξη για τη μέτρηση του βρόχου υστέρησης όσο και για την εφαρμογή της μεθόδου των δινορρευμάτων σε σιδηρομαγνητικό αυλό. Σε αυτό το κεφάλαιο περιγράφεται και η κατασκευή όλων των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν στην πειραματική διαδικασία, από τα δοκίμια του σιδηρομαγνητικού αυλού μέχρι τα πηνία μαγνήτισης και ελέγχου. Γίνεται εκτενής αναφορά στη διαδικασία κατασκευής και πιστοποίησης της αρτιότητάς τους. Στο πέμπτο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η μελέτη που πραγματοποιήθηκε με λογισμικόπεπερασμένων στοιχείων ώστε να βρεθεί η κατάλληλη οδός τόσο για τη σωστή διεξαγωγή τηςπροσομοίωσης της μεθόδου όσο και για την επιλογή των κατάλληλων παραμέτρων του ελέγχου.Με την επίτευξη της προσομοίωσης του μη γραμμικού προβλήματος της μεθόδου τωνδινορρευμάτων σε σιδηρομαγνητικά υλικά, γίνεται κατανοητή η συμπεριφορά αυτών τωνυλικών στην παρουσία μαγνητικού πεδίου και η επίδραση των φυσικών ιδιοτήτων τους στησύνθετη αντίσταση του πηνίου ελέγχου.Ακολουθεί το έκτο κεφάλαιο στο οποίο παρουσιάζονται αναλυτικά τα αποτελέσματα των πειραματικών μετρήσεων, καθώς και η σύγκριση αυτών με τα αποτελέσματα της προσομοίωσης. Εκτός από την απλή τους παρουσίαση, γίνεται μια εκτενής ανάλυση αυτών, όπως και αποσαφήνιση ορισμένων προβληματισμών και ερωτημάτων που δημιουργούνται. Έτσι, παρουσιάζονται οι τεχνικές με τις οποίες μπορεί να γίνει ο χαρακτηρισμός μιας ασυνέχειας και να προσδιοριστεί το βάθος της. Επιπρόσθετα, με τη σύγκριση των πειραματικών αποτελεσμάτων με αυτά της προσομοίωσης εξάγονται πολύ σημαντικές πληροφορίες για τη συμπεριφορά της μεθόδου στα σιδηρομαγνητικά υλικά, καθώς και η δυνατότητα θεωρητικής μελέτης της μεθόδου με τη χρήση διαφορετικών παραμέτρων. Η δημιουργία ενός υβριδικού κώδικα που συνδυάζει τα αναλυτικά μοντέλα με την προσομοίωση πεπερασμένων στοιχείων, παρουσιάζεται στο έβδομο κεφάλαιο όπου και γίνεται παράθεση της λειτουργικότητας αυτής της υβριδικής λύσης για την εύρεση ασυνεχειών σε αγώγιμο μέσο. Επιπλέον, γίνεται μια σύγκριση των αποτελεσμάτων του υβριδικού κώδικα με τη καθ’ αυτού προσομοίωση με πεπερασμένα στοιχεία ενός προβλήματος αγώγιμης πλάκας και ρωγμής, όπου φαίνεται η χρησιμότητα και η λειτουργικότητα του υβριδικού κώδικα, ειδικά όσον αφορά το χρόνο επίλυσης. Στο όγδοο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας, αναγράφονται τα κύρια συμπεράσματα και οι παρατηρήσεις που απορρέουν από αυτή την ερευνητική ενασχόληση, καθώς και οι μελλοντικές βλέψεις και προσδοκίες για την επέκταση της παρούσας έρευνας.Την παράθεση της βιβλιογραφίας ακολουθούν, ένα παράρτημα μέσω της χρήσης του οποίου καθίσταται δυνατή η κατανόηση της διαδικασίας προσομοίωσης με το λογισμικό πεπερασμένων στοιχείων COMSOL Multiphysics, έτσι ώστε να γίνει εφικτή η χρήση του στην επίλυση των μη γραμμικών ηλεκτρομαγνητικών προβλημάτων.


2021 ◽  
Vol 63 (7) ◽  
pp. 409-415
Author(s):  
Changying Dang ◽  
Jiansu Li ◽  
Zhiqiang Zeng ◽  
Wenhua Du ◽  
Rijun Wang

To further improve the robustness of the weld defect index (DI) and peak-valley index (PVI), which are key indices for detecting weld defects in radiographic testing (RT) images accurately and reliably, a robust improvement method is proposed, in which a fast guided filter (Fast-GF) is introduced and its effect on the DI and PVI is analysed. In this paper, the principle of the proposed robust improvement method, the related theory of Fast-GF, the definition and the calculational method of the DI and PVI are systematically analysed. Taking some practical RT images from industrial welding as an example, smoothing experiments with different filters and comparative computational experiments for the DI and PVI both with and without Fast-GF are carried out. The experimental results show that the robustness of the DI and PVI is further improved by the proposed robust improvement method, which is a desirable outcome. More specifically, the values of the DI and PVI are computed accurately and reliably regardless of some non-uniform distribution of grey levels, noise, irregular surfaces and artefacts in the RT images.


2021 ◽  
Vol 79 (6) ◽  
pp. 520-528
Author(s):  
Lennart Schulenburg

The additive manufacturing (AM) process has grown from university research laboratories into a production process for complex-shaped components. Due to the uniqueness of the manufacturing process, new challenges have arisen regarding process control, quality assurance, and surface finishing. This paper will show how the nondestructive radiographic testing (RT) technique computed tomography (CT) can make a valuable contribution to quality assurance at each step of the AM process. The use of CT is demonstrated using an example of chrome-nickel steel nozzles manufactured using the laser powder bed fusion (LPBF) process. The surface of the nozzles is then reworked with the Hirtisation process, a trademarked part finishing technology that is based on a combination of electrochemical pulse methods, hydrodynamic flow and particle assisted chemical removal, and surface treatment. In addition to the already known use of CT for detecting internal discontinuities, CT can be used to ensure sufficient wall thickness, measure internal channel surface roughness, and gauge the geometrical correctness of parts. In this paper, it is demonstrated how to use this RT technique to optimize the design and production process during the component development phase.


2021 ◽  
Vol 5 (Supplement_1) ◽  
pp. A596-A597
Author(s):  
Oluwatomisin A Aluko ◽  
Edward Ruby

Abstract Introduction: Paragangliomas are rare neuroendocrine tumors arising from extra-adrenal medullary neural crest derivatives. The terms pheochromocytoma and paraganglioma are often used interchangeably because morphologically and functionally these entities are almost the same. However, paragangliomas that arise in the adrenal medulla are called pheochromocytomas and those outside the adrenal gland are called paragangliomas. Paragangliomas are often discovered incidentally during imaging studies performed for other reasons. We report a case of a patient who had incidental finding of retroperitoneal paraganglioma on imaging done for evaluation of thigh and gluteal cellulitis. Clinical Case: A 24-year-old female presented with chief complaints of episodic headaches, multiple skin abscesses, fever and malaise. She has a history of Type 1DM and had been non-compliant on insulin. Vitals on presentation was significant for tachycardia with heart rate of 124, blood pressure of 119/81, respiratory rate of 16. Initial labs were consistent with DKA. CT abdomen and pelvis done for further evaluation of gluteal and thigh abscess showed incidental finding of a 3.4 cm retroperitoneal/para-aortic well-circumscribed rim-enhancing mass with central hypoenhancing component, suspicious for neoplasm such as paraganglioma. Biochemical testing was performed. 24-hour urine catecholamine levels obtained showed elevated urine norepinephrine level of 1008μg/day (reference range 15-100μg/day), urine dopamine 410μg/day (reference range 65- 400μg/day), urine epinephrine less than 2μg/day (reference range 0-20μg/day). Total urine catecholamines was elevated 1008μg/day (reference range 15-100μg/day). These results confirmed diagnosis of paraganglioma. Treatment options were discussed with the patient including surgery for removal of paraganglioma which she has currently declined. Conclusion: Diagnosis of a paraganglioma can usually be made using biochemical and radiographic testing. All patients with paraganglioma should be tested for hypersecretion of catecholamines in a 24-hour urine or serum collection, even if they do not present with a clinical picture of catecholamine hypersecretion. Importantly these extra-adrenal tumors do not have the enzymatic capacity to form epinephrine from norepinephrine as was exemplified by our case. For catecholamine-secreting tumors, biochemical diagnosis should be followed by radiological evaluation (typically either CT or MRI of the abdomen and pelvis) to locate the tumor. Treatment options are dependent on location of tumor, size, presence of symptoms and if there is metastatic disease present.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document