Ο καρκίνος των σιελογόνων αδένων είναι σχετικά σπάνιος, με περίπου ένα νέο περιστατικό ανά 100.000 πληθυσμού ανά έτος, αποτελώντας το 3-6% του καρκίνου κεφαλής και τραχήλου. Επιπρόσθετα, χαρακτηρίζεται από μεγάλη ιστοπαθολογική ετερογένεια, με 23 διαφορετικούς τύπους σύμφωνα με την τρέχουσα κατάταξη. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά καθιστούν δυσχερέστερη σε σχέση με άλλους συχνότερους τύπους καρκίνου τη συγκέντρωση και επεξεργασία πληροφοριών απαραίτητων για την ανάπτυξη κατευθυντήριων θεραπευτικών οδηγιών καθώς και για την πρόγνωση της νόσου. Στην περίπτωση Τ1 και Τ2 όγκων με κλινικά Ν0 τράχηλο, ακόμα και αν υπάρχουν αποδείξεις ότι η εξαίρεση του όγκου είναι πλήρης, οι κατευθυντήριες οδηγίες επικαλούνται την ύπαρξη προγνωστικών παραγόντων για τη λήψη της απόφασης ακτινοβόλησης του όγκου ή όχι. Άλλη περίπτωση στην οποία οι κατευθυντήριες οδηγίες αφήνουν περιθώρια ελιγμών, είναι το κατά πόσο θα ακτινοβοληθούν οι Τ1 και Τ2 όγκοι χαμηλής διαφοροποίησης, με αποδεδειγμένη διασπορά. Καθίσταται λοιπόν προφανής η αναγκαιότητα αναγνώρισης και ταυτοποίησης προγνωστικών δεικτών για τον καρκίνο των σιελογόνων, πλην των γνωστών όπως το στάδιο, ο ιστολογικός τύπος και ο βαθμός διαφοροποίησης. Ο ρόλος της ανοσοϊστοχημείας έχει καταλυτική επίδραση τα τελευταία χρόνια στο θεραπευτικό χειρισμό του ασθενούς με καρκίνο. Η δυνατότητα ανίχνευσης της έκφρασης συγκεκριμένων αντιγόνων στα κύτταρα ποικίλων νεοπλασμάτων, επέτρεψε την ανάπτυξη μονοκλωνικών αντισωμάτων, που κατέστησαν εφικτή τη στόχευση εναντίον συγκεκριμένων αντιγόνων και τη διάνοιξη νέων οριζόντων στην αντιμετώπιση του καρκίνου. Στα πλαίσια αυτά, σειρά μελετών έχει ασχοληθεί με την ανίχνευση ανοσοϊστοχημικών παραγόντων στον καρκίνο των σιελογόνων και την πιθανό ρόλο τους στη διαδικασία της ογκογένεσης και την πρόγνωση της νόσου. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση του ρόλου τεσσάρων παραγόντων: της φωσφοπρωτεΐνης p53, του κυτταρικού δείκτη πολλαπλασιασμού Κi-67, της διαμεμβρανικής πρωτεΐνης E-Cadherine και της GFAP (Glial fibrillary acidic protein- όξινης ινιδιακής πρωτεΐνης της γλοίας). Για τους παράγοντες αυτούς η προϋπάρχουσα βιβλιογραφία τους συνέδεε με τη διαδικασία της καρκινογένεσης και με άλλους τύπους καρκίνου, αλλά υπάρχει ανεπάρκεια βιβλιογραφικών δεδομένων σχετικά με τον πιθανό τους ρόλο στον καρκίνο των σιελογόνων αδένων. Για το σκοπό αυτό συλλέχθηκαν στοιχεία από 33 ασθενείς με καρκίνο των σιελογόνων αδένων, 15 άνδρες και 18 γυναίκες. Στους ασθενείς αυτούς ανιχνεύτηκε η ύπαρξη των τεσσάρων παραγόντων και κατεγράφησαν επιδημιολογικά και κλινικά στοιχεία (στάδιο, ιστολογικός τύπος, διήθηση τραχηλικών λεμφαδένων, θεραπεία). Οι ασθενείς τέθηκαν σε παρακολούθηση για διάστημα που κυμάνθηκε από ένα έως οκτώ έτη, με μέσο όρο τα 3,32 έτη. Από την ομάδα αυτή των ασθενών, το 27,3% εμφάνισε υποτροπή κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης και το 18,2% κατέληξε εξ’ αιτίας της νόσου. Τα ποσοστά ανίχνευσης για το Ki-67 ήταν 36,3%, για το p53 ήταν 33%, για την E-Cadherine 72% και για τη GFAP 50%. Η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων με χρήση τόσο δοκιμασιών συσχέτισης όσο και καμπυλών επιβίωσης ανέδειξε στατιστικά σημαντική συσχέτιση της έκφρασης της Ki-67 και της p53 με την πιθανότητα υποτροπής αλλά και με τη σχετιζόμενη με τη νόσο επιβίωση. Για 122 τα άλλα δύο μόρια δεν αποδείχθηκε τέτοιου τύπου συσχέτιση, αντίθετα η E-Cadherine φέρεται να σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα επιβίωσης. Συμπερασματικά, η παρούσα μελέτη ανέδειξε στατιστικά σημαντική συσχέτιση των μορίων Ki-67 και p53 με την αύξηση της πιθανότητας υποτροπής και τη μείωση της σχετιζόμενης με τη νόσο επιβίωσης, ενώ επιβεβαίωσε την υπόθεση ότι η έκφραση της E-Cadherine αποτελεί θετικό προγνωστικό παράγοντα.