scholarly journals Συσχέτιση της ρετρομετάθεσης με την επιθηλιακή-μεσεγχυματική διαδικασία

2015 ◽  
Author(s):  
Σωτηρούλα Θρασυβούλου
Keyword(s):  

Τα ρετροτρανσποζόνια είναι αλληλουχίες DNA, ικανές να μετατίθενται σε νέες θέσεις στο γένωμα. Η επιθηλιακή προς μεσεγχυματική μετάπτωση (ΕΜΤ) εμφανίζεται κυρίως κατά την εμβρυογένεση, ενώ η επαγωγή της στην ενήλικη ζωή συμβάλλει στην καρκινογένεση.Έχει προταθεί η συσχέτιση μεταξύ επαγωγής ΕΜΤ και καρκινικών βλαστικών κυττάρων.Σκοπός της διατριβής αυτής αποτέλεσε η διερεύνηση εάν: 1. γεγονότα ρετρομετάθεσης συμβαίνουν σε επιθηλιακά κύτταρα μαστού και κυρίως, 2. οι επιπτώσεις της ρετρομετάθεσης συσχετίζονται με ΕΜΤ. Τα κύρια ευρήματα της παρούσας διατριβής είναι τα ακόλουθα:1. Κυτταρομετρία ροής, έδειξε ότι η διαμόλυνση του μη-αυτόνομου ρετροτρανσποζονίου VL30 σε προγονικά κύτταρα μαστού ποντικού HC11 οδήγησε στην παραγωγή υψηλότερης συχνότητας ρετρομετάθεσης, συγκριτικά με τα διαφοροποιημένα κύτταρα μαστού C127 και EPH4. Επίσης, η διαμόλυνση του ρετροτρανσποζονίου L1 και του ρετροϊού MoMLV ως ρετροτρανσποζόνιο σε κύτταρα HC11 παρήγαγε γεγονότα ρετρομετάθεσης υψηλής συχνότητας. 2. Σε αντίθεση με τα θετικά ρετρομετάθεσης κύτταρα C127 και EPH4, τα οποία διατήρησαν τον επιθηλιακό τους φαινότυπο, κυτταρικοί κλώνοι HC11-VL30 απόκτησαν ένα μεσεγχυματικό φαινότυπο. Παρομοίως, μεσεγχυματική μορφολογία παρουσίασαν και οι θετικοί ρετρομετάθεσης κλώνοι HC11-L1, σε αντίθεση με τους κλώνους HC11-DO.MT στους οποίους δεν παρατηρήθηκαν ιδιαίτερες μορφολογικές διαφορές.3. Επίσης σε κλώνους HC11-VL30, ανοσοαποτύπωση κατά western και ανοσοφθορισμός έδειξε πλήρη απώλεια έκφρασης της Ε-καντερίνης, ενός διάχυτου πρότυπου εντοπισμού της β-κατενίνης και επαγωγή της έκφρασης Ν-καντερίνης και φιμπρονεκτίνης καθώς ανάλυση Real Time PCR απεκάλυψε επαγωγή RNA έκφρασης των παραγόντων Snail,Twist, Slug και της κυτοκίνης TGF-β1. Παράλληλα, κύτταρα HC11-L1 παρουσίασαν παρόμοιο προφίλ έκφρασης των παραπάνω δεικτών EMT, με εξαίρεση τη TGF-β1 όπου δεν παρατηρήθηκε ιδιαίτερη μεταβολή RNA έκφρασή της.4. Τα θετικά ρετρομετάθεσης κύτταρα HC11-VL30 και HC11-L1 χαρακτηρίστηκαν από αυξημένο μεταστατικό δυναμικό συγκριτικά με τα κύτταρα HC11,ικανότητα διήθησης σε γέλη matrigel και σχηματισμό αποικιών σε μαλακό άγαρ. 5. Κύτταρα κλώνων HC11-VL30 και HC11-L1 με επαγμένη ΕΜΤ ήταν ικανά ανάπτυξης υπό συνθήκες χαμηλής συγκέντρωσης ορού και σχημάτιζαν μαμμόσφαιρες σε μέσα μειωμένης προσκόλλησης.6. Κύτταρα προερχόμενα από μαμμόσφαιρες κλώνων HC11-VL30 και HC11-L1 χαρακτηρίστηκαν θετικά ως προς: α. τον αντιγονικό φαινότυπο των καρκινικών βλαστικών κυττάρων CD44+/CD24-/low, β. επαγωγή έκφρασης RNA του γονιδίου Oct4 και γ. ικανότητες αυτοανανέωσης και διαφοροποίησης. Επιπλέον, παρουσιάστηκαν δύο χαρακτηριστικές διαφορές μεταξύ των κυττάρων μαμμοσφαιρών HC11-L1 και HC11-VL30: δ. μόνο οι μαμμόσφαιρες HC11-L1 χαρακτηρίστηκαν από αυξημένη έκφραση RNA του γονιδίου Nanogκαι ε. ενώ τα κύτταρα μαμμοσφαιρών HC11-VL30 διαφοροποιήθηκαν σε δομές που ομοιάζαν με αυτές του γαλακτοφόρου αδένα, τα κύτταρα μαμμοσφαιρών HC11-L1 διαφοροποιήθηκαν σε κυτταρικές δομές αποτελούμενες κυρίως από μεσεγχυματικά κύτταρα και σε μικρότερο ποσοστό από επιθηλιακά.7. Ένεση κυττάρων HC11-VL30 και HC11-L1 στα συγγενικά ποντίκια Balb/cοδήγησε στη παραγωγή όγκων. Στην περίπτωση νεοπλάσματος από κύτταρα HC11-VL30,αθροίσεις νεοπλασματικών κυττάρων χαρακτηρίσθηκαν, κατά θέσεις, από θετικότητα ως προς την πανκερατίνη υποδηλώνοντας εστιακή επιθηλιακή διαφοροποίηση. 8. Απομονωμένα καρκινικά κύτταρα από νεοπλάσματα HC11-L1 παρουσίασαν μεσεγχυματική μορφολογία, ικανότητα σχηματισμού μαμμοσφαιρών, υπό συνθήκες μειωμένης προσκόλλησης και θετικότητα ως προς τα γεγονότα ρετρομετάθεσης έπειτα από ανάλυση PCR.

2013 ◽  
Author(s):  
Ελισάβετ Καραμανάβη
Keyword(s):  
Ki 67 ◽  
Tnf Α ◽  

Η ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ φλεγμονής και καρκίνου είναι πλέον ευρέως αποδεκτή. Τα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών δείχνουν ότι η ανάπτυξη και η επιβίωση των καρκινικών κυττάρων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους παράγοντες της φλεγμονής. Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν τον καρκίνο σαν μια «πληγή» που ο οργανισμός αποτυγχάνει να επουλώσει. Ο ενεργοποιός του πλασμινογόνου του τύπου της ουροκινάσης (uPA) είναι μία πρωτεάση που συμμετέχει τόσο στη φλεγμονή όσο και στην επούλωση. Πολλές εργασίες καταδεικνύουν το ρόλο του συστήματος της ινωδόλυσης στην εξέλιξη, διείσδυση και μετάσταση του καρκίνου, ενώ ο uPA θεωρείται παράγοντας που προάγει την εξέλιξη του καρκίνου. Ωστόσο, δεν υπάρχουν μελέτες που να εξετάζουν τον πιθανό ρόλο του uPA στα πρώιμα στάδια της καρκινογένεσης. Εξαίρεση σε αυτό αποτελεί μία έρευνα, σύμφωνα με την οποία τα Apcmin/+ ποντίκια από τα οποία λείπει το γονίδιο που κωδικοποιεί τον uPA εμφανίζουν λιγότερα αδενώματα στο έντερο. Ο uPA ενεργοποιεί τον Tgf-β1, ο οποίος στα πρώιμα στάδια της καρκινογένεσης έχει ογκο-κατασταλτική δράση. Στόχος της συγκεκριμένης διατριβής ήταν η διερεύνηση της επίδρασης της απουσίας του uPA στην κολίτιδα που προκαλείται από το DSS. Φυσιολογικοί (WT) και uPA-/- BALB/cJ ποντικοί έλαβαν DSS με το πόσιμο νερό. Η νεκροτομή των πειραματόζωων πραγματοποιήθηκε μία εβδομάδα ή επτά μήνες μετά την παύση χορήγησης του DSS. Η φλεγμονή, η ακεραιότητα του επιθηλίου και οι δυσπλαστικές/προ-νεοπλασματικές αλλοιώσεις βαθμονομήθηκαν ξεχωριστά. Σε τομές παραφίνης σημάνθηκαν με ανοσοϊστοχημικά η β-κατενίνη, η Ε-καντχερίνη, ο Tgf-β1, η IL-6 και η IL-17. Για τη σήμανση των κυττάρων σε πολλαπλασιασμό και απόπτωση χρησιμοποιήθηκαν αντισώματα κατά του ki-67 και της κασπάσης-3, αντίστοιχα. Με ανοσοϊστοχημεία σημάνθηκαν επίσης τα Τ-λεμφοκύτταρα, τα ρυθμιστικά Τ-λεμφοκύτταρα, τα μακροφάγα, τα σιτευτικά κύτταρα και τα ουδετερόφιλα. Η ενεργός μορφή του Tgf-β1 και ο uPA προσδιορίστηκαν ποσοτικά στο βλεννογόνο του εντέρου με τη μέθοδο ELISA. Επίσης, χρησιμοποιώντας real-time PCR έγινε ποσοτικός προσδιορισμός των γονιδίων IL-6, IL-10, Tgf-β1, Tgf-βRII και SMAD-4. Τα φλεγμονικά κύτταρα και οι κυτταροκίνες αξιολογήθηκαν ποσοτικά με κατάλληλη μορφομετρική μέθοδο. Επτά μήνες μετά τη χορήγηση του DSS οι πέντε από τους έντεκα (5/11) uPA-/-+DSS ποντικοί εμφάνισαν πολυποειδή αδενώματα, ενώ κανένας από τους WT+DSS ποντικούς δεν εμφάνισε πολύποδα. Επιπλέον, οι uPA-/-+DSS ποντικοί είχαν περισσότερα φλεγμονικά κύτταρα και περισσότερες αλλοιώσεις δυσπλασίας από τους WT+DSS ποντικούς. Προκειμένου να διερευνηθεί γιατί οι uPA-/-+DSS ποντικοί εμφάνισαν πολύποδες, ενώ οι WT+DSS ποντικοί όχι, πραγματοποιήθηκε εξέταση του παχέος εντέρου σε πιο πρώιμη χρονική στιγμή. Μία εβδομάδα μετά τη διακοπή χορήγησης του DSS, και οι δύο ομάδες που έλαβαν DSS εμφάνισαν τις τυπικές αλλοιώσεις της κολίτιδας που προκαλεί το DSS. Ωστόσο, οι uPA-/-+DSS ποντικοί εμφάνισαν περισσότερες διαβρώσεις και πιο προχωρημένου βαθμού αλλοιώσεις δυσπλασίας. Στο βλεννογόνο του παχέος εντέρου των uPA-/-+DSS ποντικών παρατηρήθηκαν περισσότερα ουδετερόφιλα και μακροφάγα, λιγότερα ρυθμιστικά Τ-λεμφοκύτταρα, αύξηση των κυτταροκινών IL-6, IL-17, TNF-α και IL-10 και σημαντική μείωση των επιπέδων του ενεργού Tgf-β1 συγκριτικά με τους WT+DSS ποντικούς. Τα μη λειτουργικά ρυθμιστικά Τ-λεμφοκύτταρα, η πιο επίμονη φλεγμονική αντίδραση και η κληρονομούμενη ανικανότητα παραγωγής επαρκούς ποσότητας ενεργού Tgf-β1 εξωκυτταρικά, λόγω της έλλειψης του uPA, αποτελούν τις πιθανές εξηγήσεις για τη νεοπλασματογένεση που σχετίζεται με τη φλεγμονή στο παχύ έντερο των uPA-/-+DSS ποντικών.


2014 ◽  
Author(s):  
Φωτεινή Κωστοπούλου
Keyword(s):  

Σκοπός: Αντικείμενο της διατριβής αποτέλεσε η διερεύνηση του μεταβολικού φαινοτύπου της ΟΑ μέσω μελέτης της έκφρασης γονιδίων που ενέχονται στο μεταβολισμό των λιπιδίων, όπως το SREBΡ–2 και το HMGCR, των μοριακών σηματοδοτικών μονοπατιών που ελέγχουν τη δράση τους, καθώς και η ρύθμιση της έκφρασης γονιδίων που ενέχονται στη σύνθεση και στην έξοδο της χοληστερόλης με τη χρήση microRNAs. Επιπλέον, δημιουργήθηκε πειραματικό ζωικό μοντέλο ΟΑ για την ανάδειξη πιθανών θεραπευτικών μορίων της νόσου in vivo. Μεθοδολογία: Ο προσδιορισμός της έκφρασης γονιδίων που συμμετέχουν στο μεταβολισμό των λιπιδίων έγινε με τις μεθόδους της real-time PCR και του Western blot. Η διερεύνηση του σηματοδοτικού μονοπατιού που ευθύνεται για την ενεργοποίηση της έκφρασής τους έγινε με τη χορήγηση TGF-β1 και αναστολέα των ιντεγκρινών στα χονδροκύτταρα. Επιπλέον, έγινε χορήγηση του miR-33a καθώς και του αναστολέα του anti-miR-33a στα χονδροκύτταρα προκειμένου να διερευνηθεί ο ρόλος του στη ρύθμιση της σύνθεσης της χοληστερόλης αλλά και στην έκφραση των γονιδίων που ενέχονται στην έξοδο της χοληστερόλης από τα χονδροκύτταρα. Τέλος, δημιουργήθηκε πειραματικό μοντέλο ΟΑ επαγόμενο με διατομή του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου σε κουνέλια.Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε αυξημένη έκφραση του SREBP–2, του HMGCR, της ιντεγκρίνης aV, του TGF–β1 και των phosphor-PI3k και phosphor-Akt στα ΟΑ χονδροκύτταρα συγκριτικά με τα φυσιολογικά. Η επαγωγή χονδροκυττάρων με TGF–β1 προκάλεσε φωσφορυλίωση των PI3k και Akt και αύξηση της έκφρασης των γονιδίων SREBP–2 και HMGCR. Η αναστολή του TGF–β1 επέφερε μείωση των επιπέδων έκφρασης του SREBP–2, ενώ αναστολή της έκφρασης των ιντεγκρινών επέφερε σημαντική μείωση της έκφρασης των SREBP–2 και HMGCR, καθώς και της ενεργής μορφής της κινάσης PI3K. Στη συνέχεια, διαπιστώσαμε αυξημένη έκφραση του miR–33a στα ΟΑ χονδροκύτταρα συγκριτικά με τα φυσιολογικά και επαγωγή της έκφρασής του από τον TGF–β1, ενώ η χρήση αναστολέα του miR–33a σε επαγόμενα με TGF–β1 χονδροκύτταρα οδήγησε σε μείωση της φωσφορυλίωσης της πρωτεΐνης Akt. Επιπλέον, η χορήγηση του miR–33a στα φυσιολογικά χονδροκύτταρα επέφερε μείωση της έκφρασης των γονιδίων ABCA1 και ApoA1 και ταυτόχρονη αύξηση των επιπέδων της MMP–13, γεγονός που αντιστράφηκε μετά τη χρήση αναστολέα του miR–33a στα ΟΑ χονδροκύτταρα. Στο in vivo πειραματικό τμήμα της διατριβής διαπιστώσαμε στατιστικά σημαντική αύξηση των επιπέδων έκφρασης του SREBP–2 στα ΟΑ χονδροκύτταρα συγκριτικά με τα φυσιολογικά, ενώ η ενδοαρθρική χορήγηση αναστολέα των υποδοχέων του TGF–β προκάλεσε στατιστικά σημαντική μείωση των επιπέδων έκφρασης του SREBP–2, του COLX και της MMP–13, με ταυτόχρονη αύξηση των μεταγραφικών επιπέδων των αναβολικών μορίων COL2A1 και ACAN.Συμπεράσματα: Αναδείχτηκε για πρώτη φορά η εμπλοκή του SREBP–2 και του HMGCR στα ΟΑ χονδροκύτταρα καθώς και ο σηματοδοτικός μηχανισμός ρύθμισής τους μέσω των κινασών PI3K και Akt, ως αποτέλεσμα της ενεργοποίησης του TGF–β σηματοδοτικού μονοπατιού και της αυξημένης έκφρασης της ιντεγκρίνης aV στα ΟΑ χονδροκύτταρα. Επιπλέον, η αναστολή του miR–33a, η οποία επάγει την αυξημένη έκφραση γονιδίων που ευθύνονται για την έξοδο της περίσσειας χοληστερόλης από τα ΟΑ χονδροκύτταρα, αναδεικνύεται ως πιθανός θεραπευτικός μοριακός στόχος για την αναστολή της εξέλιξης της ΟΑ. Επίσης, η αναστολή του TGF–β in vivo, αναδεικνύεται ως μία νέα θεραπευτική προσέγγιση για την αντιμετώπιση της νόσου.


2011 ◽  
Author(s):  
Φωτεινή Σωτηριάδου
Keyword(s):  
Alk 5 ◽  

Η ηπατική ίνωση δημιουργείται όταν διαταραχθεί η ισορροπία μεταξύ των κυττάρων και της εξωκυττάριας θεμέλιας ουσίας και επάγεται μέσω της έκκρισης κυτταροκινών. Από τις κυτταροκίνες της υπεροικογένειας TGF-βs, έχει μελετηθεί ιδιαίτερα ο TGF-β1. Από την άλλη δεν υπάρχει καμία γνώση για τον πιθανό ρόλο των άλλων κυτταροκινών της υπεροικογένειας των TGF-βs στην παθοφυσιολογία της χρόνιας ηπατίτιδας και στην επακόλουθη ανάπτυξη ίνωσης στον άνθρωπο. Επιπρόσθετα, δεν είναι γνωστό ποιοι από τους υποδοχείς και τους ενδοκυττάριους διαμεσολαβητές, ενοχοποιούνται σε αυτή τη διαδικασία στο ήπαρ. Ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν η διερεύνηση της συμμετοχής των κυτταροκινών της υπεροικογένειας TGF-β1 στην παθολογία του ήπατος και ειδικότερα της συμμετοχής του TGF-β1 καθώς και των κυτταροκινών της υπεροικογένειας του TGF-βs στη διαδικασία της ηπατικής ίνωσης σε παιδιά με χρόνια ηπατοπάθεια. Επίσης αναλύθηκε η έκφραση διαφορετικών υποδοχέων τύπου Ι και τύπου ΙΙ των TGF-βs, ο ρόλος του CTGF καθώς και η ενεργοποίηση διαφορετικών πρωτεϊνών Smads σε ασθενείς με χρόνια ηπατοπάθεια. Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 42 παιδιά με χρόνια ηπατοπάθεια και Κυστική Ίνωση. Από τους παραπάνω ασθενείς συμπεριλήφθησαν στο εργαστηριακό μέρος της μελέτης οι 33 ασθενείς, λόγω της αδυναμίας εξαγωγής ικανοποιητικού DNA από τον ηπατικό ιστό από τους υπόλοιπους 9 (εννέα). Από τους 33 ασθενείς οι 12 ήταν ασθενείς με Κυστική Ίνωση, οι 10 με Στεατοηπατίτιδα, οι 2 με Αυτοάνοση Ηπατίτιδα και 5 με συγγενή νοσήματα του ήπατος. Οι υπόλοιποι 4 είχαν φυσιολογική βιοψία ήπατος και χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες. Το πρωτόκολλο της μελέτης περιελάμβανε πλήρη εργαστηριακό έλεγχο, υπερηχογράφημα ήπατος και βιοψία ήπατος. Η βιοψία ήπατος αποτέλεσε το τελευταίο διαγνωστικό μέσο σε ασθενείς με χρόνια ηπατοπάθεια ενώ σε ασθενείς με Κυστική Ίνωση η βιοψία πραγματοποιήθηκε για να αναδειχθεί ο βαθμός βλάβης και ίνωσης του ήπατος. Ακολούθησε η ιστοπαθολογική εξέταση του δείγματος. Ακολούθησε γενετικός έλεγχος, που περιελάμβανε απομόνωση RNA, παραγωγή ενός μονόκλωνου συμπληρωματικού αντιγράφου του DNA (cDNA) από το RNA και επεξεργασία του cDNA με τη μέθοδο Real Time PCR. Αναλύθηκαν όλες οι κυτταροκίνες TGFs (TGF-β1, TGF-β2, TGF-β3), CTGF, οι ενδοκυττάριοι διαμεσολαβητές Smads και ο υποδοχέας τύπου Ι ALK-5. Τα αποτελέσματα της μελέτης συνοψίζονται ως εξής: παρατηρήθηκε ισχυρή συσχέτιση των κυτταροκινών της μελέτης (TGF-β1, TGF-β2, TGF-β3, CTGF) καθώς και του υποδοχέα τύπου Ι (ALK-5) με την ίνωση και τη φλεγμονή. Το ίδιο παρατηρήθηκε και με τους ενδοκυττάριους διαμεσολαβητές Smad2, Smad3, Smad4 και Smad7. Επίσης στην παρούσα μελέτη διαπιστώθηκε θετική συσχέτιση των κυτταροκινών μεταξύ τους, με τον υποδοχέα τύπου Ι (ALK-5) καθώς και με τους ενδοκυττάριους μεσολαβητές (Smad2, Smad3, Smad4 και Smad7). Αποδεικνύεται λοιπόν η ενεργοποίηση της οδού των κυτταροκινών TGF-βs-Smads στην ηπατική ίνωση. Τα αποτελέσματα αυτά διαπιστώθηκαν τόσο στην Κυστική Ίνωση όσο και στη Στεατοηπατίτιδα. Συγκεκριμένα στην Κυστική Ίνωση διαπιστώθηκε ισχυρή συσχέτιση των κυτταροκινών της μελέτης, των Smads και του υποδοχέα τύπου Ι (ALK-5). Παρατηρήθηκε λοιπόν ενεργοποίηση της οδού των κυτταροκινών TGFs-Smads. Επιπρόσθετα διαπιστώθηκε και στην Κυστική Ίνωση, ότι παράλληλα με την εξέλιξη της φλεγμονής παρατηρήθηκε και αύξηση της ίνωσης. Ακόμη στην Κυστική Ίνωση παρατηρήθηκε αύξηση της έκφρασης του TGF-β1 και σε μικρότερο βαθμό του Smad4 σε σχέση με την ηλικία. Συγκεκριμένα παρατηρείται μεγαλύτερη έκφραση του TGF-β1 σε παιδιά >6 ετών σε σχέση με αυτά <6 ετών. Επίσης παρατηρήθηκε αύξηση των τρανσαμινασών (SGOT, SGPT) σε σχέση με την αύξηση της ηλικίας, δηλαδή σε πιο μεγάλες ηλικίες στην Κυστική Ίνωση υπήρχε αύξηση των τρανσαμινασών.


2021 ◽  
Vol 2021 ◽  
pp. 1-10
Author(s):  
Peng Liu ◽  
Chen Wang ◽  
Yun Wang ◽  
Honghong Zhang ◽  
Baoli Liu ◽  
...  

Hyperuricemia, an independent risk factor for ensuing chronic kidney disease (CKD), contributed to tubulointerstitial fibrosis and insufficiency of renal fatty acid oxidation. Many studies have shown that renal fatty acid oxidation dysfunction is related to the TGF-β1/Smad3 signaling pathway. We experimented the effects of Zishen Qingre Tongluo Formula (ZQTF) on the adenine/yeast-induced HN rats and uric acid-induced renal mouse tubular epithelial cells (mTECs), determined whether this effect was related to the TGF-β1/Smad3 signaling pathway, and further investigated the relationship between this effect and renal fatty acid oxidation. Rats were given intraperitoneally with adenine (100 mg/kg) and feed chow with 10% yeast for 18 days and then received ZQTF (12.04 g/kg/day) via intragastric gavage for eight weeks. The TGF-β1/Smad3 signaling pathway and renal fatty acid oxidation protein were detected by using western blotting, real-time PCR, and immunohistochemistry staining. mTECs induced by UA were used to investigate the relationship between the TGF-β1/Smad3 signaling pathway and renal fatty acid oxidation. After treatment with ZQTF, levels of UA, 24 h UTP, BUN, and Scr were significantly decreased and histologic injuries were visibly ameliorated in HN rats. Western blotting, real-time PCR, and immunohistochemistry staining revealed that PGC-1α, PPARγ, and PPARα significantly increased, and fibronectin, collagen 1, and P-Smad3 significantly decreased in HN rats and UA-induced mTECs after ZQTF treatment. SIS3 (a specific inhibitor of Smad3) treatment significantly increased the expressions of PGC-1α, PPARγ, and PPARα and decreased the expressions of fibronectin, collagen 1, and P-Smad3 in UA-induced mTECs. Our study demonstrated that ZQTF exhibited renoprotective effects by promoting renal fatty acid oxidation via the regulation of the TGF-β1/Smad3 signaling pathway. Thus, the present results indicated that ZQTF was a novel antifibrotic strategy for hyperuricemic nephropathy.


2020 ◽  
Author(s):  
Leixi Xue ◽  
Jiajun Xu ◽  
Wentian Lu ◽  
Qing Wang ◽  
Chenghua Weng ◽  
...  

Abstract Background: Renal interstitial fibrosis (RIF) is one of the main poor prognostic factors of lupus nephritis (LN). Here, we tested whether iguratimod could inhibit RIF in LN. Methods: MRL/lpr mice, an animal model of lupus, were treated with iguratimod or vehicle solution. Pathological changes of kidney was evaluated blindly by the same pathologist. Renal type I collagen (COL-I), IgG, E-cadherin, fibroblast-specific protein 1 (FSP-1) were detected by immunofluorescence, immunohistochemical staining or quantitative real-time PCR. After treated with transforming growth factor β1 (TGF-β1) and iguratimod, E-cadherin, fibronectin, Smad2/3, p38 MAPK, p-Smad2/3 and p-p38 MAPK in HK2 cells were measured by western blotting, quantitative real-time PCR or immunofluorescence. Results: In MRL/lpr mice, iguratimod eased the renal interstitial deposition of collagen fibers, further confirmed by decreased expression of COL-I after iguratimod treatment. Moreover, upstream pathological processes of RIF, including IgG deposition along the tubular basement membrane, infiltration of inflammatory cells into renal interstitium and tubular injury, were also prevented effectively by iguratimod treatment. Furthermore, iguratimod suppressed the expression of FSP-1 and raised the expression of E-cadherin in renal tubular epithelial cells, suggesting that iguratimod reversed the process of tubular epithelial-to-mesenchymal transition (EMT). In HK2 cells induced by TGF-β1, co-treatment with iguratimod not only reversed cellular morphologic change, but also prevented down-regulation of E-cadherin and up-regulation of fibronectin. Finally, iguratimod blocked TGF-β1-induced phosphorylation of Smad2/3 and p38 MAPK in HK2 cells. Conclusions: Our results suggest that iguratimod shows an inhibitory effect on the progress of RIF in vivo and in vitro, so iguratimod may be a potential drug for the treatment of RIF in LN.


2020 ◽  
Author(s):  
Jialing Ji ◽  
Ju Rong ◽  
Ming Sun ◽  
Chan Huang ◽  
Jin Wang ◽  
...  

Abstract Background: Glomerulosclerosis is a characteristic pathologic feature in chronic kidney disease (CKD). Convincing evidence indicates that the mesangial cells (MCs) play critical role in this process. However, the exact mechanism remains unclear. Using RNA-seq analysis, we previously found that lncRNA uc.412 was involved in the MC proliferation. Here, the effect of uc.412 on glomerular fibrosis and the potential mechanism were explored. Methods: In vivo, CKD mice models were established by 5/6 nephrectomy. The expression of lncRNA uc.412 in CKD was detected by Real-Time PCR. In vitro, MCs were intervened with TGF-β1 (10ng/mL). The uc.412 expression in MCs was detected by in site hybridization. MCs were transfected with uc.412 siRNA or a lentivirus targeting uc.412 and then examined using western blot, Real-Time PCR, RNA pull down assay and immunofluorescence staining. Results: We found that the expression of uc.412 was significantly increased in CKD mice and is induced by TGF-β1 via Smad3- dependent signal pathway. Overexpressing uc.412 caused MCs fibrosis and knockdown of uc.412 alleviated TGF-β1-induced MCs fibrosis. Using RNA pull down analysis, we found that the ELAVL1 was the specific binding protein for uc.412. Moreover, ELAVL1 expression was increased in TGF-β1-treated MCs and silencing ELAVL1 expression attenuated MCs fibrosis. Conclusions: Thus, here, we demonstrated that uc.412, which is regulated in a Smad3-dependent mechanism, is significantly increased during progression of CKD via regulating ELAVL1 expression. Our findings provided the therapeutic strategy for treatment of CKD.


2005 ◽  
Vol 147 (9) ◽  
pp. 373-379 ◽  
Author(s):  
F. Zeeh ◽  
P. Kuhnert ◽  
R. Miserez ◽  
M. G. Doherr ◽  
W. Zimmermann

2010 ◽  
Vol 48 (08) ◽  
Author(s):  
A Brodzinski ◽  
F van Bömmel ◽  
B Fülöp ◽  
B Schlosser ◽  
M Biermer ◽  
...  
Keyword(s):  

2011 ◽  
Vol 39 (04) ◽  
pp. 201-204
Author(s):  
A. Griessler ◽  
E. Pirker ◽  
H. Söllner ◽  
J. Segalés ◽  
T. Kekarainen ◽  
...  

Zusammenfassung Gegenstand und Ziel: Das porzine Circovirus Typ 2 (PCV-2) und das Torque-teno-Sus-Virus (TTSuV) sind in schweineproduzierenden Ländern häufig nachzuweisen. Beide Erreger können sowohl horizontal als auch vertikal übertragen werden und Ebersamen könnte ein wichtiges Übertragungsmedium darstellen. Ziel der Studie war die Abklärung der Prävalenz dieser beiden Viren in Samenproben von Ebern. Material und Methoden: Von 100 Ebern einer Besamungsstation wurde jeweils eine Samenprobe mittels quantitativer Real-Time-PCR auf PCV-2 und mittels konventioneller PCR auf TTSuV-1 und TTSuV-2 untersucht. Ergebnisse: Nur bei einem Eber der Rasse Piétrain war ein positives PCV-2-Resultat festzustellen. TTSuV-1 ließ sich in vier Samenproben, TTSuV-2 in fünf Proben nachweisen. Ein Eber wies eine Koinfektion mit beiden TTSuV-Genotypen auf. Alle TTSuV-positiven Proben stammten von Piétrain-Ebern. Schlussfolgerung und klinische Relevanz: In der vorliegenden Studie wurde erstmals in Österreich TTSuV im Samen nachgewiesen. Die Prävalenz sowohl von TTSuV als auch von PCV-2 war gering. Die klinische Relevanz einer gleichzeitigen Kontamination des Samens mit beiden Viren ist nicht klar.


Sign in / Sign up

Export Citation Format

Share Document