Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανάλυση του ζωοαρχαιολογικού υλικού του λιμναίου νεολιθικού οικισμού του Δισπηλιού. Συγκεκριμένες κατηγορίες οστών καταγράφηκαν, χρησιμοποιήθηκαν οι μέθοδοι ποσοτικοποίησης NISP, MinAU και MNI για την ποσοτικοποίηση του υλικού, ο ταξινομικός προσδιορισμός έγινε με άτλαντες και εργαστηριακές συλλογές. Όσον αφορά την ταφονομική ιστορία των οστών, ελέγχθηκε η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος βάσει του τρόπoυ ανάκτησής του, καταγράφηκε η επικάλυψή τους με ιζήματα, τα σημάδια βρώσης από άλλα ζώα, η κατάσταση διατήρησης τους, το χρώμα τους, τα αποτυπώματα ριζών, η καύση και η θραύση τους. Όσον αφορά στην εκμετάλλευση των κουφαριών των ζώων από τον άνθρωπο, παρουσιάστηκε η ανατομική τους αντιπροσώπευση, η οποία συσχετίστηκε με τη διατροφική χρησιμότητα των μερών των κουφαριών, υπολογίστηκε η ποσότητα κρέατος που καταναλώθηκε με βάση το δείγμα, καταγράφηκαν τα σημάδια σφαγής, εκδοράς, διαμελισμού και τεμαχισμού των οστών, διερευνήθηκε η εκμετάλλευση του μυελού και λίπους των οστών βάσει της μορφολογίας θραύσης τους. Τέλος, τα οστέινα εργαλεία παρουσιάζονται εν συντομία και συσχετίζονται με το υπόλοιπο οστεολογικό υλικό. Η διαχείριση των ζώων διερευνήθηκε ως εξής: αρχικά, διαχωρίστηκαν βάσει των μετρήσεων τα ήμερα, άγρια και πιθανώς ημι-άγρια άτομα συγκεκριμένων ειδών, διακρίθηκε το αρσενικό και θηλυκό φύλο με μορφολογικά κριτήρια και με μετρήσεις, υπολογίστηκε η ηλικία θανάτωσης των ειδών βάσει των γνάθων και του μετακρανιακού υλικού των ζώων, καταγράφηκαν και ερμηνεύτηκαν τα παθολογικά χαρακτηριστικά των οστών. Επιπλέον, διερευνήθηκε η εποχικότητα εκμετάλλευσης των ζώων βάσει της ηλικίας θανάτωσής τους. Συγκεκριμένα, στην παρούσα εργασία καταγράφηκαν συνολικά 74.190 οστά, από τα οποία τα 27.512 (37%) προσδιορίστηκαν σε επίπεδο είδους ζώου ή μέρους του σκελετού. Η σημασία της ήμερης πανίδας είναι φανερή σε όλες τις φάσεις κατοίκησης, ενώ παρουσιάζεται μια σταδιακή αύξηση της άγριας πανίδας προς τις μεταγενέστερες φάσεις. Aνάμεσα στα ήμερα είδη το πρόβατο (Ovis aries) είναι το πιο συχνό είδος, ακολουθούμενο από το χοίρο (Sus domesticus), το βόδι (Bos taurus), την αίγα (Capra hircus) και το σκύλο (Canis familiaris). Η παρουσία των οστών ιπποειδών χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Ανάμεσα στα άγρια είδη, το κόκκινο ελάφι (Cervus elaphus) και το ζαρκάδι (Capreolus capreolus) υπερέχουν αριθμητικά, ενώ ο αγριόχοιρος (Sus scrofa) και ο λαγός (Lepus capensis) ακολουθούν. Τα λιγότερο συχνά είδη είναι τα εξής: το άγριο βόδι (Bos primigenius), η αλεπού (Vulpes vulpes), η καφέ αρκούδα (Ursus arctos), ο ασβός (Meles meles), η ενυδρίδα (Lutra lutra), το πετροκούναβο (Martes foina), ο σκίουρος (Sciurus vulgaris), ο σκαντζόχοιρος (Erinaceus europaeus). Καταγράφηκαν και οστά από πτηνά, από χελώνα, από τρωκτικά/εντομοφάγα και από τις οικογένειες Ranidae και Bufonidae. Τα ήμερα βόδια εκτρέφονταν για το κρέας και το γάλα τους, ενώ δεν υπάρχει καμία παθολογική ένδειξη που να δείχνει ότι χρησιμοποιούνταν συστηματικά σε σκληρές εργασίες. Οι χοίροι θανατώνονταν για το κρέας και το λίπος τους. Τα αιγοπρόβατα τα εκμεταλλεύονταν για το κρέας, το γάλα και το μαλλί/τρίχα με μια έμφαση στην παραγωγή κρέατος. Η ηλικία θανάτωσης των ελαφοειδών δείχνει μια στόχευση σε νεαρά ενήλικα άτομα. Η επιλογή των μερών των σφαγίων φαίνεται ότι αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής ποσότητας κρέατος. Η θραύση των οστών για την εξαγωγή μυελού ήταν πιο εντατική στα βόδια παρά στα αιγοπρόβατα και στους χοίρους, ενώ υπήρχε μια προτίμηση για την εξαγωγή μυελού από ώριμα άτομα. Το υλικό του Δισπηλιού δε διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα ζωοαρχαιολογικά υλικά της ίδιας εποχής του ελλαδικού χώρου, ενώ αντιθέτως παρουσιάζει σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα υλικά των Βαλκανίων και των λιμναίων οικισμών της Κεντρικής Ευρώπης.